Υπάρχει ένας μαγικός αριθμός που δείχνει πόσος κόσμος απαιτείται να υποστηρίζει μια διαδήλωση για να μπορέσει να επέλθει πολιτική αλλαγή; Σύμφωνα με την έρευνα της Erica Chenoweth, καθηγήτρια πολιτικής επιστήμης στο Harvard χρειάζεται περίπου το 3,5% του πληθυσμού μιας χώρας να συμμετέχει ενεργά σε μια διαδήλωση, για να επέλθει σημαντική πολιτική αλλαγή.
Επίσης από την έρευνά της διαπίστωσε ότι οι ειρηνικές διαδηλώσεις είναι δύο φορές πιο αποτελεσματικές από τις βίαιες εξεγέρσεις, για την πολιτική αλλαγή.
Μερικά παραδείγματα που παρουσιάζει το BBC σε αφιέρωμά του:
- Το 1986, εκατομμύρια Φιλιππινέζοι βγήκαν στους δρόμους της Μανίλα σε ειρηνική διαδήλωση κατά του καθεστώτος Μάρκος. Την τέταρτη μέρα εκδιώχθηκε από την χώρα.
- Το 2003, ο λαός της Γεωργίας ανέτρεψε τον Eduard Shevardnadze μέσω της αναίμακτης Επανάστασης των Ρόδων.
- Φέτος, οι πρόεδροι του Σουδάν και της Αλγερίας ανακοίνωσαν ότι θα παραιτηθούν μετά από δεκαετίες, χάρη στις ειρηνικές διαδηλώσεις που διοργανώθηκαν.
Και αυτά δεν είναι τα μόνα παραδείγματα.
Η ίδια η Chenoweth πριν διεξάγει την έρευνα ήταν δύσπιστη για την αποτελεσματικότητα των ειρηνικών διαδηλώσεων.
Συμμετέχοντας όμως σε ένα συνέδριο, που παρουσίαζε πολλές περιπτώσεις μη βίαιων διαδηλώσεων που επέφεραν πολιτική αλλαγή, διαπίστωσε ότι κανείς δεν είχε συγκρίνει ποσοτικά δεδομένα επιτυχίας των ειρηνικών και βίαιων διαδηλώσεων, ώστε να μπορεί να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητα των μεν έναντι των δε.
Σε συνεργασία με την Maria Stephan, ερευνήτρια στο ICNC, μελέτησαν τη βιβλιογραφία για τις κοινωνικές διαδηλώσεις που έγιναν από το 1900 έως το 2006. Κάθε κίνημα χαρακτηριζόταν επιτυχές εάν είχε επιτύχει τον στόχο του μέσα σε ένα χρόνο από την ημέρα που ξέσπασε και εάν η αλλαγή αυτή ήταν συνέπεια των διαδηλώσεων. Για παράδειγμα, εάν η πολιτική αλλαγή ερχόταν μετά από στρατιωτική επέμβαση ξένων δυνάμεων, δεν χαρακτηριζόταν επιτυχής η ειρηνική εξέγερση.
Μια εξέγερση χαρακτηριζόταν βίαιη εάν είχαν καταγραφεί γεγονότα όπως βομβαρδισμός, απαγωγή, καταστροφές υποδομών ή σωματική βλάβη.
Τα κριτήρια ήταν τόσο αυστηρά που ακόμη και το κίνημα ανεξαρτησίας της Ινδίας δεν θεωρήθηκε μη βίαιη διαδήλωση στην ανάλυση των Chenoweth και Stephan. Και αυτό γιατί παρόλο που οι ίδιες οι διαμαρτυρίες ήταν καθοριστικές, θεωρήθηκαν ως αποφασιστικός παράγοντας αλλαγής και οι στρατιωτικοί πόροι της Βρετανίας.
Μέχρι το τέλος αυτής της διαδικασίας, είχαν συλλέξει δεδομένα από 323 μη βίαιες και βίαιες εξεγέρσεις. Τα αποτελέσματα έχουν δημοσιευτεί στο βιβλίο τους με τίτλο «Γιατί έχει αποτέλεσμα η κοινωνική αντίσταση: η στρατηγική λογική της μη βίαιης σύγκρουσης» (Why Civil Resistance Works: The Strategic Logic of Nonviolent Conflict).
