«Εμείς οι Ρώσοι δεν κοιτάζουμε προς το μέλλον, αλλά στο παρελθόν και μάλιστα σε ένα πολύ μακρινό παρελθόν»
Φιόντορ Μ. Ντοστογιέφσκι, Από το «Ημερολόγιο ενός Συγγραφέα»
Οι αλλεπάλληλες κρίσεις είναι η νέα μας πραγματικότητα, στον βαθμό που τα τελευταία χρόνια εγγράφονται ολοένα και περισσότερο στον ευρύτερο πολιτικό ορίζοντα και στις συνειδήσεις των θεσμών μας. Οι νέες κρίσεις ξεπροβάλλουν λίγο προτού εξανεμιστούν οι ελπίδες για την αποχώρηση εκείνων που προηγήθηκαν. Οι ίδιες αποτελούν την απαραίτητη καύσιμη ύλη, προκειμένου να συντελεστεί μια από καιρό παγιωμένη ριζική πολιτική και κοινωνική αλλαγή. Το ιστορικό βεληνεκές της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνηγορεί ότι η ίδια, προκειμένου να προχωρήσει σε τολμηρά μεταρρυθμιστικά βήματα μακριά από τον ρόλο του απαθούς παρατηρητή, πρέπει να δοκιμαστεί υπό το φως των κακοτοπιών. Πόσες όμως κρίσεις και παθήματα υπό το μανδύα πολεμικών συγκρούσεων πρέπει να βιώσουμε για να εμπεδωθεί το μάθημα;
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιούργησε τις κατάλληλες αυτή την φορά προϋποθέσεις για την βίαιη ενηλικίωση της Δύσης σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο και κατακερματισμένο κόσμο. Οι υπερβατικές αυταπάτες ότι η εξασφάλιση της ειρήνης εντοπίζεται σε ανέφελες και αφελείς ειρηνιστικές διακηρύξεις, μακριά από θύτες και θύματα, επιτιθέμενους και αμυνόμενους, καταρρίφθηκε συλλήβδην από το καθεστώς της Ρωσίας.
Οι ιστορίες που καθημερινά καταφθάνουν από το Ουκρανικό μέτωπο είναι πολλές και συγκινητικές, διαμορφώνοντας ένα βαρύ και αποσταθεροποιητικό κλίμα το οποίο για χρόνια ολόκληρα ξόρκιζε η Δύση από τους κόλπους της. Η αίσθηση ενός κοινού πεπρωμένου, που επικρατεί και σφυρηλατείται στα πεδία των μαχών, θα μπορούσε να είναι το κεφάλαιο ενός βιβλίου, το οποίο σκιαγραφεί την βιογραφία του Ουκρανικού λαού στον πιο γνήσιο ηθικοπολιτικό αγώνα, εκείνον της μη καταβαράθρωσης της Ελευθερίας.
Η ανάγκη για συλλογική και διακρατική δράση παρουσιάζεται ως η πλέον κατάλληλη λύση, ούτως ώστε μέσα από δύσκολες διπλωματικές και όχι προσχηματικές διεργασίες, να αποφευχθούν τα φαντάσματα του παρελθόντος, που συνομιλούν με ένα δικό τους διαστρεβλωμένο παρελθόν και σκιάζουν σήμερα τις βαθύτατα ιστορικές και σπουδαίες κατακτήσεις του κόσμου και του (νομικού) πολιτισμού μας.
Το γεγονός ωστόσο της εισβολής επέφερε και ένα ρήγμα αξιοπιστίας σε όλους εκείνους που διατείνονται ότι το Διεθνές Δίκαιο μπορεί αδιατάρακτα και άνευ ετέρου να αποτρέψει κορυφαίες γεωπολιτικές δονήσεις. Το ίδιο ισχυρίζονται πως αποδείχθηκε ανεπαρκές και κατώτερο των περιστάσεων, αποδεικνύοντας πως η εμπιστοσύνη που του επεφύλασσαν είχε διαρραγεί ήδη πολύ πριν την εισβολή, για λόγους που ποικίλλουν.
