«Παρόλο που γεννήθηκε πριν από εκατό χρόνια, η Μαρία Κάλλας παραμένει η λυρική τραγουδίστρια με τις περισσότερες πωλήσεις όλων των εποχών. Αλλά όταν λέω σε κάποιον ότι έχω γράψει ένα μυθιστόρημα για αυτήν, η αντίδραση συνοδεύεται από έναν αναστεναγμό: ”Ω, η Μαρία, τι ταλέντο, αλλά και τι τραγωδία”. Και όλα αυτά επειδή η Κάλλας εγκαταλείφθηκε από έναν άνδρα. Το 1968, ο επί εννέα χρόνια εραστής της τραγουδίστριας, ο ”Χρυσός Έλληνας”, εφοπλιστής Αριστοτέλης Ωνάσης, έβαλε τέλος στη σχέση μαζί της για να παντρευτεί την πρώην Πρώτη Κυρία Τζάκι Κένεντι. Η ιστορία της Κάλλας, όπως και οι ιστορίες στις όπερες που πρωταγωνιστούσε, λέει ότι προδόθηκε από τον άνδρα που αγαπούσε, πριν αρχίσει η παρακμή που κατέληξε στο θάνατό της οκτώ χρόνια αργότερα», αναφέρει σε άρθρο της στον Guardian, η Ντέιζι Γκούντγουιν, συγγραφέας του βιβλίου «Diva» (εκδόσεις Head of Zeus).
«Η Κάλλας δεν είναι η μόνη που πέρασε στον μύθο ως η μεγάλη τραγουδίστρια που πεθαίνει δυστυχισμένη και μόνη: Τζούντι Γκάρλαντ, Εντίθ Πιαφ, Μπίλι Χολιντέι, Τζάνις Τζόπλιν, Έιμι Γουάινχαουζ -και η λίστα συνεχίζεται. Φαίνεται ότι υπάρχει κάτι ακαταμάχητο στην ιδέα ότι μια γυναίκα με τεράστιο ταλέντο πρέπει να σταυρωθεί από την επιτυχία της, ότι δεν έχει το δικαίωμα να ζήσει μια ευτυχισμένη και γεμάτη ζωή. Με την Κάλλας, όπως και με την Γκάρλαντ, η έμφαση δίνεται πάντα στην πορεία προς την κάθοδο, ποτέ στην ένδοξη ακμή. Η Ρενέ Ζελβέγκερ κέρδισε Όσκαρ ενσαρκώνοντας την Γκάρλαντ στο τέλος της καριέρας της, ενώ η Αντζελίνα Τζολί θα υποδυθεί την Κάλλας στην επερχόμενη ταινία «Maria», που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών της τραγουδίστριας στο Παρίσι της δεκαετίας του 1970, όπου και πέθανε από καρδιακή προσβολή.
» Όμως, το να χαρακτηρίζει κανείς τη ζωή της Κάλλας τραγική, αδικεί πολύ αυτή την αξιοσημείωτη γυναίκα. Η Κάλλας έβλεπε κάθε παράσταση ως μια μάχη που έπρεπε να κερδίσει. Ένας από τους λόγους που ήθελα να γράψω γι′ αυτήν ήταν η ακλόνητη πίστη της στο ταλέντο της. Σε ηλικία 23 ετών, ενώ ήταν ακόμη μια άγνωστη σοπράνο που είχε τραγουδήσει μόνο στην Αθήνα, πέρασε σε οντισιόν στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης. Η Met εντυπωσιάστηκε αρκετά από τη νεαρή τραγουδίστρια τόσο ώστε να της προσφέρει συμβόλαιο για δεύτερους ρόλους, αλλά η Κάλλας ήξερε ότι άξιζε να τραγουδά πρωταγωνιστικούς ρόλους και απέρριψε την προσφορά, λέγοντάς τους ότι μια μέρα θα την παρακαλούσαν να επιστρέψει. Αντ′ αυτού, πήγε στην Ιταλία, όπου και άρχισε η θεαματική της καριέρα. Και φυσικά αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο, όταν, 10 χρόνια μετά την οντισιόν, ο διευθυντής της Met, Rudolf Bing αναγκάστηκε να της καταβάλει μια πρωτοφανή αμοιβή για να εμφανιστεί για μια σεζόν. Η Κάλλας γνώριζε την αξία της: απαιτώντας ίση αμοιβή όχι μόνο με τους άνδρες τραγουδιστές, αλλά και με τον μαέστρο Φον Κάραγιαν, σόκαρε τον κόσμο της μουσικής. Αλλά στην πραγματικότητα, ποιον πλήρωνε το κοινό να δει; Όπως είχε πει η ίδια εκείνη την εποχή: ”Πραγματικά δεν με ενδιαφέρουν τα χρήματα, αλλά πρέπει να είναι περισσότερα από όσα παίρνει οποιοσδήποτε άλλος”.
