«Δεν είναι το πιάνο που με κρατάει, αλλά το μυαλό. Καθημερινά διασκευάζω τα παλιά μου κομμάτια σε τζαζ, γράφω καινούργια...», είχε πει ο Μίμης Πλέσσας που έφυγε από την ζωή λίγες ημέρες προτού γιορτάσει τα 100ά του γενέθλια , το 2020 σε ηλικία 96 ετών. Το πρόγραμμά του εκείνη την εποχή ήταν να εργάζεται από τις 11 το πρωί μέχρι τις 2 το μεσημέρι, έπειτα να ξεκουράζεται και το απόγευμα να παρακολουθεί παλιές ελληνικές ταινίες, κάτι που δεν έκανε παλιότερα. Ηταν η εποχή της πανδημίας, κι εκείνο που του είχε λείψει περισσότερο απ′ όλα ήταν οι παρέες που έρχονταν το βράδυ στην Καλλιτεχνούπολη, στο σπίτι του: ο Γιώργος και η Μαρία Χατζηνάσιου, ο Δημήτρης Νανόπουλος, ο Δάκης, ο Σπύρος Κλείσσας, ο Γιώργος Κατσαρός, κάποιες φορές, με το σαξόφωνο.
«Το μόνο που θέλω είναι να είμαι χρήσιμος. Ολη μου τη ζωή αυτό έκανα και μου βγήκε σε πολύ καλό», είχε πει στην ίδια συνέντευξη στην Καθημερινή και στη Γιώτα Συκκά.
«Μην γίνεις μουζικάντης»...
Μεγάλωσε «ευτυχισμένα, μικροαστικά. Με δύο γιαγιάδες να μοσχοβολάνε. Βυζαντινή αυστηρότητα η Αθηνά και Ζακυνθιανή γλυκύτητα, η Αντριάνα». Η μεγάλη του αγάπη, ωστόσο, ήταν η μητέρα του, Ελένη, που έχασε σε ηλικία 19 ετών ξαφνικά από εγκεφαλικό, ένας θάνατος που τον σημάδεψε. «Οδηγήτριά μου ήταν η λατρεία στη μητέρα μου Ελένη. Και αν είχα κι άλλη μια ζωή, μόνο περισσότερα γι’ αυτήν θα ήθελα να κάνω», είχε πει στην Amarysia.gr
Με μουσικό αυτί από μικρός, δειλά-δειλά είχε ξεκινήσει να παίζει πιάνο σε ηλικία έξι ετών, σκαλίζοντας προσεκτικά το πιάνο της γιαγιάς του. Οταν το γραμμόφωνο στο σπίτι του στην οδό Ηρακλείου στην περιοχή του Αρχαιολογικού Μουσείου σκεπάστηκε με λευκά σεντόνια, μαζί με το πιάνο, τα έπιπλα, τους καθρέφτες, εξαιτίας του θανάτου της γιαγιάς Αθηνάς, ένιωσε στέρηση.
«Παιδί μου, ευχή και κατάρα των γονιών σου, μη γίνεις μουζικάντης», του είχε πει η πολυαγαπημένη του μητέρα όταν, παιδάκι, της ανακοίνωσε ότι θα ασχοληθεί με την μουσική. «Ωστόσο, δεν σπούδασα μουσική, δεν πήγα ποτέ σε ωδείο, είμαι αυτοδίδακτος. Κατάφερα, όμως, να διευθύνω τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου και να συνεργαστώ με τους μεγαλύτερους σολίστ του πλανήτη», έχει πει σε συνέντευξη στη Lifo και στον Γιάννη Πανταζόπουλο.
«Διακαής επιθυμία της μητέρας μου Ελένης ήταν να γίνω επιστήμων. Ευτύχησα να φοιτήσω στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών στη Φυσικομαθηματική σχολή στο τμήμα Χημείας, έχοντας καθηγητές μου τους σημαντικότερους επιστήμονες της εποχής μου. Στους περισσότερους από αυτούς αρίστευσα. Σήμερα, εξακολουθώ να τους τιμώ γιατί ύστερα από πολλές δυσκολίες, κατάφερα να πάρω το διδακτορικό μου από ένα από τα μεγαλύτερα Πανεπιστήμια του κόσμου, το Cornell University Ithaka New York», είχε αναφέρει ακόμα στον ίδιο δημοσιογράφο. Πριν από τη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών είχε φοιτήσει στο Λεόντειο Λύκειο.
