Η νέα στρατηγική αφετηρία που αναδείχθηκε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν προέκυψε ξαφνικά. Εκκολάφθηκε κατά την διάρκεια των τριών δεκαετιών της Μεταψυχροπολεμικής ιστορικής φάσης μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Ο όρος «πόλεμος», ορθότερα και πιο περιεκτικά, δεν είναι μόνο η ένοπλη σύρραξη. Είναι μια μεγάλη αλυσίδα με πολλούς κρίκους που αρχίζει από τις προθέσεις τους εξοπλισμούς, την ανάπτυξη δυνάμεων, την διπλωματία και τον στρατηγικό σχεδιασμό που συμπλέκει βραχυχρόνιους, μεσοπρόθεσμούς και μακροχρόνιους στρατηγικούς σκοπούς. Η ένοπλη σύρραξη δεν είναι παρά μόνο ο τελευταίος κρίκος. Εάν κάτι άλλαξε όσον αφορά την ηγεμονική διαπάλη του 20ου αιώνα, είναι ότι, μετά την κρίση της Κούβας το 1963 συνειδητοποιήθηκε ο κίνδυνος πυρηνικού ολοκαυτώματος.
Εξ ου και με μυστικά τότε πρωτόκολλα όταν υπογράφτηκαν οι συμφωνίες SALT/ABM το 1973, οι τότε δύο υπερδυνάμεις δεσμεύτηκαν να μην βρεθούν η μια απέναντι στην άλλη ακόμη και σε συμβατικό πόλεμο καθότι θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε πυρηνικό πόλεμο. Το δόγμα ήταν MAD (mutual assured destruction – βεβαιωμένη αμοιβαία καταστροφή), δηλαδή περιορισμό των αριθμών των διηπειρωτικών πυραύλων και ένα μόνο μικρό αριθμό αντιβαλλιστικών πυραύλων ούτως ώστε να υπάρχει αποτροπή μιας επίθεσης που θα προκαλούσε αντεπίθεση και καταστροφή αμφοτέρων.
Ο πόλεμος μεταξύ των υπερδυνάμεων για την πλανητική κατανομή ισχύος και συμφερόντων διεξαγόταν και συνεχίζει να διεξάγεται στις περιφέρειες και εις βάρος λιγότερο ισχυρών κρατών. Αυτό το καταμαρτυρούμενο γεγονός ενέχει συνέπειες βαθύτατων προεκτάσεων για τα κράτη των περιφερειών, ιδιαίτερα εάν συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι εντός του ώριμου πλέον πολυπολικού διεθνούς συστήματος πολλών ηγεμονικών δυνάμεων κατόχων πυρηνικής ισχύος, η διαπάλη για ισχύ και πόρους θα διεξάγεται πρωτίστως στις περιφέρειες του πλανήτη.
Ανάγκη κατανόησης της πολυπολικότητας και άλλων μακροχρόνιων τάσεων
Υπό το πιο πάνω ευρύτερο πρίσμα οι εκτιμήσεις για τις προβολές τάσεων το 2023 έχουν νόημα μόνο εάν συνεκτιμούν τα νέα δεδομένα που πυροδότησε ο πόλεμος της Ουκρανίας. Στο επίπεδο των ηγεμονικών δυνάμεων του πολυπολικού πλέον διεθνούς συστήματος καταμαρτυρούνται ήδη στρατηγικές ανακατατάξεις οι οποίες σημαίνουν ότι ο κόσμος εισήλθε σε μια μεταβατική φάση πολλών ετών εάν όχι και πολλών δεκαετιών.
Η στρατηγική κάθε κράτους, κατά συνέπεια, απαιτείται να συνεκτιμά επαρκώς το γεγονός ότι η σταθεροποίηση νέων πλανητικών στρατηγικών ισορροπιών δεν επίκειται στο ορατό μέλλον. Για αυτούς και πολλούς άλλους λόγους οι κοινωνίες και οι πολιτικές εξουσίες όσων κρατών θέλουν να αποφύγουν ζημιές και βλάβες, έχουν συμφέρον να συνεκτιμήσουν σωστά και ορθολογιστικά τα εξής:
Την σημασία του κράτους ως θεσμού αυτεξούσιου συλλογικού βίου, ευημερίας και ασφάλειας.
Τον πραγματικό χαρακτήρα της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής και του τρόπου που εξελίσσεται εντός ενός πολυπολικού κόσμου που θα καθιστά την εφαρμογή των προνοιών του διεθνούς δικαίου πιο δύσκολη.
Την σημασία προσδιορισμού ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων στην βάση των οποίων χαράσσεται εθνική στρατηγική.
Την σημασία ισόρροπων και συμμετρικών σχέσεων με άλλα κράτη και κυρίως τα ισχυρά με τα οποία θα πρέπει αδιάλειπτα να διεξάγονται εξεζητημένες συναλλαγές.
