Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας
Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα ’ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα Αυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές
Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας
Μερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι
Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη.
Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι.
Μια μέρα μάς σφύριξε κάποιος στ’ αυτί: «Πέθανε ο Χάρης»
«Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα.
Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θά ’χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα
Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά τής καινούριας ζωής μας
Μα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Κανείς δεν προφταίνει
…Δεν είμαστε όλοι μαζί. Δυο τρεις ξενιτεύτηκαν
Τράβηξεν ο άλλος μακριά μ’ ένα φέρσιμο αόριστο κι ο Χάρης σκοτώθηκε
Φύγανε κι άλλοι, μάς ήρθαν καινούριοι, γεμίσαν οι δρόμοι
Το πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες
Μαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Μες στο χάος κυματίζουν τραγούδια.
Αν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπούνε ανελέητα τα τείχη
Ξεχώρισες μια: Είν’ η δική του. Ανάβει μικρές πυρκαγιές
Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας
Είν’ η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος
Π’ αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος που σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος
Που μάς δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες
Που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Αλήθεια και στο αίθριο το φως.Χάρης 1944
Αυτό το ποίημα, φυσικά, δεν το έγραψα εγώ. Το έγραψε ο Μανόλης Αναγνωστάκης το 1944 και έχει τον πραγματικό τίτλο «Χάρης». Το τραγούδι το μελοποίησε ο Μίκης και το έκανε ένα φανταστικό θούριο, τραγουδισμένο τέλεια από τη Μαρία Φαραντούρη και είναι στον δίσκο Αρκαδία 6-8 που κυκλοφόρησε το 1974. Νομίζω πως πολύ ταιριάζει στον Μίκη αυτό το ποίημα.
Ο Μίκης, που έφυγε από αυτόν τον κόσμο, δεν ήταν απλώς άλλος ένας αξιόλογος Έλληνας μουσικός. Έχουμε πολλούς τέτοιους. Ο Μίκης ήταν ένας και μοναδικός. Όπως θα λέγαμε ένας Σωκράτης ή ένας Πλάτωνας.
Ο Μίκης ήταν ένας χείμαρρος, ένας σεισμός, μια θάλασσα, ένας κεραυνός, ένας γρανίτης, ένας γίγαντας, ένα φαινόμενο. Ένας Βουκεφάλας που των κρατάς και δεν κρατιέται. Ο μόνος τρόπος να καταλάβει κανείς το μέγεθος του ανθρώπου αυτού είναι να μελετήσει προσεκτικά το έργο του.
Ένα τεράστιο έργο, κυρίως μουσικό αλλά και συγγραφικό και ανθρωπιστικό. Εγώ θα περιοριστώ μόνο στο μουσικό έργο του Μίκη, και με μεγάλη συντομία, γιατί πάρα πολλά έχουν γραφτεί ήδη και δεν είμαι ειδικός. Δεν ξέρω ούτε καν μουσική. Ένας απλός γιατρός είμαι.
Κατά την ταπεινή γνώμη μου, το μουσικό έργο του Μίκη είναι τόσο μεγάλο, και τόσο πλατύ, που η εμβέλεια του μπορεί να συγκριθεί με αυτήν των μεγάλων κλασικών όπως ο Μπετόβεν, ο Μπαχ και ο Μόζαρτ.
Για μουσικές συγκρίσεις στον ελληνικό χώρο θα τολμήσω να πω χαρακτηριστικά τα εξής: Αν πάρουμε μια ζυγαριά και βάλουμε από τη μια πλευρά το έργο του Μίκη και από την άλλη το έργο όλων των άλλων σύγχρονων Ελλήνων μουσικών, θα κερδίσει o Μίκης.
Στο επόμενο άρθρο μου θα περιγράψω μια σύγκριση Θεοδωράκη-Χατζιδάκι επειδή τό θέμα συζητείται ακόμα. Επίσης, αν στη ζυγαριά βάλουμε τον Μίκη και όλο το ρεμπέτικο, πάλι θα κερδίσει ο Μίκης.
Θα με ρωτούσατε, και ποιός είναι ο κριτής; ”Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει;”
Οι εκτιμήσεις μου βασίζονται στον όγκο και την ποιότητα της δουλειάς του Μίκη. Ο Μίκης έγραψε πάνω από 1.000 τραγούδια (ας αφήσουμε έξω τα πολλά κλασσικά έργα του που είναι άγνωστα στο ελληνικό κοινό), από τα όποια τουλάχιστον τα 500 (και πιο πιθανά τα 800) είναι αριστουργήματα. Οι άλλοι τρεις μεγάλοι, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος και Μαρκόπουλος, έγραψαν πολύ λιγότερα, περίπου 200-300 τραγούδια ο καθένας, εκ των οποίων τα μισά είναι επίσης αριστουργήματα.
