Η εικόνα της κατάστασης στη Θεσπρωτία πριν και κατά τη διάρκεια της Κατοχής είναι ένα από τα τυπικά θύματα της ελληνικής ιστοριογραφίας της μεταπολιτευτικής περιόδου, όπου δεσπόζει η αυτοπροσδιοριζόμενη ως «προοδευτική» γραφή της ιστορίας όχι μόνον στον πανεπιστημιακό χώρο, όπου ο συγκεκριμένος τρόπος γραφής έχει καταστεί πλέον νόρμα και αναπαράγεται, αλλά και ευρύτερα. Το μοτίβο είναι γνώριμο και ταιριάζει στον προπαγανδιστικό λόγο περί καταπίεσης των μειονοτήτων από την «αστική» τάξη - με την οποιαδήποτε έκφρασή της – ενώ η εν λόγω καταπίεση υποτίθεται πως ήταν η βασική αιτία της συμμαχίας και της συνεργασίας στο στρατιωτικό πεδίο των μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας με τις ιταλικές και γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Εννοείται ότι ο καταγγελτικός λόγος δεν σταματά εκεί, αλλά περιλαμβάνει τον στιγματισμό και την καταδίκη των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των ανταρτικών δυνάμεων του Ζέρβα στη Θεσπρωτία από τον Ιούνιο του 1944 μέχρι τον Οκτώβριο του ίδιου έτους για την απώθηση των κατοχικών δυνάμεων και των συνεργαζόμενων με αυτές ένοπλων ομάδων των Τσάμηδων που προσδοκούσαν την «απελευθέρωση» της περιοχής και την προσάρτησή της στη Μεγάλη Αλβανία. Για την «προοδευτική» ιστοριογραφία ο Ζέρβας αποτελεί ούτως ή άλλως τη συμπύκνωση του ταξικού εχθρού, είναι άλλωστε γνωστές οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ, με κεντρική εντολή, να διαλυθούν οι ένοπλες ομάδες του τον Οκτώβριο του 1943 και τον Δεκέμβριο του 1944.
Διαβάστε επίσης: Τσάμηδες, Κατοχή και προπαγάνδα
Μέσα από αυτή την οπτική γωνία οι επιχειρήσεις των δυνάμεων του Ζέρβα για την απώθηση των γερμανικών τμημάτων και των συνεργαζόμενων με αυτά ένοπλων σωμάτων των Τσάμηδων νοηματοδοτούνται πρωτίστως ως καταδίωξη και σφαγή μειονοτικών αμάχων. Τα πράγματα, όμως, είναι πιο σύνθετα.
Ήδη μια πενταετία πριν από την κατοχή εκδηλώνονται συστηματικά στη Θεσπρωτία κεντρικά σχεδιασμένες προκλήσεις («προβοκάτσιες») εκ μέρους παραγόντων της μουσουλμανικής μειονότητας των Τσάμηδων. Πρόκειται για τα προεόρτια των εγκλημάτων που συντελέστηκαν από τα ίδια πρόσωπα αργότερα, μετά την εισβολή των ιταλικών και αργότερα των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στην Ήπειρο.
Οι γενικότερες εξελίξεις του πολέμου δεν είχαν την τροπή που επιθυμούσε και προσδοκούσε η ηγεσία και η καθολική σχεδόν πλειονότητα των Τσάμηδων. Για να έρθει το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1944 η τραγωδία με την φυγή στο έδαφος της γειτονικής Αλβανίας όχι μόνον των ένοπλων ομάδων που πιέζονταν από τις δυνάμεις του Ζέρβα, αλλά και του συνόλου του άμαχου πληθυσμού – πλην ορισμένων εξαιρέσεων που παρέμειναν και από τότε συνεχίζουν να παραμένουν στη Θεσπρωτία. Η εκκένωση της Θεσπρωτίας από τους Τσάμηδες κάτω από την πίεση των δυνάμεων του Ζέρβα, ενώ εμφανίζει κοινά χαρακτηριστικά με αντίστοιχες εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια σε σχέση με τις γερμανικές μειονότητες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους κάτω από την πίεση του κόκκινου στρατού και των ανταρτικών σωμάτων του Τίτο, καταδικάστηκε από συγκεκριμένο πολιτικό χώρο ως «φασιστική» ενέργεια, χωρίς όμως ο χαρακτηρισμός αυτός να επεκτείνεται και στις μειονότητες της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων που είχαν την ίδια ή πολύ χειρότερη τύχη. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η «προοδευτική» ιστοριογραφία της περιόδου της μεταπολίτευσης, συμπίπτοντας σε μεγάλο βαθμό με την επίσημη σήμερα κρατική αλβανική ιστοριογραφία.
