Επιτέλους, κάποτε πρέπει να μιλήσω για τον πατέρα μου. Που ήταν κλασικό παράδειγμα του Έλληνα, τέκνου της προσφυγιάς, του ταλαιπωρημένου, του ανά τον κόσμο ταξιδεμένου, του τέλειου συζύγου και πατέρα, του πολυταλαντούχου και εφευρετικού, του ουμανιστή. Που έζησε την μεγάλη και κρίσιμη περίοδο της αναγέννησης του έθνους. Τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Πρώτο παγκόσμιο, της μεγάλης αυτής Βενιζελικής περιόδου όταν η Ελλάδα αποκτούσε σιγά-σιγά τα νόμιμα σύνορά της.
Ο Αλέκος Μανθούλης γεννήθηκε στην Κόνιτσα, μεγάλωσε στη Σμύρνη, σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή εκεί, μιλούσε ήδη αγγλικά και γαλλικά εκτός από τα ελληνικά και τα τουρκικά όταν τον συνέλαβαν οι Τούρκοι χωροφύλακες και τον έστειλαν με το ζόρι στον Τουρκικό στρατό να πολεμήσει στο μέτωπο της Παλαιστίνης. Θα καταφέρει να δραπετεύσει. θα βαφτιστεί στον Ιορδάνη Ποταμό και θα σταλεί από τους Άγγλους στην Θεσσαλονίκη. Εκεί θα επιβλέψει το στρατόπεδο των Τούρκων αιχμαλώτων που χειμώνα καιρό έβγαζαν τους σταυρούς από τα νεκροταφεία και τα έβαζαν στις σόμπες για να ζεσταθούν!
Σε συνέχεια ο Κυρ-Αλέκος θα σταλεί στην Κωνσταντινούπολη, ως διερμηνέας στις συμμαχικές περιπόλους. Ήρθε το τέλος των εχθροπραξιών αλλά και η άρνηση των Αγγλογάλλων να παραδώσουν την Κωνσταντινούπολη στους Έλληνες γιατί είχαν άλλα σχέδια, δικά τους, όπως αποδείχτηκε. (Υπενθυμίζω, σε όσους νεότερους το έχουν ξεχάσει, ότι το «εις την Πόλην», που έλεγαν και οι Τούρκοι για την Κωνσταντινούπολη, θα είναι αυτό που θα γίνει ελληνο-τουρκικά «Ις ταν μπούλ»). Δεν είναι σίγουρο ότι σύμπασα η ελληνική νεολαία γνωρίζει λεπτομερώς ή αρκούντως την Ιστορία των παππούδων τους. Και των εν γένει προγόνων τους, όταν ένας μαθητής γράφει προ καιρού στις εξετάσεις για τους «Αθηναίους που νίκησαν τους Τούρκους στην Μάχη του Μαραθώνα»!
Ο Κυρ Αλέκος, αφού δοκίμασε την τύχη του στη Ρουμανία και στην Αργεντινή και δεν άντεξε την νοσταλγία για τα πάτρια χώματα επέστρεψε στην Κομοτηνή (εκεί που γεννήθηκα) να βοηθήσει τον Συμβολαιογράφο πατέρα του. Αλλά μαθαίνει ότι η Μονξ Γιούλεν (ελληνικότερα Ούλεν) άρχισε έργα στον Στρυμόνα και σπεύδει να προσφέρει τις γλωσσικές και τεχνικές του γνώσεις. Σύντομα θα αποκτήσει την σπάνια ειδικότητα του τεχνικού συμβούλου στα γεωργικά μηχανήματα. Σπάνια γιατί ήταν η πρώτη φορά που έγινε στην Ελλάδα –αν δεν κάνω λάθος- εισαγωγή γεωργικών μηχανημάτων (ιδιαίτερα εκσκαφέων). Έκτοτε ο Κυρ Αλέκος έγινε περιζήτητος από κρατικές και ιδιωτικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στο Υπουργείο Γεωργίας (όπου θα με βάλει αργότερα να μάθω αγγλικά και να καταγράφω τα γεωργικά μηχανήματα του περίφημου Σχεδίου Μάρσαλ!).
