Ο πόλεμος και ο θάνατος αποτελούσαν κυριολεκτικώς την καθημερινότητα του Κολοκοτρώνη καθ’ όλη τη μακρά περίοδο των τριάντα ή τριάντα πέντε χρόνων που μεσολάβησαν από τη μεταβολή του σε άνθρωπο των αρμάτων, στα εφηβικά του χρόνια, μέχρι την ωριμότητα του.
Μια καθημερινότητα οι περιπέτειες της οποίας προσλαμβάνουν κυριολεκτικά μυθικές διαστάσεις, με τόσες εναλλαγές ώστε η ζωή του να συμπυκνώνει παραδειγματικά τη διαδρομή όλων των ενόπλων της προεπαναστατικής περιόδου, από την ανταρσία στην επαναστατική συνειδητοποίηση. Άλλωστε η ίδια του η γέννηση μέσα στα Oρλωφικά έμοιαζε να προδιαγράφει μια χωρίς ταίρι διαδρομή.
Μετά από αναρίθμητες περιπέτειες θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τα λημέρια που γνώριζε κυριολεκτικά πέτρα την πέτρα μετά τον μεγάλο διωγμό των κλεφτών που εξαπέλυσε ο εκσυγχρονιστής σουλτάνος Σελίμ Γ΄, υποχρεώνοντας και τον πατριάρχη να εκδώσει αφοριστικό για τους κλέφτες.
Η Υψηλή Πύλη μπροστά στην προοπτική ενός ακόμα ρωσοτουρκικού πόλεμου (1806-1812) και επιχειρώντας να εξαλείψει όλες τις ένοπλες εστίες στο εσωτερικό της επικράτειας θα ξεκινήσει τον μεγάλο διωγμό των κλεφτών, που για ένα διάστημα έμοιαζε να παράγει αποτελέσματα.
Διαβάζουμε στα Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη:
Εἰς τὰ 1805 πηγαίνω εἰς τὴν Ζάκυνθον. Ὁ Αὐτοκράτορας Ἀλέξανδρος κάμνει πρόσκλησιν διὰ νὰ γραφθοῦν οἱ Ἕλληνες εἰς τὰ στρατεύματα. Κάμνομεν ὅλοι μία ἀναφορά, Σουλιῶται, Ρουμελιῶται καὶ Πελοποννήσιοι, εἰς τὸν Αὐτοκράτορα καὶ τοῦ ζητοῦμεν βοήθειαν διὰ νὰ ἐλευθερώσωμεν τὸν τόπον μας. … Ἦλθε ἡ ἀπάντησις· Ὁμιλῶ μὲ τὸν Ἀρχηγὸν τῶν Ρωσικῶν στρατευμάτων καὶ μὲ λέγει, ὅτι ὁ Αὐτοκράτωρ τὸν διέταξε νὰ παραδεχθεῖ εἰς τὴν δούλευσιν ὅσους θέλουν… νὰ ὑπάγουν νὰ κτυπήσουν τὸν Ναπολέοντα. Τοῦ ἀποκρίνομαι: «Ὅσον διὰ τὸ μέρος μου δὲν ἐμβαίνω εἰς τὴν δούλευσιν. Τί ἔχω νὰ κάμω μὲ τὸν Ναπολέοντα; Ἂν θέλετε ὅμως στρατιώτας, διὰ νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν πατρίδα μας σὲ ὑπόσχομαι καὶ 5 καὶ 10 χιλιάδας στρατιώτας…»...
Οἱ Τοῦρκοι βλέπουν αὐτὰ τὰ κινήματα καὶ γράφουν ἀναφορὰς εἰς τὸν Σουλτάνον, καὶ τοῦ ἐξηγοῦν τὰς ὑποψίας των. Ὁ Σουλτάνος λαμβάνει τὴν ἰδέαν νὰ κόψει τὸν λαόν. Ὁ Πατριάρχης κάμνει παρατηρήσεις καὶ λέγει: «Τί πταίει ὁ λαός; Νὰ σκοτώσωμεν τοὺς πρωταιτίους, τοὺς κακούς». Ἡ ἀναφορὰ τῶν Τούρκων συμφωνεῖ μὲ τὰς πληροφορίας τοῦ Καμπινέτου τῆς Γαλλίας, ὅτι νὰ χαλάσουν τοὺς Καπεταναίους, τοὺς λεγομένους κλέφτας, καὶ τοὺς Καπεταναίους τῶν καραβιῶν, διατὶ μία ἡμέρα ἠμποροῦν νὰ κάμουν ἐπανάστασιν.