Την σημασία της ισχύος για την εθνική ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Επικράτειας. Μεταξύ άλλων, αυτό σημαίνει επαρκείς οικείους συντελεστές ισχύος και συμμαχικές εξισορροπήσεις που απαιτείται να συνεκτιμούν το γεγονός, όμως, ότι οι συμμαχικές συγκλίσεις είναι πάντα ρευστές και εύθραυστες.
Διαχρονικά αίτια πολέμου, παθογένειες και αδιέξοδα
Εντός ενός κράτους προϋπόθεση για τα πιο πάνω είναι να κυριαρχούν ορθές και ορθολογιστικές εκτιμήσεις για την διεθνή πολιτική οι οποίες στερούνται ουτοπισμών, ευχολογίων και ανυπόστατων εσχατολογικών οικουμενισμών. Κυριαρχία επίσης επαρκούς γνώσης για τα πάγια διαχρονικά χαρακτηριστικά των ηγεμονικών συγκρούσεων, κάτι ως προς το οποίο ο πόλεμος της Ουκρανίας καταμαρτύρησε μεγάλα ελλείμματα. Επιπλέον, επαρκούς γνώσης 1ον) για τα αίτια πολέμου τα οποία είναι βασικά τα ίδια εντός κάθε κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος κάθε εποχής και 2ον) για τις βαθύτερες παθογένειες και αδιέξοδα του σύγχρονου κρατοκεντρισμού.
Όσον αφορά το πρώτο, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε μερικά αίτια πολέμου τα οποία εντός κάθε κρατοκεντρικού συστήματος παρεμβάλλονται μεταξύ του του διεθνούς δικαίου και της εφαρμογής του:
- Η άνιση ανάπτυξη που εκκολάπτει διλήμματα ασφαλείας
τα οποία δυναμώνουν από γεγονότα που τα θρέφουν.
Οι ανά πάσα στιγμή ανακατανομές ισχύος οι οποίες σε συνδυασμό με την εγγενή τάση άνισης ανάπτυξης εκκολάπτουν τόσο νέα διλήμματα ασφαλείας όσο και ηγεμονικές συμπεριφορές.
- Εντός του σύγχρονου διεθνούς κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος πολύ σημαντικά αίτια πολέμου είναι οι αναθεωρητικές αξιώσεις οι οποίες απορρέουν από δομές που δημιούργησαν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις στο πλαίσιο στρατηγικών διαίρει και βασίλευε.
Μια ακόμη σημαντική πηγή αιτιών πολέμου και αστάθειας εντός του σύγχρονου κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος είναι το γεγονός ότι, ταυτόχρονα με την δημιουργία δύο εκατοντάδων κρατών και του ΟΗΕ που καθιέρωσε την κρατική κυριαρχία ως καθεστώς, παραδόξως γιγαντώθηκαν εσχατολογικά ιδεολογικά δόγματα μετακρατικών προδιαγραφών. Θρέφουν ανορθολογικές παραδοχές περί ενός ανθρωπολογικά εξομοιωμένου και πολιτικά εξισωμένου πλανήτη (M. Wight). Είναι βέβαια ζήτημα στοιχειώδους πολιτικού και στρατηγικού ορθολογισμού να γνωρίζουν όλοι -ή τουλάχιστον οι περισσότεροι- ότι διαχρονικά οι οικουμενισμοί όλων των εποχών και όλων των εκδοχών αποτελούσαν μεταμφίεση των ηγεμονικών αξιώσεων κάθε ιστορικής συγκυρίας (E.H.Carr).
- Εάν σταθούμε στην Μεταψυχροπολεμική εποχή ουκ ολίγοι πίστεψαν ότι ήδη έχουμε ή ότι επέρχεται πολύ σύντομα ένας υπερεθνικά δομημένος κόσμος τον οποίο θα δημιουργούσαν οι ισοπεδωτικοί «ανθρωπιστικοί βομβαρδισμοί» και οι συνοδευτικές εκδοχές μηδενιστικών παραδοχών (βασικά στρατηγικές “soft power”) που κήρυτταν ή συνεχίζουν να κηρύττουν θέσεις περί ενός μυστήριου εξομοιωμένου πλανήτη ο οποίος θα προκύψει με την αποδυνάμωση ή και την εκμηδένιση των κρατών, των εθνικών πολιτισμών, των πολιτισμικών παραδόσεων και της ιστορικής μνήμης.
- Μια ακόμη σύγχρονη πηγή αιτών πολέμου και αιτιών πολιτικού ανορθολογισμού είναι η εν πολλοίς κοινωνικοπολιτικά (ή και διακρατικά) ανεξέλεγκτη διεθνική ιδιωτεία. Μεταξύ άλλων, τρομοκράτες, λαθρέμποροι, κερδοσκόποι, πλανητικής εμβέλειας επικοινωνιακά δίκτυα και κάθε φαινόμενο το οποίο εν μέρει ή πλήρως στερείται κοινωνικοπολιτικούς και διακρατικούς ελέγχους και θεσπίσεις.