Για να απαντηθεί καλύτερα αυτό το ερώτημα της κατάταξης του Μίκη σε σύγκριση με άλλους Έλληνες μουσικούς, πρότεινα παλιότερα ένα τηλεοπτικό παιχνίδι, στο οποίο δυο συνθέτες να ανταγωνίζονται τραγούδι με τραγούδι. Ένα τραγούδι του ενός και ένα του άλλου, και πάει λέγοντας. Μια κριτική επιτροπή, ή ο κόσμος να ψηφίζει.
Σε τέτοιες πιθανές αναμετρήσεις, περιμένω, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι θα υπάρχει κάποιος ανταγωνισμός στην αρχή, αλλά αργότερα θα επικρατήσει ο Μίκης με ευκολία, λόγω του πολύ υπέρτερου όγκου αριστουργηματικών τραγουδιών.
Αν αυτές οι αναμετρήσεις γινόταν ποτέ, θα ήταν πολύ ευεργετικές για τους νέους γιατί πολλοί αγνοούν την πραγματική ελληνική μουσική και ποίηση των τελευταίων 30-100 χρόνων και ασχολούνται με ευτελή ξένα μουσικά και τηλεοπτικά πρότυπα.
Πρίν λίγο καιρό, ήμουνα στην Σαντορίνη και έπιασα κουβέντα με έναν εικοσάχρονο σερβιτόρο πού μου είπε ότι είναι από τα Τρίκαλα. Όταν του ανάφερα ότι και ο μεγάλος Τσιτσάνης άπω εκεί ήτανε, το ήξερε. Μετά τον ρώτησα ποιους άλλους Έλληνες μουσικούς ξέρει. Έπειτα από λίγη σκέψη μου είπε «Αδαμαντίδης». Όταν ρώτησα για μουσικούς, όχι τραγουδιστές, μου μίλησε για έναν ψηλό με κατσαρά μαλλιά που νομίζει ότι ακόμα ζει, εννοώντας τον Θεοδωράκη (αλλά δεν είπε το όνομα). Όταν ανάφερα τα ονόματα Ξαρχάκος και Μαρκόπουλος δεν τους είχε ακούσει ποτέ. Τι λέτε, να ανησυχούμε;
Για αυτούς που αναρωτιούνται ποιοι είναι οι καλύτεροι ελληνικοί ποιοτικοί δίσκοι όλων των εποχών, ας μην κοιτάξουν μακριά γιατί οι πρώτες 20 θέσεις είναι ήδη πιασμένες. Αν κάποιος θέλει να κάνει την αντιπαράθεση, ας βάλει διπλά από κάθε δίσκο του Μίκη ένα δίσκο από τον αγαπημένο του συνθέτη και θα δει τι θα γίνει. Πιστεύω «Γής μαδιάμ!» Φτάνει μόνο αυτός που συγκρίνει να ξέρει τους δίσκους και τα τραγούδια. Ας μη φτάσουμε σε λάθος συμπεράσματα λόγω άγνοιας!
Έτσι για δοκιμή, προτείνω να παίξουν οι αγαπητοί αναγνώστες το έργο του Μίκη «Ρωμιοσύνη» που κυκλοφόρησε το 1966 για να δουν τι σημαίνει αξεπέραστο. Αυτό είναι ένα λιτό μα παντοδύναμο έργο, θα έλεγα ένα ορατόριο για μια ανδρική φωνή και ένα μπουζούκι, που δεν πρόκειται να επαναληφθεί ποτέ.
Η μουσική, και οι συγκλονιστικοί στίχοι του Ρίτσου, η φωνή του Μπιθικώτση και το μπουζούκι του Παπαδόπουλου, δένονται σε ένα συγκινητικό σύνολο που μπορεί να ακούγεται κάθε μέρα τουλάχιστο για 40 χρόνια.
Το ίδιο ισχύει για πάρα πολλούς δίσκους του Μίκη. Αυτά που λέω δεν ειναι υπερβολές. Μέχρι και ο τάχα τρελός μαέστρος καί μπουζουκο-βιρτουόζος Γιώργος Ζαμπέτας είπε ότι η «Ρωμιοσύνη» του Μίκη θα μείνει στην ελληνική μουσική ιστορία τόσα χρόνια, όσο και οι κολώνες του Παρθενώνα! Δηλαδή, στον αιώνα τον άπαντα.
Πολλαπλοί δίσκοι του Μίκη έχουν ιδιαίτερα στοιχεία που πολύ δύσκολα συναντάς αλλού.
Στους στίχους βρίσκεις τρεις Νομπελίστες (Σεφέρης, Ελύτης, Νερούδα) και άλλους που είναι της κλάσεως Νόμπελ όπως οι Ρίτσος, Βάρναλης, Σικελιανός, Γκάτσος, Ελευθερίου, Χριστοδούλου, Κατσαρός, Καμπανέλλης, Κάλβος, Παπαδόπουλος, Λόρκα και άλλοι πολλοί.