Το κλίμα που επικρατεί στη Θεσπρωτία ήδη μια οκταετία πριν από τον ματωμένο Δεκαπενταύγουστο του 1943 στην περιοχή του Φαναρίου, νοτίως της Παραμυθιάς μέχρι τις ακτές του Ιονίου, με την ολοκληρωτική καταστροφή είκοσι τεσσάρων χωριών, τις εκτελέσεις αμάχων και τις εκτοπίσεις των αρρένων της περιοχής από 15 έως 60 ετών σε καταναγκαστικά έργα, φαίνεται από ένα τυπικό για το είδος του επεισόδιο που εκτυλίσσεται στην Πλαταριά, ένα παραλιακό χωριό πολύ κοντά σε τρία γνωστά κέντρα της αλβανικής αλυτρωτικής προπαγάνδας της εποχής στην περιοχή: τη Φασκομηλιά, τη Μαζαρακιά και το Μαργαρίτι.
Στην από 4.4.1936 αναφορά του προς την Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Ηπείρου με θέμα «Περί λαβούσης χώραν διαταράξεως της ειρήνης των πολιτών και αδίκου επιθέσεως» ο διοικητής της Διοικήσεως Χωροφυλακής Φιλιατών, αφού πληροφορεί την υπερκείμενη αρχή ότι στο χωριό Πλαταριά στις 25 Μαρτίου είχε γίνει με πρωτοβουλία του προέδρου της κοινότητας λαμπρός εορτασμός της εθνικής επετείου με σημαιοστολισμούς, αναρτήσεις εικόνων των ηρώων της επανάστασης και γεύμα για τους προέδρους, τους δασκάλους και τους προκρίτους των γύρω κοινοτήτων (Αργυρότοπος, Κούτσι, Σκορπιώνα), χριστιανούς και μουσουλμάνους, περιγράφει ένα επεισόδιο από το οποίο μπορεί κανείς να δει πώς ενεργεί στην περιοχή η αλβανική αλυτρωτική προπαγάνδα δημιουργώντας εντάσεις μεταξύ των δύο σύνοικων στοιχείων, που είναι και ο βασικός της στόχος:
«[…]Περί ώραν 17.30 καθ΄ήν ήρχισαν οι διάφοροι πρόεδροι των κοινοτήτων κλπ. ν΄αποσύρωνται ως ληξάσης πλέον της εορτής ο αυτόκλητος εν τη εορτή Νουρεντίν Φέιζος Σαλής, κάτοικος Φασκομηλιάς, διατελών εν μέθη ήρχισε να υβρίζη μεγαλοφώνως και εις Αλβανικήν γλώσσαν τας ανηρτημένας εν των χωρίω εικόνας ηρώων της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 ας εδείκνυεν και εις τους περιέργους οθωμανούς δια των φράσεων ”αυτάς τα έχω χεσμένας γιατί είναι όλες ψεύτικες και καραγκιόζηδες που τους έβαλαν οι χριστιανοί δια να μας αλλάξουν την πίστιν”. Αι βαρύταται αύται ύβρεις του ανωτέρω προς τους μεγάλους ήρωας της επαναστάσεως ανεστάτωσαν την ψυχήν του εκεί ευρισκομένου χριστιανού Μιχαήλ Ζώη όστις απηύθυνε δριμυτάτας παρατηρήσεις εις τον υβρίζοντα Νουρεντίν Φέιζο Σαλή ο οποίος θεωρήσας ευατόν προσβεβλημένον επετέθη εναντίον του βοηθούμενος και υπ΄άλλων ομοφύλων του και συγχωριανών του ήρχισαν να τον κτυπούν δια των χειρών εις διάφορα μέρη του σώματός του αφήσαντες τούτον τη επεμβάσει του εκεί ευρισκομένου χωροφύλακος Κουλούρη Σπυρίδωνος […]»
Όταν καίγεται το Φανάρι στο δεύτερο δεκαήμερο του Αυγούστου του 1943 στην κοινή επιχείρηση των ιταλικών, γερμανικών και τσάμικων ενόπλων τμημάτων για την εκκαθάριση της παραλιακής ζώνης από ανταρτικές δυνάμεις και κυρίως για την λεηλασία και τον σφετερισμό του πλούτου της περιοχής, όλες οι ένοπλες ομάδες των Τσάμηδων από τη Φασκομηλιά, τη Μαζαρακιά, το Μαργαρίτι, τον Βραχωνά και τα άλλα χωριά της Γκρόπας είναι εκεί. Ο ρόλος τους τώρα δεν είναι να οργανώνουν προβοκάτσιες, αλλά να καταστρέφουν, να λεηλατούν, να κακοποιούν τον γυναικείο πληθυσμό και να οικειοποιούνται περιουσίες.