Παθογένειες, αδιέξοδα, διέξοδοι
Το δεύτερο ζήτημα που όπως αναφέρθηκε θεωρείται μείζονος σημασίας τις επόμενες δεκαετίες αφορά αδιέξοδα που καθηλώνουν κάθε προσπάθεια αποτελεσματικής διεθνούς διακυβέρνησης και παθογένειες οι οποίες κατά την διάρκεια των τελευταίων αιώνων αναπτύχθηκαν στα θεμέλια του σύγχρονου κρατοκεντρικού συστήματος. Οι εγγενείς παθογένειες που δημιούργησαν οι εξαιρετικά αντιθετικοί και αντιφατικοί μετά-Μεσαιωνικοί χρόνοι ρίζωσαν στα θεμέλια του σύγχρονου διεθνούς συστήματος το οποίο, αφενός, είναι πλανητικής εμβέλειας, και αφετέρου, συμπεριλαμβάνει δύο εκατοντάδες κράτη διαφορετικού μεγέθους, διαφορετικής πολιτισμικής ιδιοσυστασίας, διαφορετικής ισχύος και διαφορετικής ανάπτυξης. [Το ζήτημα των εγγενών παθογενειών και αδιεξόδων, σημειώνεται, είναι κύριο αντικείμενο ανάλυσης σε εκτενή μονογραφία που δημοσιεύεται από τον υποφαινόμενο πολύ σύντομα: «Εθνοκρατοκεντρικό διεθνές σύστημα τον 21ο αιώνα. Παθογένειες, αδιέξοδα, αίτια, πολιτικός στοχασμός»].
Πολύ συνοπτικά, οι εγγενείς παθογένειες και τα αδιέξοδα που δημιούργησαν είναι πλέον τόσο βαθιά που λογικά οδηγούν ή έπρεπε να οδηγούν σε προβληματισμό για πιθανές διεξόδους με όρους πολιτικού και στρατηγικού ορθολογισμού στις οποίες θα γίνει αναφορά στην συνέχεια. Ο πόλεμος της Ουκρανίας το καταμαρτύρησε αλλά οι αναλύσεις και οι πολιτικές θέσεις συνεχίζουν την πεπατημένη στείρων και κυριολεκτικά άνευ σημασίας αντιπαραθέσεων. Ένα αίτιο είναι η κοντόφθαλμη θέαση των ανυπόστατων εσχατολογιών των δύο τελευταίων αιώνων οι οποίες κυριάρχησαν στον πολιτικό στοχασμό και στον πολιτικό λόγο και στέρησαν τον πολιτικό στοχασμό και την πολιτική πράξη από την πολύτιμη γνώση που προσφέρουν οι κοσμοϊστορικές διαδρομές πριν τους Νέους Χρόνους.
Σε ένα σύντομο κείμενο όπως το παρόν θα μπορούσε να γίνει αναφορά σε δύο μόνο διαστάσεις: Στα βαθύτερα διαμορφωτικά αίτια των παθογενειών και στους βάσιμους κρατοκεντρικά διατυπωμένους όρους πιθανών μετακρατοκεντρικών διεξόδων.
Καθώς αναπόδραστα θα εντείνονται και θα οξύνονται οι ηγεμονικές αντιμαχίες απαιτείται θέαση της μεγάλης κοσμοϊστορικής εικόνας στην οποία όλα εντάσσονται. Δεν είχαμε παρθενογένεση του σύγχρονου κόσμου επειδή έτσι συχνά υποστηρίζει ο εσχατολογικά προσανατολισμένος και ιδεολογικά πλημμυρισμένος «πολιτικός» στοχασμός. Η αφετηρία της «πολιτικής εποχής» αρχίζει πριν πέντε περίπου χιλιετίες όταν ο κόσμος εξήλθε της βάρβαρης προ-πολιτικής εποχής και όταν οι συλλογικότητες άρχισαν να οργανώνονται, αρχικά «πολιτικά» πρωτόλεια.
Ακολούθησε η προκλασική και κλασική εποχή όταν όχι μόνο όλα εξελίχθηκαν ανθρωποκεντρικά, αλλά επιπλέον, εντός των Πόλεων επιτεύχθηκαν υψηλές δημοκρατικές βαθμίδες στην κλίμακα ατομική ελευθερία, κοινωνική ελευθερία και πολιτική ελευθερία. Κάτι που ελάχιστα συζητείται ακόμη και από κορυφαίους διεθνολόγους της Θουκυδίδειας παράδοσης, είναι ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος κατέδειξε αυτά τα αδιέξοδα και οδήγησε σε μετακρατοκεντρικούς προσανατολισμούς.
