Τον Μ.Καραγάτση ή κατά κόσμο Δημήτρη Ροδόπουλο , τον συνάντησα στην διάρκεια της σχολικής και εφηβικής μου διαδρομής. Αν η μνήμη μου δεν με απατά κάποιος από τους φάρους Δασκάλους που είχα ή ο Ματθαίος Μουντές ή ο Μιχάλης Μερακλής, με σύστησαν με τον δημιουργό της Μεγάλης Χίμαιρας.
Στα χρόνια που κύλησαν «Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν», «Ο Αντιπλοίαρχος Βασίλης Λιάσκος» , «Το 10», «Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του», «Ο μεγάλος ύπνος», «Το νερό της βροχής», «Η μεγάλη λιτανεία», η « Περιπλάνηση στον κόσμο», «Το μυθιστόρημα των τεσσάρων», «Το μεγάλο συναξάρι» ταξίδεψαν, αφέθηκαν και καταχωνιάστηκαν στο ξεθώριασμα της μνήμης.
Τα χρόνια κύλησαν, πεζογράφοι και ποιητάδες προστέθηκαν, κάποιοι αφαιρέθηκαν, άλλοι πάλι εναλλάσσονταν ανάλογα με τα εκάστοτε ερεθίσματα, τις εποχές και τους τόπους που έζησα.
Στα έξη χρόνια μάλλον από τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου, στο Παρίσι, είχα αποκτήσει διάφορες «παράξενες» συνήθειες. Η ομορφιά της πόλης με παρέσερνε σε μια περιπλάνηση χωρίς σκοπό. «Περιπλανώμενος άσκοπα» όπως λένε οι ντόπιοι, «se balader». ’Η αλλιώς, φλανέρ.
Την ομορφιά της πόλης τότε ευτυχώς δεν την ασχήμαινε το πολιτικό συνάφι των Λεπέν, ήταν τα χρόνια που μαγευόσουν από τις τετράωρες συναυλίες του Λεό Φερέ, που το φοιτητικό συνάλλαγμα σου επέτρεπε να επισκέπτεσαι συχνά-πυκνά το εστιατόριο «U SAMPIERU CORSU»:
Θα αφιερώσω κάποιες γραμμές σε αυτό το εστιατόριο και στον δημιουργό-εμπνευστή του γιατί πιστεύω ακράδαντα πως ήταν μια εμπειρία ζωής που είχα την καλή τύχη να γνωρίσω, μάθημα ζωής θα το έλεγα:
Το γεμάτο επαναστατικές αφίσες άλλων εποχών εστιατόριο άνοιξε στις 7 Ιουλίου 1970, στο 15ο διαμέρισμα του Παρισιού, και πήρε το όνομά του από τον Κορσικανό Sampiero Corso, αυτονομιστή που θεωρείται ως ο παλαιότερος σημαίνων αγωνιστής κατά της γενοβέζικης κυριαρχίας στο νησί.
Δημιουργός αυτού του εστιατορίου ήταν ο Claudiu Lavezzi, ένας ελευθεριακός κομμουνιστής, που είχε πολεμήσει με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες στον ισπανικό εμφύλιο, και είχε μια πολυποίκιλη, πολυτάραχη, μοναχική πολιτική διαδρομή. Τέτοιες φιγούρες δεν υπάρχουν πια.
Αυτό το εστιατόριο ξεχώριζε για τον τρόπο πληρωμής του: είχε καθοριστεί μια τιμή για το απλό μενού, αλλά τα χρήματα δεν πληρώνονταν απευθείας, αλλά κάθε πελάτης τα κατέθεσε ανεξέλεγκτα σε ένα συρτάρι για τα μετρητά στην έξοδο του μαγαζιού .
Ο στόχος ήταν να αποτραπεί η «ταπείνωση» επισκεπτών που δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν για το γεύμα τους, επιτρέποντας στους πιο μειονεκτούντες εισοδηματικά να φάνε δωρεάν ή με χαμηλό κόστος.
Η αρχή ήταν ότι κάθε πελάτης πληρώνει για το γεύμα του ανάλογα με τον μισθό, το εισόδημά του. Δεν γίνονταν έλεγχοι. Το εστιατόριο βασιζόταν στην αλληλεγγύη και την ευαισθητοποίηση των πελατών. Όποιος μπορούσε κατέθετε 2ευρώ ( οι τιμές παρατίθενται σε ευρώ ) ενώ ηλικιωμένοι εργαζόμενοι, άνεργοι, αγωνιστές εργαζόμενοι μπορούσαν να σιτισθούν δωρεάν.