Πρέπει να πω ότι ο πατέρας μου σε ηλικία 30 ετών έκοψε το κάπνισμα και προσχώρησε στο κίνημα των φυσιολατρών και χορτοφάγων. Που μόλις είχε εμφανιστεί στη χώρα μας (αν σας λένε τίποτα τα ονόματα των ιατρών Πέτρου και Κατσίγρα). Από κει και ύστερα ξεκινάει ένα καινούριο πάθος του Κυρ Αλέκου, η μελέτη των τροφίμων και - όταν τα τρόφιμα αρχίζουν να σπανίζουν με τον Αλβανικό Πόλεμο και να εξαφανίζονται με την Γερμανική Κατοχή - μια καινούρια δραστηριότητα η Βιοτεχνία και τέλος η βιομηχανία ανοίγονται διάπλατα μπροστά στον Κυρ Αλέκο. Θα ξεκινήσει με το ΒΙΤΑΜ (Βιομηχανία Ιδεωδών Τροφών Αλεξάνδρου Μανθούλη). Εγκατέστησε στο σπίτι έναν ειδικό φούρνο και ένα χειροκίνητο μηχάνημα αλέσεως. Έφερνε σιτάρι, το μισοέψηνε και όλα τα μέλη της οικογένειας χειροκινούσαν και άλεθαν το ΒΙΤΑΜ, αυτό που θα γίνει μια εξαίσια τροφή, το πρωϊνό «πόριτζ» που σας δίνουν στα ξενοδοχεία του Λονδίνου! Για όλα αυτά ο Κυρ Αλέκος είχε αποκτήσει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Ευτυχώς. Γιατί, ύστερα από καιρό, εμφανίζεται μια μέρα ένα ΒΙΤΑΜ που αγνοούσε την ύπαρξη του κατατεθημένου τίτλου του πατέρα μου. Και θα το πληρώσει ακριβά. Πάνω στην ώρα: ο ιδιοκτήτης μας μάς έβγαζε από το σπίτι της Κυρίλλου Λουκάρεως και με το ποσό που πήρε ο πατέρας μου από το παράνομο ¨ΒΙΤΑΜ¨ αγόρασε ένα ημιτελές διαμέρισμα στην Κυψέλη. Το οποίο μ ε τον καιρό, χτίσε χτίσε, έγινε αρτιμελές.
Και έρχεται η Κατοχή. Ο Χίτλερ είχε πει στον Μεταξά ότι όταν πάρει την σύνταξή του θα έρθει να ζήσει στην Ελλάδα! Μάλιστα, το είπε. Όμως, οι φίλοι του, οι 200.000 Γερμανοί (και άλλοι τόσοι Ιταλοί, χώρια οι Βούλγαροι) που ήρθαν για διακοπές στην Ελλάδα, στη θέση τον Χίτλερ, έτρωγαν το 15% από τα γεωργικά τρόφιμα της χώρας, ένα 15% πήγαινε στα στρατεύματα του Ρόμελ στην Λιβύη και όλο σχεδόν το υπόλοιπη πήγαινε με τρένο στη Γερμανία. Σχεδόν, γατί ένα 10% παρέμενε ενίοτε, αυτό για το οποίο έδιναν μάχες οι αντάρτες. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν οι 600.000 νεκροί από ασιτία. Είναι ο επίσημος αριθμός. Αν για τον κάθε νεκρό ζητήσουμε ένα εκατομμύριο, κάντε τον πολλαπλασιασμό. (Δύο Αμερικανοί Εβραίοι του Άουσβιτς που εργάστηκαν ως σκλάβοι σ΄ένα αμερικανο-γερμανκό Χαλυβουργείο ζήτησαν 30 Δις για τον καθένα).
Μερικοί γείτονές μας καλλιεργούσαν λάχανα στους κήπους τους. Στην Αθήνα είχαμε και ένα συσσίτιο με τρόφιμα του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού που ναύλωνε ένα τούρκικο καράβι, το περίφημο Κουρτουλούς. Πηγαίναμε οικογενειακώς στην κεντρική Αγορά και μόλις βλέπαμε ουρά τρέχαμε να σταθούμε μήπως και προλάβoυμε κάτι. (Θα δειτε την σκηνή με τον Βέγγο στην ταινία μου Lilly’s Story).