Έτσι, στις συνειδήσεις των πολλών, ιδίως μετά τις τελευταίες εξελίξεις, αντιμετωπίζεται και ερμηνεύεται, από τις μεν περιπτώσεις των κραταιών οντοτήτων του γεωπολιτικού μας οικοδομήματος, ως ένα εργαλείο που εφαρμόζεται κατά το δοκούν και αποτελεί προκάλυμμα ισχύος υπό την διαρκή επιφύλαξη της παραβίασης διεθνών κανόνων, συμβάσεων και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ από τις δε περιπτώσεις μικρότερων και de facto πιο ανίσχυρων κρατών, ως ένα σύνολο δεσμευτικών κανόνων και αρχών, η επίκληση των οποίων κατατείνει στην αποφυγή της ωμής επιβολής των εκάστοτε αναθεωρητικών ορέξεων.
Ωστόσο, καθόσον μιλάμε για κράτη και άσκηση κυριαρχίας - ας μην ξεχνάμε ότι οι μεγαλύτερες ρήξεις μεταξύ κρατών και Ευρωπαϊκής Ένωσης εντοπίζονται στις ερμηνευτικές θεωρήσεις της κυριαρχίας-, η μανιχαϊστική προσέγγιση (είτε φενάκη είτε κανόνες ελεημοσύνης) του Διεθνούς Δικαίου, επί τη βάσει του οποίου οικοδομήθηκε η προοπτική ενός νέου και ασφαλούς κόσμου με το πέρας του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν μπορεί να βρει ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της.
Το Διεθνές Δίκαιο δεν μπορεί να επωμίζεται τις εκ βάθρων κρίσεις και τις ακραίες παθογένειες των εκάστοτε κρατών, τις φορές που εκείνα καθίστανται απολύτως ακατάλληλα για να το προασπίσουν. Δεν μπορεί όμως να αντιμετωπίζεται και με όρους ενός ξοφλημένου πρότζεκτ από όλους εκείνους που διεκτραγωδώντας τον πόλεμο αποδίδουν τις ευθύνες στην χρεοκοπία του Διεθνούς Δικαίου.
Η κρίση όταν εξάγεται δεν διαθέτει ερείσματα μετάθεσης του προβλήματος, στην πραγματικότητα αναδεικνύει την ανήμπορη και δεινή στάση του εξαγωγέα στο εύκολο παιχνίδι της απόδοσης ευθυνών. Μια τέτοια περιρρέουσα και δημοφιλής σε πολλούς αντίληψη που έχει αναθερμανθεί το τελευταίο διάστημα, βρίσκει έναν πρώτης τάξεως σύμμαχο στο πρόσωπο της εξαιρετικά πρόσφατης σφυγμομέτρησης, στο πλαίσιο της οποίας εκτιμήθηκε ότι μόνο το 60% των Ελλήνων καταδικάζουν την εισβολή στην Ουκρανία ως μια απαράδεκτη ενέργεια, την στιγμή που τα ποσοστά σε λοιπές χώρες της Ευρώπης ξεκινούν από 75% και φτάνουν έως και 85%.
Ο μεγάλος ηττημένος της ένοπλης σύρραξης είναι ο Ρωσικός λαός, καθόσον η κίνηση του Βλαντιμίρ Πούτιν, στο όνομα του οποίου και μόνο αποδίδεται σήμερα ο πρώτος διακρατικός πόλεμος τον 21ο αιώνα, κατάφερε να υποθηκεύσει το μέλλον μιας κοινωνίας, η οποία, αδυνατώντας να αποκτήσει φιλελεύθερα χαρακτηριστικά και μια γλώσσα εφάμιλλη της δυτικής δημοκρατίας, απέδειξε στην πραγματικότητα ότι η προσπάθεια να απεκδυθεί την σοβιετική κουλτούρα από την εθνική της υπόσταση δεν επιχειρήθηκε ποτέ με σοβαρότητα.
Οι δικτατορίες είναι νομοτελειακά καταδικασμένες να αποτύχουν και να οδηγηθούν σε παρακμή, καθόσον καλούνται να ανταποκριθούν σε σύνθετα αιτήματα διαχείρισης και διαρκούς καταστολής. Μια απόλυτη εξουσία χωρίς ισχυρά θεσμικά αντίβαρα διαφθείρει απόλυτα τους ηγέτες οι οποίοι, έμπλεοι ψευδαισθήσεων στο παραλήρημα της παντοδυναμίας τους, οδηγούνται στην καταστροφή. Η καταστροφή όμως τις περισσότερες φορές, δεν είναι μονοθεματική, και δυστυχώς συμπαρασύρει μαζί της τους λαούς. Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, ο Ρωσικός λαός είναι ήδη ο μεγάλος ηττημένος.