Τότε κάμνει ἕνα φερμάνι ὁ Σουλτάνος… Ἀφοριστικὸ ἔρχεται τοῦ Πατριάρχου…, καὶ ἔτζι ἐκινήθηκεν ὅλη ἡ Πελοπόννησος, Τοῦρκοι καὶ Ρωμαῖοι, κατὰ τῶν Κολοκοτρωναίων… Ὁ Πετιμεζᾶς, ὁ Γιαννιᾶς καὶ ὁ Ζαχαριᾶς ἦτον χαϊμένοι πρωτύτερα… Ἐμάζωξα ὅλους ἕως 150 καὶ τοὺς εἶπα νὰ ἀναχωρήσωμεν νὰ πᾶμε εἰς τὴν Ζάκυνθον. Αὐτοὶ ἀφοῦ ἤκουσαν ὅτι οἱ Ροῦσοι εἶχαν πάρει ὅλους τοὺς Ἕλληνας καὶ τοὺς ἐπῆγαν εἰς τὴν Νεάπολη, μὲ ἀπεκρίθηκαν ὅλοι μὲ ἕνα στόμα, ὅτι «ἡμεῖς δὲν πηγαίνομεν εἰς τὴν Φραγκιὰ καὶ θέλομε ν᾿ ἀποθάνωμεν ἐπάνω εἰς τὴν πατρίδα μας». Ὁ ἀδελφός μου ὁ Γιάννης μὲ εἶπε ὅτι: «θέλω νὰ μὲ φάγουν τὰ ὄρνεα τοῦ τόπου μας». Τοὺς ἔδωκα ἄλλη μία γνώμη, νὰ χωρισθοῦμε εἰς μπουλούκια ἀπὸ 5, ἀπὸ 6,… ὅσον νὰ λυώσουν τὰ χιόνια… Αὐτοὶ δὲν ἄκουσαν καὶ ἔτζι ἐκηρυχθήκαμεν μὲ τὴν σημαίαν ἀνοικτὴν εἰς ὅλας τὰς δυνάμεις τοῦ Μορέως.
- Ἡ σημαία εἶχε ἕνα Χ, εἶχε καὶ ἄστρα καὶ φεγγάρι. - Τοὺς Κοτζαμπασῆδες τοῦ Μορέως τοὺς εἶχαν ἐνέχυρον εἰς τὴν Τριπολιτζά. Τοὺς φίλους μας… τοὺς εἶχεν ὁ Ἀντωνόμπεης ἐξορίσει εἰς τὴν Ζάκυνθον, καὶ δὲν εἴχαμεν πλέον καταφύγιον εἰς τὴν Μάνη. Καὶ τὰ βουνὰ ἦταν γεμᾶτα χιόνια καὶ δὲν ἠμπορούσαμε νὰ πᾶμε, ἀμὴ 30 ἐχωρίσθηκαν κατὰ τὰ Πηγάδια καὶ οἱ ἄλλοι ἀνοίξαμεν μπαϊράκι καὶ ἐτραβήξαμεν κατὰ τὸν Ἅγιον Πέτρο. Ἐστείλαμεν εἰς τὰ Βέρβενα νὰ μᾶς στείλει ψωμὶ καὶ ζωοτροφίας, καὶ αὐτοὶ μᾶς ἀποκρίθησαν: «Ἔχομε βόλια καὶ μπαρούτι …
Ἐστείλαμεν εἰς τοὺς φίλους μας διὰ νὰ εὕρουν καΐκια τὰ ἔχουν ἐμποδισμένα ὅλα, διὰ νὰ μὴν περάσωμεν εἰς τὴν Ζάκυνθον. Ἐγυρίσαμεν τότε εἰς τὰ Μεσόγεια τῆς Πελοποννήσου. Μᾶς ἐπῆραν ἀπὸ κοντὰ οἱ Τοῦρκοι, ἐπαίρναμε ψωμὶ ἁρπακτά. Εἰς τοῦ Ψάρη μᾶς ἔφθασαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἐπολεμήσαμεν ὅλην τὴν ἡμέραν. Οἱ συντρόφοι μου ἄρχισαν νὰ φεύγουν… ὅλες τὲς ἡμέρες ἐπολεμούσανε καὶ τὴν νύκτα ἐπεριπατούσανε· ἐμείναμε 60. Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπήγαμεν εἰς τὸ Λεοντάρι ἀποπάνου, καὶ μᾶς εὕρηκαν πάλιν ἀπὸ ἐκεῖ. Ἐφύγαμεν διὰ τὰ Σαμπάζικα, εὑρήκαμεν ἐκεῖ μία τετρακοσαριὰ Τούρκους, ἐνῶ ἐνομίζαμε ὅτι δὲν θὰ εὕρομε.