Ζούμε σε μια εποχή άκρατου ναρκισσισμού, τέτοια αλτρουιστικά παραδείγματα μοιάζουν βγαλμένα από έναν άλλο κόσμο που έχει εκλείψει, ίσως και να χλευάζεται από επιδερμικούς ρεαλιστές - εραστές του σύγχρονου τρόπου ζωής και του τρόπου να βλέπουμε, να κρίνουμε και να πορευόμαστε.
Αρκετές Παρασκευές στο μαγαζί του Claudiu Lavezzi, πραγματοποιούνταν ποιητικές ή μουσικές βραδιές, ορισμένα δε ποιοτικά ονόματα της γαλλικής λογοτεχνικής και μουσικής ζωής ξεκίνησαν από εκεί. Κατά την διάρκεια της λειτουργίας του το «U SAMPIERU CORSU», πρόσφερε 175.000 δωρεάν γεύματα σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη, και υπήρξε πρόδρομος των εστιατορίων της καρδιάς που ίδρυσε το 1985 ο κωμικός - ακτιβιστής Colushe.
Στις άσκοπες περιπλανήσεις μου στο Παρίσι συμπεριλαμβανόταν και το κοιμητήριο «Περ-Λασαίζ». Ήταν άλλωστε και η Μπεκετική περίοδος της ζωής μου:
Με είχε συνεπάρει η αφηγηματική ροή στο ”Πρώτος έρωτας” όπου ένας άνδρας αναπολεί τη νιότη του με αφορμή την επίσκεψή του στον τάφο του πατέρα του και αφηγείται πώς γνώρισε μια γυναίκα σ ’ένα παγκάκι και τη θυελλώδη σχέση τους:
″Βάλθηκα να παίζω με τις κραυγές όπως περίπου είχα παίξει με το τραγούδι, προχωρώντας, σταματώντας, προχωρώντας, σταματώντας, αν μπορεί κανείς να το πει αυτό παιχνίδι. Όσο προχωρούσα δεν τις άκουγα, χάρη στο θόρυβο των βημάτων μου. Αλλά μόλις σταματούσα τις άκουγα ξανά, σίγουρα κάθε φορά πιο χαμηλές, αλλά τί κι αν μια κραυγή είναι χαμηλή ή δυνατή; Αυτό που χρειάζεται είναι να σταματήσει. Για χρόνια πίστευα πως θα σταματούσαν. Τώρα πια δεν το πιστεύω. Θα μου χρειάζονταν κι άλλοι έρωτες, ίσως. Αλλά τον έρωτα δεν τον παραγγέλνει κανείς”.
Τα κείμενα του Μπέκετ χαρακτηρίζονται από μία σπαρακτική οδύνη ανάμεικτη με διαβρωτικό χιούμορ, όπως εύστοχα παρατηρείται στο επίμετρο του «Χωρίς». Εκεί λοιπόν στο «Περ-Λασαίζ», πρωτοδιάβασα την επιθυμία του που εκφράζεται στον «Πρώτο έρωτα» και τονίζεται εμφαντικά πως στην επιτύμβια πλάκα του θα ήθελε να γραφτεί πως
«Ενθάδε κείται αυτός που διέφυγε τόσο
που δεν διαφεύγει παρά μόνο τώρα»
Το «Περ-Λασαίζ» είναι ένα κοιμητήριο που κατά την ταπεινή μου άποψη θα έπρεπε να μην επιτρέπεται όποτε να ΄ναι να το επισκέπτονται τουρίστες που «πρέπει» να το επισκεφθούν. Οι «σέλφι» τουρίστες. Έτσι κι αλλιώς δεν παίρνουν χαμπάρι ούτε την ανάσα ούτε τη σιωπή του χώρου. Ούτε τον τάφο του Τορέζ και των λοιπών: περιορίζονται στα «ευπώλητα». Ακούγεται ίσως ελιτίστικο αυτό, αλλά πιστεύω πως κάπως έτσι θα ήταν το σωστό. Ή για να μην είμαι απόλυτος να υπάρξει ένας περιορισμός όσον αφορά τις ημέρες και τις ώρες επίσκεψης-εισβολής.
