Το κεντρικό ζήτημα το οποίο αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική κοινωνία και συνταράσσει ολόκληρη τη Δύση, είναι η κατεύθυνση την οποία θα πάρουν οι κοινωνίες απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν όπως το μεταναστευτικό, το δημογραφικό, η ιδεολογική αποσύνθεση που προκαλεί στις κοινωνίες η λεγόμενη woke ατζέντα, η παρουσία του διαρκώς ενισχυόμενου αντιδημοκρατικού πόλου της Ευρασίας, και ειδικότερα για την Ευρώπη ο αυξανόμενος ρόλος της Τουρκίας και η επιθετικά αντιευρωπαϊκή πολιτική του Τραμπ.
Και απέναντι σε αυτή την κυριολεκτικά κατακλυσμική κρίση, τόσο η φιλελεύθερη Δεξιά όσο και η Αριστερά - Κεντροαριστερά απεδείχθησαν παντελώς ανίκανες. Αντίθετα είχαν τη λογική των «ανοιχτών συνόρων», της απόρριψης μιας ενεργητικής δημογραφικής πολιτικής, της άρνησης των αμυντικών δαπανών ενώ παράλληλα ευνοούσαν την ιδεολογική αποσύνθεση της Δύσης μέσα από τον γουοκισμό.
Και η αντίδραση ήλθε από τη Δεξιά πλευρά κάποτε την ακραία – πρωθυπουργία Μελόνι στην Ιταλία, ακροδεξιός καγκελάριος στην Αυστρία, Ντε Βιλντέρς στην Ολλανδία άνοδος της Λεπέν στη Γαλλία, του Φάραντζ στη Βρετανία, που έφερε το Brexit, του AfD στη Γερμανία και ως επιστέγασμά η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ. Εάν προσθέσουμε την κρίση στη Γερμανία και προπαντός στη Γαλλία, –διχασμένη ανάμεσα στον γουοκισμό του Μελανσόν και τη Μαρίν Λεπέν– το τοπίο γίνεται όλο και πιο ζοφερό, κατεξοχήν για την Ευρώπη.
Και αυτό διότι η Αμερική έχει περισσότερους φυσικούς πόρους, κυριαρχία στην ψηφιακή τεχνολογία, ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη και ισχυρή δημογραφία – ας θυμίσω ότι η Αμερική είχε 150 εκατομμύρια πληθυσμό το 1950 και τώρα 341 εκατομμύρια, ενώ η Ευρώπη δημογραφικά έχει αρχίσει να συρρικνώνεται. Επιπλέον οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν μεταναστευτικά ρεύματα κατ’ εξοχήν από τους ενσωματώσιμους χριστιανικούς πληθυσμούς της Λατινικής Αμερικής και όχι από το Ισλάμ, όπως η Ευρώπη.
Επομένως, το δίλημμα δεν πρέπει να τίθεται με όρους Κεντροδεξιάς–Κεντροαριστεράς, αλλά μάλλον με όρους πολιτισμικών και γεωπολιτικών επιλογών. Και η Αριστερά τέτοια που είναι σήμερα δεν μπορεί να προσφέρει μια εναλλακτική πρόταση. Άλλωστε ο κύριος Μητσοτάκης, μαζί με ένα τμήμα της φιλελεύθερης Δεξιάς, προσπάθησε εν πολλοίς, –όπως φάνηκε και με το ζήτημα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών– να επιτύχει μία συναίνεση με την Κεντροαριστερά.
Σε αυτό το μάλλον αποτυχημένο διάβημα, του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών κάηκε μαζί και η κυρία Σακελλαροπούλου, η οποία ταυτίστηκε, ως μη όφειλε, με μία άποψη η οποία είχε διχάσει την ελληνική κοινωνία και τελικά δεν ήταν καθόλου πλειοψηφική, όπως κατεδείχθη και στις Ευρωεκλογές.
Και εν συνεχεία με τη μορφή αλυσιδωτών αντιδράσεων, είδαμε δύο πρώην πρωθυπουργούς τον Κώστα Καραμανλή και τον Αντώνη Σαμαρά να αποστασιοποιούνται έντονα από τη Νέα Δημοκρατία ως προς αυτό, καθώς και στα ζητήματα του ελληνοτουρκικού διαλόγου που έχουν ξεφύγει προς μία κατεύθυνση κατευνασμού.
Άλλωστε υπάρχουν και σχετικές δημοσκοπήσεις που εκ των υστέρων είδαν το φως της δημοσιότητας, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία προέβαιναν σε μετρήσεις από τον Οκτώβριο μέχρι και το Δεκέμβριο, για να καταλήξουν στην επιλογή τους. Είδαν λοιπόν (Βλ. Καθημερινή της Κυριακής 19 Ιανουαρίου) πως εάν ήταν υποψήφιος ο Δένδιας που θεωρείται «σκληρός» έναντι της Τουρκίας, η αποδοχή πιάνει ταβάνι με το 55% και αμέσως μετά ακολουθεί ο Τασούλας με 38%, και τρίτος ο Βενιζέλος με 35%, κ.λπ. Το σημαντικότερο εύρημα ίσως ήταν πως τόσο ο Νίκος Δένδιας όσο και ο Κωνσταντίνος Τασούλας συγκέντρωναν τις λιγότερες αρνητικές γνώμες (41% και 44% αντίστοιχα) αντίθετα ο τρίτος, Ευάγγελος Βενιζέλος είχε πολύ υψηλές αρνητικές γνώμες (61,5%) ενώ για την ανανέωση της θητείας της Κατερίνας Σακελλαριπούλου συμφωνούσε μόνο το 32% και διαφωνούσε το 61,5%.