Ο Κυρ Αλέκος έπρεπε κάτι να σκαρφιστεί. Σκαρφίστηκε δυο τροφές.
Άρχισε με το SANS CAFFÉ που γαλλικά σημαίνει ΧΩΡΙΣ ΚΑΦΕ. Και που στα ελληνικά ακούγεται σαν καφές! Ακούστε πώς έγινε. Ανακάλυψε ένα πρατήριο που είχε ένα πιθάρι για να ρίχνονται τα χαλασμένα σύκα, τα «ακατάλληλα προς βρώσιν». Τα έφερνε σπίτι, τρώγαμε όσα δεν ήταν εντελώς χαλασμένα, ύστερα περνούσαν στον φούρνο να απολυμανθούν, μπαίναν στο χειροκίνητο μύλο να κορνιοτοποιηθούν και τέλος στο κουτί με τη μάρκα SANS CAFFE! Δεν χρειάζεται να σας πω πως όταν έφταναν στο μπακάλικο της γειτονιάς σε λιγότερο από 2 λεπτά είχαν πουληθεί (ή ανταλλαχθεί με άλλα τρόφιμα). Η γεύση τους έμοιαζε πράγματι με καφέ. Και δεν είχαν ανάγκη από ζάχαρη. Την ζάχαρη την είχαν δώσει απλόχερα τα… σύκα! Περιττόν να σας πω ότι σε όλο το διάστημα της αμαρτωλής Κατοχής ζάχαρη και καφές δεν ήταν πλέον εισαγόμενα. Εξωτερικό είχε γίνει η Κρήτη!
Ψευδοκαφέδες θα υπήρχαν και στην Ιταλία τον καιρό του πολέμου ως φαίνεται (αν και αποκλείεται από σύκα!). Θυμάμαι την ταινία Generale de la Rovere, στην οποία παίζει έναν ψευδοστρατηγό ο εκπληκτικός Βιτόριο ντε Σύκα, συγνώμη ντε Σίκα! Τον βγάζουν από το κελί οι καλοσυνάτοι φύλακες για να πιούνε -του λένε- έναν καφέ. Ο Ντε Σίκα απορημένος ρωτάει: Καφέ Καφέ;
Αλλά δεν τελειώσαμε με τις βιομηχανίες του πατέρα μου. Αυτή η τελευταία θα είναι πράγματι βιομηχανία. Ο Κυρ Αλέκος έμαθε ότι υπήρχε μια μεγάλη ποσότητα βρόμης σε μια αποθήκη και δεν ήξεραν τι να την κάνουνε. Η βρόμη είχε φυτευθεί στην αποξηραμένη λίμνη Λεσίνι για τις ανάγκες του Ελληνικού Ιππικού. Αλλά οι Γερμανοί ιππικό δεν είχαν! Ήταν όλα μηχανοκίνητα. Και η βρόμη κοιμόταν. Θα την ξυπνήσει ο πατέρας μου! Είπε σε μια εταιρία: «Θα κάνουμε ένα εργοστάσιο, θα περνάει η βρόμη από διάφορα στάδια, θα αποφλοιωθεί, θα περνάει στον φούρνο για να μην κρυώνει, σε ειδική θερμοκρασία βέβαια κα θα βγαίνει έτοιμο Κουάκερ! Όπως ακριβώς το αμερικάνικο». Έτσι και έγινε. Το πουλούσαν σε ένα μόνο μπακάλικο, δίπλα στο θέατρο του Κουν, η ουρά άρχιζε στις 10 το βράδυ και μέχρι τις 9 την άλλη μέρα το πρωί είχε φύγει η σοδειά της ημέρας. Νομίζω πως ο Κουν αγόραζε πότε-πότε ένα κουτί. Περιττόν να σας πω ότι στο σπίτι μας, επί μήνες, τρώγαμε κουάκερ το πρωί, κουάκερ το μεσημέρι, κουάκερ το βράδι… Και επιζήσαμε.
Αυτά ο πατέρας μου.