Διαβάστε επίσης
Ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου, όταν τα τμήματα του διοικητή του 99ου συντάγματος ορεινών καταδρομών Γιόζεφ Ρέμολντ - στοχοπροσηλωμένου ναζιστή συνταγματάρχη και στενού φίλου του Νουρί Ντίνο τον οποίο μετά τον πόλεμο και την επιστροφή του από τη ρωσική αιχμαλωσία επισκέπτεται τακτικά στην Τουρκία - περνούν από την Παραμυθιά καθ’ οδόν προς τη βάση τους στη Μενίνα (Νεράϊδα), συλλαμβάνουν στις εννέα το βράδυ 33 Παραμυθιώτες, μετά από υπόδειξη της ηγεσίας των Τσάμηδων της πόλης. Ο συλληφθέντες μεταφέρονται στα υπόγεια της Ζωσιμαίας στα Ιωάννινα και ανακρίνονται. Το Γραφείο Πληροφοριών της Έντελβαϊς – έτσι ονομάζεται η Μεραρχία Ορεινών Καταδρομών που είναι ανεπτυγμένη ήδη από τον Ιούλιο του 1943 σε όλη την Ήπειρο – καταλήγει μετά τις ανακρίσεις στο συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει ήδη σε εμπιστευτική του αναφορά προς το παραπάνω Γραφείο δέκα μέρες νωρίτερα ο κεντρικός πληροφοριοδότης των ιταλικών και των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων για όλη την Ήπειρο, ο δρ Νουρί Ντίνο: η Παραμυθιά είναι έδρα κατασκοπευτικού δικτύου και κέντρο οργάνωσης και οικονομικής ενίσχυσης των ανταρτών και οι συλληφθέντες είναι μέλη αυτού του δικτύου. Λόγω διαφωνιών με την υπερκείμενη ιταλική στρατιωτική αρχή, οι κρατούμενοι – ανάμεσά τους και ο δήμαρχος της πόλης Αριστοτέλης Στρουγγάρης - απελευθερώνονται σε λίγες εβδομάδες για να συλληφθούν ξανά μαζί με άλλους Παραμυθιώτες, 49 άτομα συνολικά, και να εκτελεστούν στις 29.9.1943.
Από τη κατάθεση του Στρουγγάρη, όπως αυτή υπάρχει στα γερμανικά στρατιωτικά αρχεία στο Φράϊμπουργκ, φαίνεται το σθένος που έδειξαν οι κρατούμενοι στην ανάκριση, αν κρίνει κανείς από τις απαντήσεις που έδιναν στις επίμονες ερωτήσεις και τις απειλές των ανακριτών. Ο ίδιος είναι μια τραγική περίπτωση. Ενώ γλίτωσε τη δεύτερη σύλληψη στις 27.9.1943 και την βέβαιη εκτέλεσή του στις 29.9.43, γιατί είχε προλάβει να βγει στο βουνό, δεν απέφυγε την εκτέλεση από τους «μαχητές» του «Δημοκρατικού Στρατού» το 1948, όταν έγινε εκ μέρους του τελευταίου η γνωστή επιδρομή εναντίον της Παραμυθιάς. Ο Στρουγγάρης ήταν με το Ζέρβα, και αυτό αρκούσε για την υπαγωγή του στην κατηγορία της «αντίδρασης» και για το παρεπόμενο «ξεκαθάρισμα της κατάστασης». Για την εκτέλεση αυτή κανείς από τους πρωταγωνιστές και τους ηθικούς αυτουργούς δεν μίλησε, ούτε ζήτησε μέχρι σήμερα ιδιωτικά ή δημόσια κάποια συγχώρεση. Η «συμφιλίωση» έγινε στα βουβά, μέσω της αμήχανης σιωπής και της λήθης.