Τονίζεται, μετακρατοκεντρικούς και όχι μετακρατικούς όπως κηρύττουν όλοι οι σύγχρονοι εσχατολογικοί οικουμενισμοί: Μέσα σε μια δημοκρατικά οργανωμένη μετακρατοκεντρική δομή οι πόλεις-κράτη διατηρούν την αυτονομία τους και την αυτεξούσια πολιτική τους θέσπιση και με αντιπροσώπους λαμβάνουν αποφάσεις που αφορούν κοινές ανάγκες, κοινά συμφέροντα και κοινούς κινδύνους. Η πολιτική εξουσία τόσο εντός των πόλεων-κρατών όσο και μετακρατοκεντρικά είναι εντολοδόχος και όχι εντολέας. Παρά το γεγονός ότι τους πρώτους μετά-Μεσαιωνικούς χρόνους υπήρξε πληθώρα θολών οικουμενισμών και μάλιστα από γνωστούς και σημαντικούς στοχαστές (βλ. Wight), ο προσανατολισμός του κόσμου τους Νέους Χρόνους δεν ήταν μετακρατοκεντρικός. Συντομεύουμε αναφέροντας μερικά κοσμοϊστορικά γεγονότα κατά τα άλλα πασίγνωστα αλλά ελάχιστα προσεγμένα εντός της σύγχρονης ιδεολογικά κυριαρχημένης πολιτικής σκέψης.
Κατ’ αρχάς, ο πρόωρος θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η Ρωμαϊκή κατάκτηση καθυστέρησε τις μετακρατοκεντρικές τάσεις που εκκολάπτονταν εντός του κλασικού συστήματος. Μετά από αιώνες οι μετακρατοκεντρικές λογικές ενσαρκώθηκαν εντός της χιλιετούς Βυζαντινής κοσμοπολιτείας όπου οι ανθρωποκεντρικά προσανατολισμένες και δημοκρατικά οργανωμένες πόλεις διαμέσου των αντιπροσώπων τους στην Σύγκλητο των Πόλεων ήταν οι εντολείς του ανακλητού Βασιλέα των Πόλεων. Τουτέστιν, επί μια χιλιετία δημοκρατία υψηλοτάτων βαθμίδων σε όλα τα επίπεδα.
Ενώ κατά την εκτίμησή μας θα αποτελούσε μεγάλη αυταπάτη η προσδοκία δημιουργίας ενός νέου Βυζαντίου το ορατό μέλλον, παραμένει το κύριο ιστορικό παράδειγμα άντλησης λογικών και πρακτικών προσεγγίσεων που προσανατολίζουν προς μετακρατοκεντρικές προσεγγίσεις οι οποίες αφορούν κοινά συμφέροντα, κοινούς κινδύνους και κοινές ανάγκες.
Εάν όπως εδώ υποστηρίζεται οι μετακρατοκεντρικές λογικές και οι μετακρατοκεντρικές αφετηρίες είναι η μόνη προσέγγιση στα επικίνδυνα αδιέξοδα του σύγχρονου πολυπολικού κρατοκεντρισμού, λογικό είναι να επισημανθεί πως εάν η σύγχρονη Ελληνική πολιτική σκέψη είχε εντρυφήσει βαθύτερα στις διαδρομές του οικουμενικών προδιαγραφών ανθρωποκεντρικού πολιτικού πολιτισμού της Ελληνικότητας θα μπορούσε να υποκινήσει την εκκόλαψη τέτοιων προβληματισμών εντός του σύγχρονου διακρατικού συστήματος.
Βέβαια, χρήζει να τονιστεί ότι οι οποιεσδήποτε συγκεκριμένες νέες θεσμικές δομές και συγκεκριμένες αποφάσεις δεν είναι υπόθεση των αναλυτών αλλά των ίδιων των κρατών εντός των διεθνών θεσμών ή σε διεθνείς διασκέψεις και διαβουλεύσεις.
Για να κατανοηθούν πληρέστερα αυτά τα ζητήματα και πριν γίνει με πιο συγκεκριμένο τρόπο αναφορά σε ανάγκες, κοινούς κινδύνους και κοινά συμφέροντα, μπορούμε να κάνουμε μια πολύ σύντομη αναδρομή σε μερικές μετά-Μεσαιωνικές διαδρομές που λογικά έπρεπε και αυτές να είναι γνωστές και οι προεκτάσεις τους πλήρως πολιτικά συνειδητοποιημένες. Μονολεκτικά, εν μέσω μεγάλων αντιφάσεων και αντιθέσεων οι Νέοι Χρόνοι προσανατολίστηκαν όχι μετακρατοκεντρικά αλλά μετακρατικά, ιδεολογικά και εσχατολογικά.