» Ήταν το είδος της δήλωσης που εδραίωσε τη φήμη της ως ”ντίβας”. Η Κάλλας ήταν διάσημη για τις πρόβες που έκανε -περισσότερο και πιο εντατικά από οποιονδήποτε άλλον- προς μεγάλη ενόχληση των άλλων τραγουδιστών, οι οποίοι δυσανασχετούσαν με τις απαιτήσεις που τους έθετε. ”Είμαι τόσο δύσκολη όσο χρειάζεται προκειμένου να πετύχω την τελειότητα”, ήταν η απάντησή της. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν άνδρα καλλιτέχνη του διαμετρήματός της να πρέπει να δικαιολογήσει την προσπάθειά του για το καλύτερο.
Το χειρότερο που συνέβη στην Κάλλας δεν ήταν το τέλος της σχέσης της με τον Ωνάση, αλλά η απώλεια της φωνής της. Αυτό ήταν φυσικά, αναπόφευκτο: οι τραγουδιστές της όπερας είναι, κατά κάποιον τρόπο, αθλητές της μουσικής και μπορούν να συνεχίσουν μόνο μέχρι να τους προδώσει το σώμα τους. Αλλά η Κάλλας άρχισε να παρατηρεί τις αλλαγές στη φωνή της προτού κλείσει τα σαράντα, ενώ είχε ακόμη τουλάχιστον μια δεκαετία ερμηνείας. Η πρόωρη απώλεια της φωνής της έχει αποδοθεί από ορισμένους κριτικούς στο βάρος που έχασε το 1954, όταν προετοιμαζόταν για την καθοριστική για την καριέρα της ερμηνεία ως Βιολέτα στην Τραβιάτα, σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι. Αλλά αυτή η απώλεια βάρους δεν ήταν αποτέλεσμα αυτοκαταστροφικών τάσεων - η Κάλλας έχασε βάρος επειδή ήθελε να είναι πειστική στη σκηνή ως μία γυναίκα που αργοπεθαίνει από φυματίωση. Και δεδομένου του πόσο προσεκτική ήταν όσον αφορά την προστασία της φωνής της από τον καπνό, τον κλιματισμό ή οποιουσδήποτε άλλους στρεσογόνους παράγοντες, είναι αδιανόητο να το είχε κάνει αν πίστευε ότι θα έβλαπτε το μεγαλύτερο χάρισμα της».
«Νομίζω ότι αυτός ο μύθος επιμένει λόγω της επιθυμίας να πιστεύουμε ότι οι μεγάλες καλλιτέχνιδες είναι αυτοκαταστροφικές», συνεχίζει η Ντέιζι Γκούντγουιν. «Δεν νομίζω ότι αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση της Κάλλας. Σήμερα, οι τραγουδιστές της όπερας προστατεύουν τη φωνή τους περιορίζοντας τις εμφανίσεις τους τα πρώτα χρόνια -αλλά επειδή η Κάλλας ήταν τόσο ταλαντούχα, μπορούσε να τραγουδήσει τα πάντα. Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας της ζωής της τραγούδησε Βάγκνερ και Μπελίνι την ίδια εβδομάδα στη Βενετία, κάτι που είναι το μουσικό ισοδύναμο του να τρέχεις μαραθώνιο και 100 μέτρα με εμπόδια. Δεν είναι περίεργο που η φωνή της άρχισε να φθείρεται πριν την ώρα της.
» Αλλά ακόμη και χωρίς το γεγονός ότι έχασε πρόωρα τη φωνή της, η ιδέα ότι η Κάλλας, μια γυναίκα που έδινε μάχες σε όλη της τη ζωή, απλά κατέρρευσε όταν την πρόδωσε ο άνδρας που αγαπούσε, είναι παράλογη. Στα χρόνια μετά τον χωρισμό της, πρωταγωνίστησε σε μια ταινία που σκηνοθέτησε ο Παζολίνι- έκανε μια εξαιρετικά επιτυχημένη παγκόσμια περιοδεία συναυλιών- έδωσε masterclasses στο κορυφαίο ωδείο παραστατικών τεχνών της Νέας Υόρκης, τη Σχολή Juilliard, και είχε σχέση με τον τενόρο Τζουζέπε ντι Στέφανο. Διαφωνώ με την άποψη ότι η Κάλλας εγκατέλειψε την καριέρα της για τον Ωνάση: Νομίζω ότι μόνο επειδή η φωνή της είχε αρχίσει να παραπαίει, επέτρεψε στον εαυτό της να τον ερωτευτεί. Αν της είχε δοθεί η δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα σε άλλη μια δεκαετία στην κορυφή και στον Ωνάση, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα επέλεγε το τραγούδι».
Με πληροφορίες από Guardian