Για τον ίδιο, η χημεία ήταν η κορυφαία των επιστημών. «Αλλά και η μουσική μια χημεία από νότες είναι, που μεταδίδουν συναισθήματα». Λάτρευε εξίσου τη χημεία και τη μουσική: «Υπήρξα πάντοτε επιστήμονας στην Τέχνη μου και Καλλιτέχνης στην επιστήμη μου», είχε πει στο artandartmagazine.gr.
Τα χρόνια της Κατοχής και της Αμερικής: «Ευτυχισμένος και γεμάτος μουσική»
Στο Πλεσσαίικο ήταν πιλοποιοί, δηλαδή είχαν επιχείρηση δημιουργίας καπέλων. Στην Κατοχή η οικογένεια δοκιμάστηκε. Ο Μίμης Πλέσσας έπαιζε σε καμπαρέ της εποχής, έκανε μαθήματα, κουβαλούσε ακόμη και πεθαμένους από την πείνα. Μετά την απελευθέρωση έκανε το κουαρτέτο με το όνομά του από το οποίο πέρασαν εξαιρετικοί νέοι καλλιτέχνες που καταξιώθηκαν αργότερα.
Όταν ήταν ακόμα φοιτητής στο Χημικό, άκουσε ότι ένας θαυμάσιος πιανίστας είχε φύγει για τη Νότια Αμερική και η ορχήστρα του Βαγγέλη Ευαγγελίου έψαχνε αντικαταστάτη. Είχε μάθει όλο το ρεπερτόριο ως αυτοδίδακτος κι έτσι βρέθηκε να είναι μέρος μιας σπουδαίας ορχήστρας. Στην Αμερική γνώριζε μερικούς από τους σημαντικότερους τζαζίστες της εποχής του. «Θυμάμαι, σαν να ’ναι τώρα, τον Λέστερ Γιανγκ να ξεκινάει το Yesterdays του Τζερόμ Κερν», έχει πει για την αλησμόνητη βραδιά που συνδέθηκε με τον μεγάλο σαξοφωνίστα, ο οποίος περιόδευε με το κουαρτέτο του και η έλλειψη του πιανίστα του ήταν η ευκαιρία να γνωρίσει τον «jazz pianist from Greece», όπως του σύστησαν τον Μίμη Πλέσσα. «Έριξα μια κλεφτή ματιά στο ρολόι. Ήταν μία και είκοσι και είχα να ξυπνήσω στις επτά και μισή για το Πανεπιστήμιο. Σύντομα ξεχάστηκα, παρασυρμένος από τη σοβαρότητα των μουσικών διαλόγων, που, όσο πέρναγε η ώρα, γίνονταν όλο και πιο περιεκτικοί. Όταν τελειώσαμε, ήμασταν ευτυχισμένοι και αισθανόμασταν γεμάτοι από μουσική», είχε πει στη Lifo.
Πίσω στην Ελλάδα γίνεται γνωστός από τη Ραδιοφωνία, τις εκπομπές με τους Γιώργο Οικονομίδη και Κώστα Πρετεντέρη και βέβαια τη συνεργασία του με τον Φίνο το 1960. «Στην αρχή ο Φίνος δεν με ήθελε, γιατί δεν είχα γράψει ούτε ένα τραγούδι. Ο Δαλιανίδης ήταν εκείνος που επέμεινε να γράψω τη μουσική για τις ταινίες: Νόμος 4000, Ίλιγγος, Στεφανία, Στον αστερισμό της Παρθένου κ.λπ», έχει πει (Lifo).