Συνολικά, οι μη βίαιες διαδηλώσεις έχουν διπλάσιες πιθανότητες να επιτύχουν από τις βίαιες: οδήγησαν σε πολιτική αλλαγή στο 53% των περιπτώσεων, συγκριτικά με το 26% (που πέτυχαν) οι βίαιες εξεγέρσεις.
Και σε αυτό το ποσοστό επιτυχίας, σημασία έχει ο αριθμός των υποστηρικτών της διαδήλωσης. Η Chenoweth υποστηρίζει ότι οι μη βίαιες διαδηλώσεις είναι πιο πιθανό να επιτύχουν γιατί μπορούν να προσελκύσουν περισσότερο κόσμο, από διάφορες ηλικιακές ομάδες, κάτι που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές διαταραχές που παραλύουν την κανονική αστική ζωή και τη λειτουργία της κοινωνίας.
Συνολικά, οι μη βίαιες διαδηλώσεις προσέλκυσαν περίπου τέσσερις φορές περισσότερους συμμετέχοντες από τις βίαιες.
Για παράδειγμα, στις διαδηλώσεις του People Power κατά του καθεστώτος Μάρκο στις Φιλιππίνες, συμμετείχαν μέχρι και δύο εκατομμύρια άτομα, ενώ η βραζιλιάνικη εξέγερση το 1984 και το 1985 προσέλκυσε ένα εκατομμύριο άτομα. Αντίστοιχα, στη Βελούδινη επανάσταση στην Τσεχοσλοβακία το 1989, που είχε ως αποτέλεσμα την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και κατ′ επέκταση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Τσεχοσλοβακίας, συμμετείχαν 500.000 άτομα.
Η μη βίαιη διαμαρτυρία φαίνεται να είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποκτηθεί αυτή η ευρεία υποστήριξη.
Πόσο κόσμο χρειάζεται να προσελκύσει
Η έρευνα έδειξε επίσης ότι εάν σε αυτές τις διαδηλώσεις συμμετέχει ενεργά το 3,5% του πληθυσμού, η επιτυχία τους είναι δεδομένη.
«Δεν υπήρξε διαδήλωση που να απέτυχε αν είχαν φτάσει το 3,5% συμμετοχής», λέει η Chenoweth - ένα φαινόμενο που έχει ονομάσει «κανόνα του 3,5%».
Αν και το 3,5% φαντάζει μικρό ποσοστό, αν το αναγάγουμε στον πληθυσμό χωρών, δεν είναι και τόσο μικρό.
Για παράδειγμα, στα 11.000.000 που είναι περίπου ο πληθυσμός της Ελλάδας, το 3,5% είναι 385.000 άτομα. Στη Βρετανία το αντίστοιχο νούμερο θα ανέρχονταν σε 2,3 εκατομμύρια άτομα, ενώ στις ΗΠΑ, θα απαιτούσε τη συμμετοχή 11 εκατομμύρια πολιτών περισσότερους δηλαδή από τον πληθυσμό της Νέας Υόρκης.
Η Chenoweth παραδέχεται ότι αρχικά έμεινε έκπληκτη από τα αποτελέσματά της. Αλλά τώρα αναφέρει πολλούς λόγους γιατί οι μη βίαιες διαμαρτυρίες μπορούν να συγκεντρώσουν τέτοια υψηλά επίπεδα στήριξης. Καταρχήν γιατί προφανώς, οι βίαιες διαμαρτυρίες αποκλείουν εξαρχής ανθρώπους που δεν υποστηρίζουν ή φοβούνται την αιματοχυσία, ενώ η ειρηνική διαδήλωση είναι πιο αποδεκτή ηθικά από περισσότερο κόσμο.
Επίσης, οι μη βίαιες διαμαρτυρίες έχουν λιγότερους φυσικούς φραγμούς στη συμμετοχή. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ιδιαίτερα δυνατός ή υγιείς για να κάνει μια απεργία, ενώ οι βίαιες εξεγέρσεις τείνουν να στηρίζονται άτομα που είναι και σωματικά κατάλληλα για να ανταποκριθούν στην σύγκρουση.
Ένας άλλος λόγος είναι και ότι οι ειρηνικές διαμαρτυρίες είναι γενικά ευκολότερο να συζητηθούν ανοιχτά, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να προσελκύσουν ένα ευρύτερο κοινό. Οι βίαιες από τη άλλη τείνουν να βασίζονται σε πιο μυστικές και υπόγειες συνεννοήσεις και έτσι δεν φτάνουν τόσο εύκολα στον γενικό πληθυσμό.