Στους ερμηνευτές βρίσκεις Καζαντζίδη, Μαρινέλλα, Μπιθικώτση, Φαραντούρη, Λίντα, και τους νεώτερους Νταλάρα, Μητσιά, Πουλόπουλο, Χατζή και σχεδόν κάθε άλλο σύγχρονο αξιόλογο Έλληνα τραγουδιστή αλλά και πολλούς ξένους, πού έκαναν διασκευές.
Μέχρι και ο Πάριος και η Γλυκερία ξύπνησαν από τον λήθαργο τους λίγο αργά για να τραγουδήσουν Μίκη. Κάποιος μου ανάφερε και τον Ρουβά.
Ο Μίκης χρησιμοποίησε τα καλύτερα μπουζούκια με πρώτο και καλύτερο τον Χιώτη. Φαντάσου ότι στο δίσκο «Πολιτεία» (1961) εμφανίζονται μαζί ο Μπιθικώτσης με το ντουέτο Καζαντζίδης/Μαρινέλλα και σε μερικά τραγούδια παίζει μπουζούκι ο Χιώτης, κάτι αξεπέραστο και πρωτοφανές.
Για να φανεί το μεγαλείο του δίσκου αυτού, αναφέρω ένα ένα τα τραγούδια, που πιθανότατα είναι όλα, από τα ποιοτικά καλύτερα ελληνικά τραγούδια όλων των εποχών.
Πολιτεία (1961)
Καημός
Βρέχει στη φτωχογειτονιά
Παράπονο
Γωνιά-γωνιά
Είναι μακρύς ο δρόμος σου
Μετανάστης,
Μάννα μου καί Παναγιά
Αυτούς που βλέπεις
Οι μοιραίοι
Η μπαλάντα του Αντρίκου
Σαββατόβραδο
Έχω μιά αγάπη
Δραπετσώνα (ένα από τα καλύτερα 5-10 ζεϊμπέκικα όλων των εποχών)
Βράχο-βράχο.
Εάν κάποιος Ελληνας συνθέτης έγραφε μόνο τα τραγούδια της «Πολιτείας», θα παρέμεινε αθάνατος. Και εάν έγραφε μόνο ένα τραγούδι, όπως για παράδειγμα την «Δραπετσώνα», θα εθεωρείτο «μεγάλος».
Πιστεύω πολλοί Ελληνες συνθέτες θα αντάλλασσαν ένα τραγούδι της «Πολιτείας» με τ τραγούδια όλης της καριέρας τους.
Η μουσική του Μίκη δεν είναι καθόλου επηρεασμένη από κάποια ρεύματα της εποχής και δεν θυμίζει τίποτα άλλο εκτός από ένα 100% ελληνικό προϊόν. Να πούμε σαν την μαστίχα της Χίου, το νησί πού τον γέννησε.
Ο Μίκης ποτέ δεν έγραψε τσιφτετέλια, αλλά κράτησε τις ελληνικές μουσικές ρίζες που φαίνεται να προέρχονται από το Βυζάντιο και την πιο σύγχρονη ελληνική δημοτική μουσική. Με αλλά λόγια, ο Μίκης ήταν ένας και μοναδικός καινοτόμος.
Η μουσική του δεν είναι ούτε ευρωπαϊκή, ούτε δημοτική, ούτε ρεμπέτικη, ούτε οτιδήποτε άλλο. Είναι άκρως ελληνική και Θεοδωρακική. Πώς και πού την βρήκε, δεν ξέρω. Πιθανότατα μας την έστειλε ο Θεός, όπως το μάννα, και ο Μίκης μπορεί να μην είναι τίποτα άλλο από ένας Θεϊκός αγγελιαφόρος.
Ο Μίκης τελείωσε τη πολύχρονη αποστολή του και γύρισε στον Αφέντη του, οπός καί όλοι μας κάποια στιγμή. Πήγε να βρει τους φίλους του Σεφέρη, Ρίτσο, Ελύτη και τον Παπαϊωάννου, που θα τον υποδεχτεί παίζοντας το «Πέντε Έλληνες στον Άδη» και ο Μίκης θα απαντήσει με το «Ο ύπνος σε τύλιξε» ή «Στα περβόλια». Καλή διασκέδαση Μίκη.
Πιο κάτω αναφέρω τους 23 κατά την γνώμη μου ιστορικούς δίσκους του Μίκη, που επίσης θεωρώ ότι είναι όλοι τους, οι καλύτεροι ελληνικοί δίσκοι όλων των εποχών.
Ας μέ συγχωρήσουν οι άλλοι μουσικοσυνθέτες και Ελληνες φιλόμουσοι που τους χάλασα το κέφι, αλλά αν θέλουν, ας δοκιμάσουν την αντιπαράθεση, όπως ανάφερα πιο πάνω. Τότε μπορεί και αυτοί να πουν αυτό που εγώ συχνά λέω σε άλλους. Πολλοί γράφουν τραγούδια, αλλά μόνον ο Μίκης γράφει ορατόρια.