.. Ἐσώσαμε τὰ φουσέκια, τὸ ψωμὶ ὀλίγο… Καὶ ἔτζι ἐχωρισθήκαμε, λέγοντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον: «Καλὴ ἀντάμωση εἰς τὸν Κόσμον τὸν ἄλλον». Ἐκράτησα μόνον 19 συγγενεῖς μου καὶ ἕνα Καπετὰν Γιῶργο, ὁποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ ὑπάγει. Εἰς 15 ἡμέρες δὲν ἔμεινε κανένας ἀπὸ ἐκείνους ὁποὺ ἐχώρισαν ἀπὸ ἐμένα. Ἀπὸ τοὺς 19, δυό μου πρῶτα ἐξαδέλφια, μὴν ἠμπορώντας πλέον νὰ βαστάξουν τὴν πείναν καὶ τοὺς κόπους (ἀποστασίλα) ἐκρύφθησαν, καὶ εἰς ὀλίγας ἡμέρας τοὺς εὑρήκανε καὶ τοὺς ἐσκότωσαν καὶ ἐμείναμε 17. …
… ἐπήγαμε εἰς τὸ Βαλτέτζι ἀποπάνω νὰ λημεριάσομε. Οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ μᾶς ἐγνώρισαν καὶ εὐθὺς ἔδωκαν παντοῦ τὴν εἴδησιν, ὅτι: «ἐδῶθε πάγει ὁ Κολοκοτρώνης», καὶ μᾶς ἐπῆραν κυνηγώντας.
Τὸ δειλινὸ ἐφύγαμε καὶ ἔστρεψα κατὰ τὴν Καρύταινα, καὶ διὰ νὰ μὴν γνωρίσουν τὸν τορό, ἀπὸ πέτρα εἰς πέτρα ἐπήγαμεν εἰς μίαν στάνη, καὶ μᾶς εἶπαν πὼς ἦτον γεμάτη Τοῦρκοι… Ὁ Ἀντώνιος ὁ Κολοκοτρώνης μὲ ἄλλον ἕνα ἐκρύφθηκε εἰς τοὺς συγγενεῖς μας· τὸν Δημητράκη Κολοκοτρώνη μὲ ἄλλους τρεῖς νὰ πᾶνε νὰ κρυφθοῦν εἰς τὴν Βυτίνα, καὶ τὸν ἀδελφόν μου Γιάννη μὲ ἄλλους 4 νὰ ὑπάγει ἀποκάτω εἰς τὴν Δημητζάνα... Ὁ Ἀντώνης ἐγλύτωσε καὶ σώζεται ἕως τὴν σήμερον… Τοῦ Δημητράκη τοῦ ἔκοψαν τὸ κεφάλι καὶ τὸ χέρι, τὸ παρρησίασαν ὡς δικό μου, ἐπειδὴ εἶχε γράμματα. Ὁ Γιάννης… ἐπῆγε εἰς τοὺς Αἰμυαλούς, μοναστήρι, τοῦ ἔδωκε ἕνας καλόγερος φαγὶ καὶ ἔπειτα ἐπῆγε, ἔδωσε εἴδησιν εἰς τοὺς Τούρκους, ἐπῆγαν, τὸν πολιόρκησαν εἰς τὸν ληνὸν καὶ τὸν ἐσκότωσαν.