Μεταψυχροπολεμικά, μεταξύ άλλων, ενώ ήταν γνωστές οι τάσεις ανάδυσης ενός πολυπολικού κόσμου και ενώ ήδη από την δεκαετία του 1960 όλοι κατάλαβαν τον κίνδυνο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος, δεν υπήρξαν προβληματισμοί, σκέψεις και σχέδια για νέες προσεγγίσεις κοινής αντιμετώπισης των κοινών κινδύνων και κοινών συμφερόντων. Κατά την διάρκεια αυτής της φάση, όταν επί ένα τέταρτο του αιώνα οι ΗΠΑ διέθεταν συντριπτική στρατηγική υπεροχή, ουκ ολίγοι υπογράμμιζαν ότι όπως είναι ιστορικά πασίγνωστο η στρατηγική υπερεξάπλωση οδηγεί σε μεγάλα προβλήματα. Ότι επίσης η στρατηγική υπερεξάπλωση αναπόδραστα εκκολάπτει διλήμματα ασφαλείας που στην περίπτωση αυτή επιτάχυναν στρατηγικές ανακατατάξεις εντός του αναδυόμενου πολυπολικού συστήματος.
Ολοφάνερα η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία καταμαρτύρησε τα αδιέξοδα της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής και επιτάχυνε την είσοδο σε μια νέα φάση μεγαλύτερων και πιο επικίνδυνων αδιεξόδων, ιδιαίτερα μεταξύ των ηγεμονικών δυνάμεων. Η επιτάχυνση των ανακατατάξεων σε πλανητικό επηρεάζει δραστικά και τις αποφάσεις όχι μόνο των ηγεμονικών δυνάμεων αλλά και περιφερειακών δυνάμεων όπως η Τουρκία, το Ιράν, το Πακιστάν και μερικών ακόμη κρατών μεσαίας ισχύος που βρίσκονται πάνω στην περίμετρο της Ευρασίας.
Μετακρατικοί προσανατολισμοί και αδιέξοδα
Ανατρέχοντας σε γεγονότα των τελευταίων αιώνων που επηρέασαν διαμορφωτικά την συγκρότηση του σύγχρονου διεθνούς συστήματος, υπενθυμίζεται ότι μετά-Βυζαντινά οι μόνοι που σήκωσαν σημαία ορθά νοούμενης δημοκρατίας εντός των Πόλεων και εντός μιας νέας μετακρατοκεντρικής δομής ήταν οι συντελεστές της Εθνεγερσίας των Ελλήνων η Επανάσταση των οποίων, όμως, απέτυχε. Ένα κρίσιμο ζήτημα που έχει σημασία για να καταλάβουμε τον σύγχρονο κόσμο και το πώς κινείται στο μέλλον είναι η απάντηση στο ερώτημα για το τι προ-υπήρξε και τι ακολούθησε την Ελληνική Εθνεγερσία.
Βασικά, είχαμε τα Αναγεννησιακά σκιρτήματα και την Γαλλική εξέγερση που αξίωσε ατομικά δικαιώματα. Ακολούθησε ο μοντερνισμός και η τροχιά προς την μετατροπή των ηγεμονικών διοικήσεων σε κράτη. Οι προσανατολισμοί του στοχασμού και της πολιτικής πράξης μετά τον 16ο αιώνα, ήταν εξόφθαλμα στερημένοι επαρκούς γνώσης που προσφερόταν από τις κοσμοϊστορικές διαδρομές πέντε χιλιετιών αλλά και από τις ιδιόμορφες μετά-Μεσαιωνικές προϋποθέσεις. Τα δύο κυρίαρχα και προσδιοριστικά χαρακτηριστικά ήταν πρώτον, οι ηγεμονικές διοικήσεις (τα κατά τον Μακιαβέλλι status) και δεύτερον, το γεγονός ότι στα θεμέλιά τους είχαν ένα εξαιρετικά διαφοροποιημένο ανθρωπολογικό πεδίο των δύσμοιρων μετά-Μεσαιωνικών δουλοπαροίκων που σε πρώτη φάση αποτελούσαν την μεγάλη πλειοψηφία.
Το κράτος όμως δεν κατασκευάζει την κοινωνία και τις εθνικές της παραδόσεις. Το αντίστροφο ίσχυε πάντα. Εδώ όμως, για τους λόγους που μόλις αναφέρθηκαν, η προσπάθεια δημιουργίας κράτους έπρεπε να αντιμετωπίσει το έλλειμμα πολιτών προικισμένων με πολιτική παιδεία. Αυτό έπρεπε να γίνει σταδιακά και δεν έγινε. Με διαφορετικά λόγια, οι ηγεμόνες και όσοι τους υπηρετούσαν δεν είχαν κανένα λόγο να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις που θα προσανατόλιζαν το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι δημοκρατικά. Να θυμίσουμε ότι από τον 17ο μέχρι τον 20ο αιώνα τα κράτη που δημιουργήθηκαν όχι μόνο ήταν ολιγαρχικά αλλά και εξελίχθηκαν σε αδίστακτες αποικιοκρατικές δυνάμεις. Χαρακτηριστικά, μετά την Γαλλική εξέγερση και την ήττα του Ναπολέοντα, στο Κογκρέσο των ηγεμονικών δυνάμεων της Βιέννης το 1815 αποφασίστηκε «όχι επαναστάσεις και όχι δημοκρατία».
