Ο λαϊκισμός ως «παθητική επανάσταση»

Ο λαϊκισμός ως «παθητική επανάσταση»
NurPhoto via Getty Images

Αδιαμφισβήτητα, κεντρικό πολιτικό γεγονός για την δεκαετία του 2010, που σιγά σιγά μας αφήνει, ιδίως για την Δύση, είναι η ανάδυση ενός ρεύματος αμφισβήτησης της παγκοσμιοποίησης και του φιλελευθερισμού, που διαπερνάει κάθετα τις παλιές διαιρέσεις. Ξεκινώντας, στις αρχές της δεκαετίας, από τα μεσογειακά κινήματα των πλατειών, περνώντας, στα μέσα της, σε σημαντικά πολιτικά γεγονότα όπως το Μπρέξιτ, την εκλογή του Τραμπ, ή την ανάδειξη στην Ευρώπη μιας πλειάδας κυβερνήσεων που αμφισβητούν την άλλοτε κραταιά «συναίνεση του Βερολίνου» (Ουγγαρία, Πολωνία, Αυστρία, Ιταλία) αλλά και την ισχυροποίηση πολιτικών κομμάτων με παρόμοια ατζέντα και στις υπόλοιπες χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία), η πολιτική που άλλοτε παρουσιαζόταν ως μονόδρομος, δείχνει τώρα να κλυδωνίζεται σοβαρά.

«Λαϊκισμός»· με αυτόν τον όρο προσπαθεί το κατεστημένο να περιγράψει αυτές τις εξελίξεις, εντάσσοντας σε αυτές τις κατηγορίες πολιτικά φαινόμενα μεταξύ τους αντιφατικά, ιδίως ως προς τις ιδεολογικές τους καταβολές, που μπορεί να προέρχονται εξίσου απ’ την άκρα δεξιά, την σοσιαλδημοκρατία ή και, λιγότερο είν’ η αλήθεια, από την αριστερά. Αν και «εχθροί της ανοιχτής κοινωνίας», κατά το φιλελεύθερο αφήγημα, «αντιπλουραλιστές» και «απειλή για την δημοκρατία», οι πολιτικές δυνάμεις που περιγράφονται ως λαϊκιστικές διεκδικούν όλο και μεγαλύτερη μερίδα της λαϊκής ετυμηγορίας: Η εκστρατεία των φιλελεύθερων εναντίον τους, πέφτει προς το παρόν στο κενό, καθώς τα επιχειρήματά τους δεν αγγίζουν το εκλογικό σώμα. Πως, εξάλλου, αυτό να πειστεί όταν αυτή ακριβώς η δημοκρατία που υπερασπίζονται τα κόμματα του κατεστημένου, έχει πλέον καταντήσει ένα πουκάμισο αδειανό, πρόσχημα με το οποίο επενδύεται ο τεχνοκρατικός ολοκληρωτισμός των αγορών; Πόσο μάλλον όταν ο τελευταίος αποδεικνύεται κοινωνικά μη-βιώσιμος, καθώς πλέον οι ποικίλες επιταγές του, από την κοινωνική και την οικονομική πολιτική μέχρι την διαχείριση της μετανάστευσης παραγκωνίζουν βίαια την πλειοψηφία της κοινωνίας;

Το μόνο επιχείρημα των φιλελεύθερων το οποίο φαίνεται ακόμα να διατηρεί κάποιο έρεισμα στην ίδια την πολιτική πραγματικότητα της Δύσης, έχει να κάνει με τα πενιχρότατα αποτελέσματα των δυνάμεων που κατονομάζονται ως ‘λαϊκιστικές’ στον κυβερνητικό στίβο. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό μοιάζει με αυτοεκπληρούμενη προφητεία, καθώς έχει μεταβληθεί ο ίδιος ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο της εξουσίας μέσα στην παγκοσμιοποίηση, στερώντας εν πολλοίς την πρωτοβουλία κινήσεων από το εθνικό κράτος, ανάγοντάς την στο υπερεθνικό νεφέλωμα. Το γεγονός αυτό, καθιστά τα περιθώρια πραγματοποίησης άμεσων, δραστικών και θεμελιακών αλλαγών μικρά, αν δεν τα εκμηδενίζει.

