Δύο απανωτές σεξιστικές επιθέσεις, του προβεβλημένου στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ Παύλου Πολάκη, οδήγησαν στη διαγραφή του από την κοινοβουλευτική ομάδα. Προφανώς, όσοι δεν προσδοκούν – προσώρας; - στις κοινοβουλευτικές του υπηρεσίες συνεχίζουν να προσβλέπουν στις κομματικές. Άλλωστε, το «φαινόμενο Πολάκη» δεν είναι καινούργιο. Έλαβε διαστάσεις χιονοστιβάδας την εποχή της ηγεμονίας του Αλέξη Τσίπρα. Ήταν τόσο μεγάλη η μπάλα του χιονιού που στο τέλος καταπλάκωσε και τον ιστορικό ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ.
Για ποιο λόγο άνθρωποι «προοδευτικοί», «ανοιχτόμυαλοι» και δημοκράτες ανέχονταν να συνυπάρχουν και να συναγελάζονται με τον «αψύ Σφακιανό»; Σε ποιο βαθμό θεωρούσαν ότι υπηρετούσαν το ίδιο όραμα, την ίδια προοπτική; Το φαινόμενο Πολάκη μας υπενθυμίζει διαρκώς το πολιτικό DNA του ΣΥΡΙΖΑ της μνημονιακής περιόδου. Τις «δύο πλατείες» που είχαν ως ελάχιστο κοινό παρανομαστή την πλήρη απαξίωση των πάντων, την ψευδολογία και τη συλλογική ρύπανση του δημοσίου λόγου. Φιλεκδικία και εχθροπάθεια έναντι όσων είχαν άλλη άποψη. Λατρεία και αποδοχή όσων φαντασιώνονταν καταλήψεις των θερινών ανακτόρων και εξόντωση του ταξικού εχθρού. Ενός εχθρού που δύσκολα μπορούσαν να προσδιορίσουν, αλλά ήταν σίγουροι ότι … ζούσε ανάμεσά τους. Κάπως έτσι ο κουτσαβακισμός έγινε ιδεολογία.
Ο πολακισμός ευθύνεται σε μέγιστο βαθμό για την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ. Τούτο δεν έγινε αντιληπτό και ούτε πρόκειται να γίνει στο βαθμό που το συγκεκριμένο κόμμα συνεχίζει να ψαρεύει, ακόμη και σήμερα υπό άλλη ηγεσία, στα θολά νερά του λαϊκισμού. Για ποιο λόγο, άραγε, γοητεύεται από την ποπουλαρίστικη ατζέντα; Για τον απλούστατο λόγο ότι είναι η πιο εύκολη. Η πιο βολική. Δεν χρειάζεται θετική πρόταση, σχέδιο, προγραμματισμός. Το να βρίζεις είναι πιο εύκολο από το να συζητάς και να πείθεις.
Ωστόσο, θα ήταν ελλιπής μια τέτοια προσέγγιση εάν μέναμε σε αυτήν. Δυστυχώς, η Ελληνική κοινωνία έχει κουραστεί. Άλλοι διαψεύστηκαν, άλλοι προδόθηκαν, άλλοι δεν είχαν ποτέ την πολιτική παιδεία να συστρατευτούν στην υλοποίηση ενός εθνικού οράματος. Πολλοί εξ αυτών σταμάτησαν να ασχολούνται με το πολιτικό γίγνεσθαι. Περίπου 3.500.000 συμπολίτες μας σταμάτησαν να προσέρχονται στην κάλπη την τελευταία δεκαπενταετία. Είναι απολύτως εύλογο, λοιπόν, να κάνουν ντόρο οι λίγοι. Αυτοί που ούτως ή άλλως δεν ενδιαφέρονται να αυξηθούν οι κατσίκες σε τούτο τον τόπο, αλλά να ψοφήσουν οι κατσίκες των γειτόνων. Σε τέτοιες πολιτικές προσεγγίσεις πάντοτε βρίσκεται πρόθυμος να ηγηθεί ένας επικίνδυνος γιδοβοσκός. Όσο λιγότερες κατσίκες βοσκούν τόσο καλύτερο για αυτούς που κάνουν φασαρία. Άλλωστε, από (πολιτικό) σανό, άλλο τίποτε σε τούτο τον τόπο …
Του Αργύρη Αργυριάδη
Δικηγόρου