Η «εκστατικότητα» του χώρου, είναι συνυφασμένη με την καθημερινή ζωή των ντόπιων, αυτών που έχουν ανάγκη να αναστοχασθούν, να μοιρασθούν ένα φιλί, μία ματιά, ένα ερωτικό λόγο, μια σιωπή, να αφουγκρασθούν κάτι πέρα από τα ναρκισσιστικά σέλφι της τουριστικής φαστφουντάδικης εισβολής.
Κάτι ανάλογο υφίσταται το βιβλιοπωλείο Λέλο στο Πόρτο, άλλωστε παρά τα 5 ευρώ που χρεώνει ανά εισερχόμενη κεφαλή.
Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά, δεν είναι ώρα συγγραφής δοκιμίου περί αισθητικής και ψυχικής αντοχής του δημόσιου χώρου.
Το «Περ-Λασαίζ» το επισκέφθηκα εμμέσως πρόσφατα. Εμμέσως μέσω ενός άρθρου που δημοσίευσε η συγγραφέας του βιβλίου «Οι αλεπούδες του Περ-Λασαίζ».
Την πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα ή μάλλον τις απόψεις της περί λογοτεχνίας και λογοτεχνών την διάβασα στο άρθρο της «Η πατριαρχία δεν φύτρωσε μόνη της: Η «Μεγάλη Χίμαιρα» και οι έμφυλες ταυτότητες» με υπότιτλο «Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης, έστω με τους λογοτέχνες, μπορεί να σταματήσει εδώ.»
Το άρθρο δημιούργησε «σάλο». Το διαδίκτυο, με τα κοινωνικά δίκτυα γέμισαν με αντιμαχόμενα σχόλια. Κυρίως όσον αφορά τον προσαπτόμενο στον Καραγάτση σεξισμό και την ανάγκη να εξοβελισθεί ως ανάγνωσμα από τον κόσμο τούτο.
Το ότι ζούμε εδώ και χιλιάδες χρόνια σε ένα πατριαρχικό κόσμο, γεμάτο σεξισμό, γεμάτο απαξίωση για την γυναικεία οντότητα και αξιοπρέπεια, το ό,τι ζούμε σε ένα κακοποιητικό για την γυναίκα περιβάλλον είναι κάτι που όχι μόνο δεν το αμφισβητώ, αλλά το συνυπογράφω με χίλια χέρια. Το ζω κάθε μέρα, με ενοχλεί κάθε μέρα, με προσβάλει κάθε μέρα, με «φρικάρει» -και όχι περιστασιακά- κάθε μέρα. Το ότι οι χώροι όπου φιλοξενούνται κακοποιημένες γυναίκες δεν είναι επαρκείς με αποτέλεσμα το όριο παραμονής τους στις «δομές» της Αστυνομίας να είναι 3-4 μέρες και εν συνεχεία στις «δομές» των Υπηρεσιών Κοινωνικής Πρόνοιας να είναι τρεις μήνες, είναι κάτι που επίσης με «φρικάρει», με ντροπιάζει.
Και πάντα θυμάμαι όταν το φέρνει η κουβέντα μια Ιταλίδα φίλη από την δεκαετία του’70:
Μου έλεγε συχνά « Μικάλις, Μικάλις- δεν μπορούσε να προφέρει το «χα», «Dans ce monde encéphalique, se cache un monde phallocratique» , «Μέσα σε αυτόν τον εγκεφαλικό κόσμο κρύβεται ένας φαλλοκρατικός κόσμος».
Το ό,τι οι γυναικοκτονίες, οι πάσης φύσεως βιαιοπραγίες βρίσκονται στην κορυφή της ημερήσιας καθημερινότητάς μας είναι δείγμα συλλογικής πολιτισμικής αυτοχειρίας κοινωνιών που τελούν υπό το καθεστώς αποσύνθεσης.
Θα ήμουν ο πρώτος που θα έτρεχα σε μια συγκέντρωση με μία τεράστια ανδρική «Συγνώμη, δεν είμαστε όλοι οι ίδιοι» και είμαι της άποψης πως όταν συναντάμε στον μικρόκοσμό μας, στο δημόσιο ή ιδιωτικό περιβάλλον κακοποιητικές λεκτικές συμπεριφορές, θα πρέπει να αντιδρούμε ενεργά τουλάχιστον σε φραστικό επίπεδο. Ειρήσθω εν παρόδω κάποιοι το κάνουμε ήδη, χρόνια τώρα και σίγουρα ο Καραγάτσης δεν με «τράβηξε ποτέ απ’ το μανίκι».