… Ἐνῶ ἐπήγαινε αὐτὸς νὰ τοὺς μιλήσει, ἐγὼ μὲ τοὺς ἄλλους 4 ἐπῆρα τὸ βουνό, καὶ μᾶς ἐκυνήγησαν ὅλην τὴν ἡμέραν… Ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἐσκότωσαν τὸν ἀδελφόν μου…Εὐθὺς ἐκατάλαβα, ὅτι τοὺς ἐσκότωσαν, ἀφοῦ ἤκουσα τὲς μπαταριές, τὸ σημεῖον τῆς χαρᾶς των. Ἐτράβηξα λοιπὸν διὰ τὴν Λιοδώρα εἰς τὸν γέρο - Κόλια καὶ Δημήτρην γαμβρόν μου…. Οἱ Τοῦρκοι τοῦ ἔδωκαν μία διαταγὴ εἰς τοὺς Ψαραίους, Παλουμπαίους καὶ τὰ λοιπὰ χωριὰ ὅτι, ἂν σκοτώσετε τὸν Κολοκοτρώνη, νὰ εἶναι τὰ χωριὰ σας τόσους χρόνους ἀσύδοτα, καὶ ἂν δὲν τὸν σκοτώσετε, ἀπὸ 7 χρόνους καὶ ἐπάνου θέλει τοὺς περάσωμεν ὅλους ἀπὸ τὸ σπαθί. …
Ἐπήγαμεν εἰς τοῦ Χρυσοβίτζι, Καλύβια, ἐσφάξαμε ἕνα ἀρνί, ἐκεῖ μᾶς ἐπρόδωσαν. Ἐπήγαμεν ἔπειτα εἰς τοὺς Ἀραχαμίτες, εὑρήκαμε τοὺς Τούρκους, ἐφύγαμε, ἐπήγαμε εἰς τὸ Μοναστήρι τῆς Καλτεζιᾶς, βροντοῦμε τὴν πόρτα καὶ μέσα ἦταν 200 Τοῦρκοι… Ἀπὸ τὴν Σέλιτζα ἐπήγαμε εἰς τὴν Μεγάλην Καστανίτζαν, στοῦ καπετὰν Κωνσταντῆ Δουράκη, ὁποὺ ἦτον ἐμπιστευμένος μου… καὶ τὸν εἶχα συμπέθερο... Ἐκάθησα κρυμμένος ἕνα μήνα... Ἦλθε ἕνας Νικήτας ἀπὸ τοῦ Τουρκολέκα καὶ μὲ ηὗρε μὲ μία εἰκοσιπενταριά, καὶ τοῦ εἶπα: «Νὰ εὑροῦμε καΐκι καὶ ν᾿ ἀπεράσομε εἰς τὴν Ζάκυνθο». Αὐτὸς ἐνόμιζε, ὅτι δὲν εἶναι πλέον φόβος διὰ νὰ ὑπάγει εἰς τὸ μεσόγειον τοῦ Μορέως, καὶ ἐγύρισε ὀπίσω. Οἱ Τοῦρκοι τοὺς ἐσκότωσαν ὅλους, μόνον ἕνας ἐπιάσθη ζωντανός, ὁ ὁποῖος ἐπῆγεν εἰς τὴν Τριπολιτζάν. Τὸν ἐζήτησε ἐκεῖ ὁ Πασὰς: ἂν ἐσκοτώθηκαν ὅλοι, καὶ αὐτὸς τοῦ ἀπεκρίθη ὅτι ὅλοι ἐχάθηκαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεοδωράκη τὸν Κολοκοτρώνη. Τότε ὁ Πασὰς ἐθύμωσε καὶ ἔκοψε καμπόσους Τούρκους καὶ Ρωμαίους, ὁποὺ ἐβεβαίωναν, ὅτι ὁ Θεοδωράκης ἦτον χαμένος.
Oι Τούρκοι μετά τον θάνατο του Ζαχαριά και όλων των άλλων πρωτοκλεφτών της Πελοπονήσου θεωρούσαν πως θα έπρεπε να ολοκληρώσουν το ξερίζωμα της κλεφτουριάς με την εξόντωση του τελευταίου μεγάλου κλέφτη και δυνητικού ηγέτη του όποιου μελλοντικού ξεσηκωμού.
Ο πασάς έστειλε τον Αναγνώστη Παπάζογλου στον μπέη της Μάνης, προσφέροντάς του πενήντα χιλιάδες γρόσια για να του παραδώσει τον Κολοκοτρώνη.
Ο τότε Μπέης της Μάνης, ο «Αντωνόμπεης», συνεργάστηκε με τον Δουράκη, συμπέθερο του Κολοκοτρώνη (η κόρη του ήταν αρραβωνιασμένη με τον γιο του Δουράκη) και τον ηγούμενο του Μοναστηριού της Παναγίας, όπου κρυβόταν ο Κολοκοτρώνης, για να τον παγιδεύσουν, καλώντας δήθεν σε συνάντηση μαζί του, ή σε περίπτωση που την απέφευγε να τον δηλητηριάσουν.
Όμως, η συμπεθέρα του Θοδωράκη, η σύζυγος του Δουράκη, αλλά και ο ίδιος ο αδελφός του, που ήταν αντίθετοι στη συνωμοσία του ηγουμένου με τον Δουράκη έκαναν τα πάντα ώστε να αποφύγει την παγίδα και να διαφύγει.
Αρχικώς, ο Κολοκοτρώνης, ειδοποιημένος, αρνήθηκε να συναντήσει τον Μπέη, και τότε ο Δουράκης προσπάθησε να τον δηλητηριάσει βάζοντας αφιόνι στο κρασί του.