Έτσι, η για αντικειμενικούς λόγους ανέφικτη ακαριαία δημιουργία «κρατικής συνοχής». Η ελλειμματική γνώση του Αριστοτελισμού (αλλού το ορίσαμε ως «αντί-Αριστοτελικό ατύχημα»), δεν ευνόησε την επιδίωξη μιας σταδιακής κοινωνικής συνοχής με σύμμειξη και μέθεξη του πνεύματος με τα αισθητά και με προσδιορισμό των νομιμοποιητικών πολιτειακών κριτηρίων νομιμοποίησης του κράτους και των νόμων του. Αντίθετα, εν μέσω αντιξοοτήτων, αντιφάσεων και αντιθέσεων διαδοχικά κυριάρχησαν ανάμεικτες υλιστικές, αντί-μεταφυσικές, αντί-πνευματικές και μηδενιστικές παραδοχές. Παραδοχές που δεν επαρκούν για την δημιουργία κοινωνικής συνοχής.
Βέβαια, μια σημαίνουσα διαπίστωση από την μελέτη των μετά-Μεσαιωνικών χρόνων είναι ότι τα έλλογα ανθρώπινα όντα από την στιγμή που διαθέτουν πόλη-κράτος και ανεξαρτήτως του τι κυριαρχεί μέσα στα εποικοδομήματα αργά ή γρήγορα συγκροτούνται κοινωνικοπολιτικά και δυναμώνουν την εθνική τους ύπαρξη. Παρά την κυριαρχία των προαναφερθέντων παραδοχών και παρά την διαιώνισή τους μέχρι τις μέρες μας τα έλλογα ανθρώπινα όντα της Ευρώπης μέσα στα θεμέλια των κρατών τους καλλιέργησαν πολιτισμό που έφερε τα σύγχρονα ευρωπαϊκά έθνη όπως τα γνωρίζουμε στις μέρες μας.
Μιλάμε βέβαια για μια ταραχώδη διαδρομή με πολλές όπως ήδη υπαινιχθήκαμε αντιθέσεις και αντιφάσεις. Για παράδειγμα, επιδιώκοντας κρατική συνοχή τα ολιγαρχικά ελίτ προκάλεσαν εκτεταμένες μετακινήσεις πληθυσμών και εκτέλεσαν εθνοκαθάρσεις και οι γενοκτονίες που συνεχίστηκαν μέχρι και τον 20ο αιώνα. Αυτές οι αβάστακτες κακουχίες μετά τον 16ο μέχρι τον 20 αιώνα ελάχιστα συζητούνται στις μέρες μας. Προστίθεται ένα ακόμη φαινόμενο που επηρεάζει τις κοινωνίες μέχρι τις μέρες μας. Τα μεγάλα υλιστικά / αντί-πνευματικά τείχη κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου που κτίστηκαν περιόρισαν την θέαση ακόμη και πολύ γνωστών ιδιοφυών στοχαστών του μοντερνισμού με αποτέλεσμα να μην συνεκτιμήσουν δεόντως τους εθνικούς πολιτισμούς και την διαχρονική βαθύτατη πολιτισμική διαφοροποίηση του πλανήτη.
Όλα βασικά τα οικουμενιστικά ιδεολογικά δόγματα παραμερίζοντας τους εθνικούς πολιτισμούς υποστήριξαν ότι είναι εφικτή η ανθρωπολογική εξομοίωση, πολιτική εξίσωση και ενοποίηση του πλανήτη με υλιστικό τρόπο. Επαναλαμβάνεται αυτό που αναφέρθηκε πιο πάνω σε αναφορά με τον Edward H. Carr ότι οι ανέφικτοι ουτοπικοί οικουμενισμοί μια μόνο χρησιμότητα μπορούν να έχουν, δηλαδή την μεταμφίεση των εκάστοτε ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος.
Ερωτάται: Όταν πλέον, ιδιαίτερα μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, όλα αυτά είναι εξ αντικειμένου παρωχημένα, ποιοι, πόσοι και πως συνεκτιμούν το γεγονός ότι χωρίς νέο στοχασμό και νέες πολιτικές αποφάσεις που αντλούν από την κοσμοϊστορική γνώση ο σύγχρονος κρατοκεντρισμός είναι καταδικασμένος να εισέρχεται από το ένα αδιέξοδο στο άλλο. Εάν είχε συνειδητοποιηθεί αυτό κανένα δεν θα εξέπληττε η τραγωδία της Ουκρανίας ενώ πολλοί τις τελευταίες δεκαετίες θα είχαν παλέψει να αποτρέψουν τα αίτια που εκκολάπτουν τόσο τραγικά γεγονότα.