Η τάση όμως για την αμφισβήτηση αυτής της μετάβασης, τείνει να γίνει εξίσου διεθνής, όσο και η παγκοσμιοποίηση, κι έτσι πιεζόμενη πλέον από τα πάνω, και αμφισβητούμενη από τα κάτω αυτή δείχνει να υποχωρεί: Έτσι, από τις διαπραγματεύσεις στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, φτάσαμε στον τρέχοντα «πόλεμο των δασμών», αλλά και στην προτεραιότητα που αποδίδεται πλέον στις διμερείς διαπραγματεύσεις έναντι των πολυμερών, που διεξάγονταν κατά την «ευτυχή» περίοδο της παγκοσμιοποίησης υπό την αιγίδα διεθνών οργανισμών· η Ε.Ε., λόγω του πολιτικού ρήγματος που έχει ανοίξει στο εσωτερικό της, περισσότερο πλέον προσιδιάζει με συνομοσπονδία κρατών που πραγματοποιούν θυελλώδεις συνεδριάσεις για να καταλήξουν σε κάποιο ελάχιστο συμφωνίας, παρά με την Ομοσπονδιακή Ευρώπη του 1992-2008· και η πολιτική ατζέντα που κυριαρχεί πλέον στην Δύση, αναφέρεται περισσότερο στην γεωπολιτική ή την γεωοικονομία και όχι στην ουδέτερη πολιτικά τεχνοκρατική γλώσσα των αγορών, είναι θεματικές που ταιριάζουν περισσότερο σε μια εθνοκρατική διάρθρωση του παγκόσμιου συστήματος παρά στο παγκόσμιο χωριό, στο οποίο υποτίθεται ότι αμετάκλητα θα μεταβαίναμε με την έλευση της νέας χιλιετίας.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Μα ότι οι λαϊκιστικές δυνάμεις διαψεύδονται ως φορείς της αλλαγής που ευαγγελίζονται, και ταυτόχρονα επιβεβαιώνονται ως καταλύτης τους. Γιατί η διεύρυνση της πολιτικής τους επιρροής, καθώς και οι εκλογικές τους επιτυχίες εξαναγκάζουν ακόμα και τους ίδιους τους πολέμιούς τους να μετατοπιστούν. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με την ρεπουμπλικάνικη στροφή του Μακρόν –αυτός που εξελέγη ως υπερκομματικός τραπεζίτης, και καθαρόαιμος φιλελεύθερος– ή με την κρίση που ξέσπασε μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών στην Γερμανία. Οι πολιτικές αλλαγές, εξάλλου, σπανίως συντελούνται ευθύγραμμα, και συνήθως συμβαίνουν δια της τεθλασμένης.

Κάτι τέτοιο έχει ξανασυμβεί στην πρόσφατη πολιτική ιστορία της Ευρώπης: Ένα παρόμοιο ως προς την διεθνοποίησή του καθεστώς, αυτό της λεγόμενης «πρώτης παγκοσμιοποίησης», που ξεκίνησε από το 1871 στην Ευρώπη, και πέρασε μέσα στην έκρηξη των διακρατικών ανταγωνισμών στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, κατέληξε μέσα στον μεσοπόλεμο μέσα από παρόμοιες τεθλασμένες. Ο Καρλ Πολάνυι, στο περίφημο έργο Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός, που αναλύει την άνοδο και την πτώση αυτού του πρώτου καθεστώτος ελεύθερης αγοράς, θα μιλήσει για την «αντανακλαστική κίνηση» των ευρωπαϊκών κοινωνιών, που θα πυροδοτήσει την παράλληλη ανάπτυξη των κομμουνιστικών και των φασιστικών κινημάτων στον μεσοπόλεμο, μια διαδικασία που εν τέλει θα εξαναγκάσει τις ελίτ –λογουχάρη με το ‘Νιού Ντήλ’ στις ΗΠΑ– να αναθεωρήσουν το καθεστώς ελεύθερης αγοράς.

Ο Αντόνιο Γκράμσι, στα Τετράδια της Φυλακής, αναλύοντας την ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία του 19ου αιώνα, επισημαίνοντας παρόμοιες μετατοπίσεις στις επιλογές των ελίτ υπό την πίεση της κοινωνικής κινητοποίησης, θα μιλήσει για «παθητική επανάσταση».

Μια τέτοια «παθητική επανάσταση» συντελείται και στην δική μας εποχή, υπό την γενική άνοδο των λαϊκιστικών δυνάμεων. Έτσι, ο 21ος αιώνας δεν ξεκινάει με τον ‘θρίαμβο της παγκοσμιοποίησης’, όπως πανηγύριζαν κατά την έλευση της νέας χιλιετηρίδας οι τεχνοκράτες της παγκοσμιοποίησης. Αντίθετα, εγκαινιάζεται καθώς αυτό που γνωρίσαμε ως ‘παγκοσμιοποίηση’ κλονίζεται μέσα σ’ έναν κόσμο χάους, αταξίας, και όξυνσης των ανταγωνισμών…

Δημοφιλή