Όμως η γυναίκα τού Δουράκη του έκανε νόημα να μην το πιει, ο δε Κολοκοτρώνης παραμέρισε με δύναμη την κανάτα, η οποία κομματιάστηκε στο έδαφος , λέγοντας: «Τι θέλω εγώ τώρα το κρασί. Εγώ θέλω να φύγω!». Με τη βοήθεια του αδελφού του Δουράκη έφυγε τη νύχτα για την Καστανίτσα, και αφού πέρασε από τα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα κατέληξε στη Ζάκυνθο όπου και εγκαταστάθηκε:
Ἀφοῦ τὸ ἔμαθεν ὁ Πασάς, ὅτι ἐγὼ ζῶ ἀκόμη καὶ εἶμαι εἰς τὴν Μάνη ἔστειλε τὸν Παπάζογλου ἀπὸ τὸν Ἅγιον Πέτρο μὲ 50.000 γρόσια εἰς τὸν Μπέη τῆς Μάνης... ἔκραξε τὸν Καπετὰν Κωνσταντή Δουράκη εἰς τὲς Κυτριές. Ἐκεῖ τοῦ εἶπε ὁ Μπέης:
«Σοῦ δίδω τόσες χιλιάδες διὰ νὰ δώσεις τὸν Κολοκοτρώνη»… Ὁ Δουράκης, σὰν εἶδε τὰ γρόσια, ἔστρεξε νὰ μὲ παραδώσει. Οἱ Μανιᾶται λησμονοῦν ὅλα διὰ τὰ γρόσια… Τοῦ ἡγούμενου τοῦ ὑποσχέθηκαν νὰ τὸν κάμουν Δεσπότη… Τὸ βράδυ ἦλθε ὁ συμπέθερός μου μὲ τὸν ἀδελφόν του, δύο συγγενεῖς του, καὶ μοῦ ἔδωκε τὸ γράμμα τοῦ Μπέη (για να πάει να τον συναντήσει και αυτός να τον παραδώσει στον πασά).
Ὁ ἀδελφός του (Δουράκη) ὑποπτεύθηκε, καὶ δὲν ἦτον μὲ τὴν γνώμην του… μοῦ ἔκαμε νόημα νὰ εἶμαι προσεκτικός… Τὸ γράμμα τὸ ἔδωκα εἰς τὸν Δουράκη. Αὐτὸς τὸ ἐπῆρε τὸ γράμμα, τὸ ἄνοιξε, καὶ εἶδε ὅτι δὲν ἤθελα νὰ ὑπάγω, καὶ τότε ἀποφάσισε νὰ βάλει εἰς τὸ κρασὶ ἀφιόνι…Ἕνας ἄνθρωπός μου ἤκουσε τὴν γυναίκα τοῦ Δουράκη νὰ τοῦ λέγει τοῦ ἀνδρός της: «Τί εἶναι αὐτὸ ὁποὺ θὰ κάμεις, δὲν ἐνθυμᾶσαι τὰ καλὰ τοῦ Θεοδωράκη;»… Ἐπῆγε μέσα, μὲ ἐπρόσφερε τὸ κρασί· ἐγώ, μὲ ἔδωσεν εἴδησιν ὁ ἄνθρωπός μου, καί, ὅταν μοῦ ἔφερε τὸ κρασί, ἐγὼ ἐκλώτζισα τὸ κανάτι ὁποὺ εἶχε τὸ κρασί, καὶ τὸ ἔχυσα, καὶ τοῦ εἶπα: «Τί θέλω ἐγὼ τώρα κρασί», καὶ τοῦ εἶπα καὶ ὅτι θὰ φύγω…. Ὁ ἀδελφός του… ἐμπόδισε τὰ σκυλιὰ νὰ φωνάξουν, καὶ ἐφύγαμε..
… Ἐπήγαμε, τέλος πάντων, εἰς τὸ Τζηρίγο μὲ μιὰ μεγάλη φουρτούνα καὶ ἀράξαμε εἰς ἕνα χωριό, Ποταμὸ λεγόμενον. …
… Αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ζωῆς ὁποὺ ἐκάμναμε μᾶς βοήθησε πολὺ εἰς τὴν ἐπανάσταση, διότι ἠξεύραμεν τὰ κατατόπια, τοὺς δρόμους, τὰς θέσεις, τοὺς ἀνθρώπους. Ἐσυνηθίσαμεν νὰ καταφρονοῦμεν τοὺς Τούρκους, νὰ ὑποφέρομεν τὴν πείναν, τὴν δίψαν, τὴν κακοπάθειαν, τὴν λέρα, καὶ καθεξῆς.