Πολιτικός/στρατηγικός ορθολογισμός και νέες προσεγγίσεις διεθνούς διακυβέρνσης
Επειδή πιο πάνω πολλά αναφέρθηκαν και αναγκαστικά με πολύ συνοπτικό τρόπο, υπογραμμίζεται ότι ο πόλεμος της Ουκρανίας καταμαρτύρησε ζητήματα που ελάχιστοι από καιρό επισημαίνουν ότι είναι τα κύρια και σημαντικά. Χωρίς την παραμικρή διολίσθηση σε εσχατολογίες και ευσεβείς προσδοκίες, γίνεται πλήρως σαφές ότι εδρασμένοι πάνω στην υπάρχουσα κρατοκεντρική πραγματικότητα, υποστηρίζεται οτι το μείζον ζήτημα των επόμενων ετών και δεκαετιών είναι τα κράτη εντός του σύγχρονου διεθνούς συστήματος και εν μέσω εντυπωσιακών τεχνολογικών εξελίξεων, η πολιτική πράξη -και ενδεχομένως σταδιακά η πολιτική σκέψη- να αναζητήσουν μετακρατοκεντρικές αφετηρίες και μετακρατοκεντρικές μεταρρυθμίσεις των σύγχρονων διεθνών θεσμών για να διαχειριστούν από κοινού εξόφθαλμες ανάγκες, εξόφθαλμους κινδύνους και εξόφθαλμα κοινά συμφέροντα. Το κατά πόσο ένας προσανατολισμός θα επηρεάσει θετικά αποδυναμώνοντας τα προαναφερθέντα αίτια πολέμου είναι άλλης τάξης μακροχρόνιο ζήτημα.
Σε παρόντα χρόνο, επαναλαμβάνεται και τονίζεται, στεκόμαστε κρατοκεντρικά με όρους πολιτικού και στρατηγικού ορθολογισμού.
Όσον αφορά το τι σημαίνει πολιτικός και στρατηγικός ορθολογισμός γίνεται σαφές ότι στην στρατηγική θεωρία αφορά όχι συναισθηματισμούς και υποκειμενισμούς αλλά σωστές εκτιμήσεις για το τι είναι συμφέρουσες πάνω στην πλάστιγγα κόστους / οφέλους εναλλακτικών αποφάσεων. Είναι ένα πλανητικό πυρηνικό ολοκαύτωμα ασύμφορο και καταστροφικό για όλα τα κράτη; Τι είναι λοιπόν συμφέρον σε τέτοιες ή παρόμοιες περιπτώσεις.
Καθώς κινούμαστε βαθύτερα στον 21ο αιώνα δημιουργούνται προϋποθέσεις υιοθέτησης προσεγγίσεων οι οποίες αναιρούν ή καλύτερα προς το παρόν και με όρους εθνικών συμφερόντων παρακάμπτουν τις θεμέλιες παθογένειες και αδιέξοδα του κρατοκεντρισμού όπως εκκολάφθηκε και όπως διαμορφώθηκε τους τελευταίους αιώνες. Καθώς εισερχόμαστε από την μια φάση στην άλλη τίθενται επί τάπητος επιτακτικά ζητήματα που αφορούν μια διεθνή διακυβέρνηση όχι πλέον μετακρατικού-οικουμενιστικού χαρακτήρα.
Αυτό που τίθεται επιτακτικά και ο πόλεμος της Ουκρανίας το καταμαρτύρησε είναι διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις για υιοθέτηση νέων μορφών διακυβέρνησης που δεν θα θίγουν την κρατική κυριαρχία των εμπλεκομένων κρατών και δεν θα επηρεάζονται από ανυπόστατες εξομοιωτικές και εξισωτικές εσχατολογίες.
Ανάγκες, κοινά συμφέρντα, κοινοί κίνδυνοι και διεθνής διακυβέρνηση
Άξονας κάθε τέτοιου προβληματισμού μπορεί να είναι μόνο το εθνικό συμφέρον των εμπλεκομένων κρατών και πολιτικός/στρατηγικός ορθολογισμός πάνω στην πλάστιγγα κόστους / οφέλους εναλλακτικών αποφάσεων. Μετά την επίπλαστη μεταβατική φάση του Ψυχρού Πολέμου και καθώς κινούμαστε βαθύτερα στον 21ο αιώνα αναδεικνύονται κριτήρια και παράγοντες που ο πόλεμος της Ουκρανίας απλά κατάστησε ορατά διεθνή ζητήματα που αφορούν συμπλεκόμενα κοινά συμφέρονται και κοινούς κινδύνους που απαιτούν νέες προσεγγίσεις διεθνούς διακυβέρνησης πολύ πέραν αυτών που προβλέπουν οι σύγχρονοι διεθνείς θεσμοί. Συνοψίζουμε μερικά:
- Ο κίνδυνος πυρηνικού ολοκαυτώματος στον οποίο ήδη προαναφέραμε και για τον οποίο αυτά που ακούστηκαν εκατέρωθεν μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας αφήνουν κατάπληκτους όσους ασχολήθηκαν την εξέλιξη του πυρηνικού ζητήματος και των πυρηνικών στρατηγικών. Μονολεκτικά αναφέρεται ότι οι προαναφερθείσες συμφωνίες μετά το 1972-3 και δηλώσεις αρχίζοντας από τον πρόεδρο Κέννεντυ το 1983 και στην συνέχεια πολλών άλλων εμπεριέχουν μετακρατοκεντρικές λογικές.