Όμως η απολυτότητα του άρθρου, ιδιαίτερα από την στιγμή που εστιάζει στην γραφή του λογοτέχνη, εγείρει ερωτηματικά για να το διατυπώσω όσο πιο κομψά γίνεται. Την γραφή του λογοτέχνη την κρίνεις μέσα από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο έζησε, στο χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκαν τα γραπτά του και κρατάς μέσα σου τα ποιοτικά στοιχεία της γραφής του. Η μονομερής και μονομανής οπτική μέσα από την οποία κρίνεται ο συγγραφέας του «Ο Αντιπλοίαρχος Βασίλης Λιάσκος» του θρυλικού υποβρυχίου, από την αρθρογράφο που οραματίζεται να σταματήσει η ανάγνωση διηγημάτων του Καραγάτση, λόγω σεξιστικής γραφής που του προσάπτεται, έχω την αίσθηση πως είναι ατυχής.
Υπηρετεί την νοημοσύνη της «κουλτούρας της ακύρωσης», το cancel culture που λένε οι γραμματιζούμενοι.
Το επόμενο βήμα ποιο είναι; Να γκρεμίσουμε το άγαλμα στην Σκιάθο; Πάρτο κι αυτό κάτω!
Το επόμενο άρθρο θα πάρει παραμάσχαλα ποιον άλλο συγγραφέα; Τον Μπουκόφσκι; Στην πυρά και ο Μπουκόφσκι!
Τον Ουελμπέκ; Πετάξτε στον Σηκουάνα τα βιβλία του! Τον Έρμαν Έσσε; Να του αφαιρεθεί μετά θάνατο το βραβείο Νόμπελ!
Τον Σελίν; Κρεμάστε τα οστά του!
Τον Όσκαρ Ουάίλντ; Αδειάστε του την θέση από το «Περ-Λασαίζ»!
Η λίστα των λογοτεχνικών αποβλήτων κατά την λογική του cancel culture είναι μακρά όσο και η άγνοια της γενιάς του Ναρκισσισμού, του «φαίνεσθαι» και επιβεβαιώνει το χάσμα των γενεών, το ενδότερο ρήγμα.
«Η κουλτούρα της ακύρωσης», εκπορεύεται εν μέρει ή εν πολλοίς από την άγνοια της Ιστορίας και των ιστορικών στιγμών μέσα από τις οποίες ξεπήδησαν λογοτεχνικά κείμενα που άγγιξαν τις ψυχές των αναγνωστών.
Και μια και μιλάμε για την Ιστορία και τον σεβασμό αυτών που γράφουν την Ιστορία απέναντι σε λογοτέχνες που λοξοδρόμησαν, να υπενθυμίσω πως τον Έζρα Πάουντ, οι Αμερικανικές Αρχές, δεν κάψανε τα βιβλία του, δεν πέταξαν τα κείμενά του στους υπονόμους των αμερικανικών μεγαλουπόλεων, δεν σταμάτησαν να τον διαβάζουν, δεν απέτρεψαν το 1949 την λογοτεχνική βράβευσή του, αναγνωρίζοντας το λογοτεχνικό του μέγεθος, τον έκλεισαν σε ατσάλινο κλουβί και τον οδήγησαν στο ψυχιατρείο, επιλέγοντας αυτή την «λύση» από την παραπομπή του σε δίκη με το κατηγορητήριο της εσχάτης προδοσίας.
Ο Δημήτρης Ροδόπουλος είναι αργά πια να οδηγηθεί σε αστυνομικό τμήμα ως σεξιστής λογοτέχνης, έχει αποχαιρετήσει τον επιδερμικά σκεπτόμενο κόσμο της cancel culture, προ πολλού.
Για να παραφράσω την επιτύμβια πλάκα του Μπέκετ
«Ενθάδε κείται αυτός που διέφυγε τόσο
που δεν διαφεύγει ούτε και τώρα»
Αλλά έτσι είναι με την «Η κουλτούρα της ακύρωσης», και τις εμμονές που κουβαλάει:
«Με το πνεύμα της εποχής μας
μπορείς
να προκόψεις και χωρίς πνεύμα»
***
Μιχάλης Κονιόρδος, εκπαιδευτικός