Είδαν δηλαδή ότι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν στην κατεύθυνση του νόμου για το γάμο των ομοφυλόφιλων ζευγαριών – καθώς 57 βουλευτές της ΝΔ δεν ψήφισαν το νομοσχέδιο, εκτέθηκε η κυρία Σακελλαροπούλου, ενώ έχασε και η Νέα Δημοκρατία 13 μονάδες στις ευρωεκλογές. Άλλωστε ακολούθησε και η κριτική Καραμανλή-Σαμαρά τόσο για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, όσο και για μια εξωτερική πολιτική η οποία ουσιαστικά θωπεύει την Τουρκία, την ώρα που η τελευταία αναπτύσσει το επιθετικό της δυναμικό σε όλη την περιοχή.
Όλα αυτά λοιπόν διάβασε και στις δημοσκοπήσεις ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης, ο οποίος έχει ισχυρό αίσθημα αυτοσυντήρησης, όπως έχει διαπιστωθεί και σε άλλες περιπτώσεις, και διείδε είδε ότι η πορεία της κοινωνίας είναι προς την άρνηση και αμφισβήτηση τόσο του πολιτισμικού όσο και του εθνικού μηδενισμού. Και έτσι ενώ η επιλογή του ήταν ιδεολογικά πλησιέστερη προς την κυρία Σακελλαροπούλου ή τον κύριο Βενιζέλο υποχρεώθηκε, –όπως είχε υποχρεωθεί το 2020 με τον Έβρο, ή με τις αμυντικές δαπάνες– υποχρεώθηκε, τελικώς να προβεί στην επιλογή του κυρίου Τασούλα, καθώς ο Δένδιας δεν επιθυμούσε να προταθεί για τη θέση του προέδρου.
Επομένως η επιλογή ενός υποψηφίου Προέδρου με εθνομηδενιστικά πολιτισμικά και πολιτικά αντανακλαστικά, δεν ήταν πλέον εφικτή χωρίς να διαταράξει περαιτέρω τις σχέσεις της κυβέρνησης με την κοινωνική πλειοψηφία. Επί παραδείγματι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο εκλεκτός του συστημικού κατεστημένου για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, έχει προσχωρήσει εσχάτως στη θεωρία του κράτους έθνους –δηλαδή της πρόσφατης (sic) δημιουργίας του ελληνικού έθνους από το κράτος!
Κάτω λοιπόν από την πίεση των εσωτερικών συσχετισμών ανάμεσα στο εθνομηδενιστικό και το «συντηρητικό» στρατόπεδο και υπό την πίεση της διεθνούς συγκυρίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποχρεώθηκε, μάλλον παρά την αρχική του βούληση, να εγκαταλείψει την επιλογή Σακελλαροπούλου ή Βενιζέλου και να προβεί στην επιλογή Τασούλα.
Όσο για τα χαρακτηριστικά και την κατεύθυνση της επιλογής Τασούλα, αρκεί μια «κλασική» φράση του ίδιου του υποψήφιου προέδρου την οποία αξίζει να υπενθυμίσουμε:
«Το πρόβλημά μας είναι πως θα πάμε πίσω και όχι μπροστά. Να αποκαταστήσουμε αξίες όπως η τιμιότητα, η αγάπη για τη γνώση, ο σεβασμός και η πίστη στην πατρίδα».
Άλλωστε ο πρωθυπουργός λειτουργεί σχεδόν πάντοτε έτσι: Ιδεολογικά εμφανίζεται ως οπαδός ενός πολιτισμικού και πολιτικού νεοφιλελευθερισμού, αλλά επειδή πρέπει να κυβερνήσει μία χώρα η οποία έχει προβλήματα εθνικής επιβίωσης καθώς και τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, είναι υποχρεωμένος να λειτουργεί υπό την πίεση της πραγματικότητας.
Αυτό έπραξε και τώρα στην επιλογή προέδρου Δημοκρατίας αποδεικνύοντας ότι είναι ένας επιδέξιος πολιτικός παρότι δεν διαθέτει όραμα αλλά λειτουργεί αντανακλαστικά. Έτσι λειτούργησε το 2020 στον Έβρο, έτσι λειτούργησε απέναντι στην Τουρκία στο Ανατολικό Αιγαίο το 2020, έτσι θα υποχρεωθεί να ξαναλειτουργήσει απέναντι στην Τουρκία –διότι όπως βλέπετε αλλάζει το κλίμα και παρεμπιπτόντως, δεν ακούμε κάποια ιδιαίτερη συζήτηση για την περιβόητη συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν.
Δηλαδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης εισέπραξε και μέσα από την κριτική στην οποία τον υπέβαλαν οι Κώστας Καραμανλής και Αντώνης Σαμαράς και η οποία βρίσκει ανταπόκριση και στο εσωτερικό του κόμματός του, την πλειοψηφική αντίθεση τόσο για τον πολιτισμικό φιλελευθερισμό, όσο και για τον εξευμενισμό μιας διαχρονικά επιθετικής Τουρκίας. Αυτό αποτυπώθηκε στο συμβολικό επίπεδο με την επιλογή Τασούλα και Κακλαμάνη στην προεδρία της Βουλής, όσο και αρνητικά με την απόρριψη των επιλογών Βενιζέλου-Σακελλαροπούλου.
*Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Από τη μεταβυζαντινή ζωγραφική στη γενιά του 30. Μια πολιτική ιστορία, (Εναλλακτικές Εκδόσεις).