Πολλοί συχνά αθέατοι και εν πολλοίς ανεξέλεγκτοι -τόσο κοινωνικοπολιτικά εντός των κρατών όσο και διακυβερνητικά- διεθνικοί χρηματοοικονομικοί δρώντες. Επίσης, παρόμοια, οι διεθνικοί φορείς νέων πλανητικής εμβέλειας επικοινωνιακών μέσων. Το ίδιο τρομοκράτες που όπως είναι γνωστό δεν είναι μόνο ενδοκρατικό αλλά και διακρατικό ζήτημα. Μπορεί αυτά και άλλα παρόμοια φαινόμενα να τυγχάνουν «στιγμιαίας» εκμετάλλευσης με τρόπους που στηρίζουν συγκεκριμένες στρατηγικές αλλά ορθολογιστικά σκεπτόμενοι το μόνο λογικό και συμφέρον όλων είναι η ανάπτυξη κοινών ελέγχων στην βάση προ-συμφωνημένων και γιατί όχι θεσμικά προικισμένων προσεγγίσεων. Για τους πιο πάνω δρώντες ισχύει το Αριστοτελικό αξίωμα ότι το έλλογο ανθρώπινο ον εντός πόλεως είναι πολιτικό ον αλλά εκτός πόλεμος (ή όταν παρακάμπτει ή διαφεύγει των πολιτειακών ελέγχων και όταν δεν υπάρχουν διακυβερνητικές ρυθμίσεις) εν δυνάμει είναι θηρίο. Κανένα δεν συμφέρει να φουντώνουν τέτοια φαινόμενα.
Χωρίς να εξαντλούνται τα παραδείγματα αναφέρονται επίσης μείζονος και πλανητικής σημασίας ζητήματα όπως οι λοιμοί και τα περιβαλλοντολογικά προβλήματα των οποίων η διαχείριση συναρτάται με τις τεχνολογικές εξελίξεις και με τρόπο που απαιτεί διακυβέρνηση πέραν ευχολογίων σε διεθνείς συνάξεις που προσκολλώνται σε ξεπερασμένες ανορθολογικές λογικές.
- Θα μπορούσαν επίσης να αναφερθούν πιθανοί διαστημικοί κίνδυνοι κάθε είδους αλλά και το κυριότερο ίσως ζήτημα των τελευταίων αιώνων το πώς ενδοκρατικά και διακρατικά θεσπίζεται η τεχνολογία όλων των τομέων -σε σχέση με την εκμηχάνιση, την βιομηχανοποίηση, την μαζική παραγωγή, την ποιότητα των προϊόντων, κτλ- και την θέση του ανθρώπου ως έλλογο πολιτικό ον η προσωπικότητα του οποίου όταν συρρικνώνεται ενέχει βαθύτατες προεκτάσεις για τον ίδιο και τους άλλους. Κοντολογίς, εκτιμάται ότι η τεχνολογία είναι μείζον ζήτημα για όλα τα κράτη και αφορά τα πάντα σε πλανητική μάλιστα κλίμακα. Η τεχνολογία, όμως, αντίθετα με κάποιες περίεργες απόψεις, δεν είναι ανεξάρτητη του ανθρώπου ούτε μπορεί να αντικαταστήσει τον άνθρωπο. Απλά, το ρομπότ δεν είναι άνθρωπος και το ζητούμενο όπως και με κάθε άλλο ζήτημα της εκμηχάνισης είναι το πως υπηρετεί τον άνθρωπο και τον πολιτικό πολιτισμό και όχι το πώς τον υποδουλώνει ή αλλοιώνει.
- Εν κατακλείδι, ενώ προχωρούμε βαθύτερα στον 21ο αιώνα η διαδοχή φάσεων και σταδίων είναι πλέον του πλανητικά εκτεταμένου διεθνούς συστήματος τεχνολογίας ταχύρρυθμη, αλλά τα βασικά ζητήματα που αφορούν τον άνθρωπο και το πολιτικό γίγνεσθαι παραμένουν ακριβώς τα ίδια.