«Εχετε γνωρίσει πολύ σπουδαίους ηθοποιούς γράφοντας μουσική για τον ελληνικό κινηματογράφο. Θα ξεχωρίζατε κάποιους»; ρωτήθηκε. «Φρόντισα να τιμήσω τη φιλία του καθενός στο δικό του επίπεδο. Να υπηρετήσω πιστά τα δικά του πιστεύω. Έτσι αντιλαμβάνομαι εγώ την έννοια συν-εργάτης. Θέλετε και ονόματα; Δημήτρης Γιαννουκάκης, Αλέκος Σακελλάριος, Ντίνος Δημόπουλος, Αριστείδης Καρύδης Φουκς, Ντίνος Κατσουρίδης… Σας φτάνουν αυτοί; Γιατί αν δεν φτάνουν, προσθέστε τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους και τα εγγόνια τους», είχε πει στην Amarysia.gr
Η τεράστια επιτυχία του «Δρόμου»: «Με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο ήμασταν αχτύπητο δίδυμο»
Συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τους Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ζαμπέτα (τον ξεχώρισε, όπως είχε πει, για την ευαισθησία του και την «πενιά» του). Το 1969 κυκλοφόρησε ο «Δρόμος» που θεωρείται ένας από τους εμπορικότερους – αν όχι ο εμπορικότερος – δίσκος της ελληνικής δισκογραφίας, κι ο πρώτος χρυσός δίσκος της ελληνικής δισκογραφίας. Η μοναδική διαχρονική επιτυχία του «Δρόμου», οφείλεται στο ότι οι Μίμης Πλέσσας και Λευτέρης Παπαδόπουλος κατάφεραν να πιάσουν μια ολόκληρη νεοελληνική περίοδο, ενώ η πασίγνωστη φωνή του Πουλόπουλου από τις ελληνικές ταινίες, απογείωσε τον δίσκο και ταίριαξε αρμονικά με τις υπέροχες ερμηνείες της Ρένας Κουμιώτη και της Πόπης Αστεριάδη. «Με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο ήμασταν αχτύπητο δίδυμο και σεβόμαστε ο ένας τη δουλειά του άλλου. Μια βραδιά που ήμασταν στο σπίτι του Λευτέρη, είχε σκόρπια κάποια χαρτιά πάνω στο γραφείο του. Εκείνος δεν πίστευε ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν καλό υλικό για τραγούδια. Σ′ αυτά υπήρχαν μνήμες από τα εφηβικά του χρόνια και την Κατοχή. Επίσης, δεν είχαν ρεφρέν, με εξαίρεση το Ξημερώνει Κυριακή. Δύο μέρες μετά τα τραγούδια αυτά παρουσιάστηκαν στον Αλέκο Πατσιφά και στη δισκογραφική LYRA, κι έτσι γεννήθηκε ο ”Δρόμος”», έχει πει.
Τζένη Βάνου: Το «αηδόνι» του
Συνεργάστηκε με πληθώρα κορυφαίων τραγουδιστών (Ζωή Κουρούκλη, Νανά Μούσχουρη, Τζένη Βάνου, Γιοβάννα, Μαρινέλα, Ρένα Κουμιώτη, Γιάννης Βογιατζής, Γιάννης Πουλόπουλος, Τόλης Βοσκόπουλος, Στράτος Διονυσίου κ.α.), πολλούς από τους οποίους ανέδειξε μέσα από τα τραγούδια του. Για τον ίδιο, ωστόσο, κορυφαία ερμηνεύτρια δεν ήταν άλλη από την Τζένη Βάνου. «Η Τζένη Βάνου ήταν για μένα η κορυφαία ερμηνεύτρια. Το ”αηδόνι” του ελληνικού πενταγράμμου. Μια σπουδαία φωνή. Η συγκλονιστικότερη τραγουδίστρια που έχει περάσει από τη ζωή μου. Ο Γιάννης Πουλόπουλος ήταν δικό μου δημιούργημα, όπως και πολλοί άλλοι, εξαιρετικοί τραγουδιστές. Με τον αγαπημένο Γιάννη είχαμε εμφανιστεί και στο Carnegie Hall το 1966, στο Jazz Clinic Festival. Ξεχωρίζω, επίσης, τη Ζωή Κουρούκλη και τον Τόλη Βοσκόπουλο...», είχε πει (Lifo).
Τι θα ζητούσατε από τη ζωή, ρωτήθηκε σε ηλικία 96 χρόνων: «Θα ήθελα αυτά που κάνω σήμερα, όπου δεν χρειάζομαι πολλές ώρες ύπνου και έχω περισσότερες ώρες δουλειάς, αυτά που κάνω σήμερα έπειτα από 30 χρόνια να έχουν την ίδια απήχηση με αυτά που έκανα πριν από 30 χρόνια και δεν είχαν τότε», είχε πει στο artandartmagazine.gr αναφερόμενος ίσως στην δεκαετία του ’80 όπου η επιτυχία των ταινιών του ’60 θεωρούνταν παρελθόν και η απόδοση των δικαιωμάτων των δημιουργών ήταν στα σπάργανα.
Τα χρόνια μετά τα «χρυσά» ’60′ς: «Δεν εντάχθηκα ποτέ σε κανένα κύκλωμα δισκογραφίας»
«Όλα αυτά τα χρόνια παρέμεινα ένας συνθέτης που δεν εντάχθηκε ποτέ σε κανένα κύκλωμα δισκογραφίας, δεν έκανε συμβόλαιο με καμία εταιρεία, δεν είχε κανένα κόμμα να με υποστηρίξει αλλά και καμία εκδοτική παρέα για να γράφει αποθεωτικές κριτικές για το έργο μου. Ευτυχώς, δεν βρέθηκαν τέτοια δεκανίκια στον δρόμο μου. Δεν με γοήτευαν ποτέ οι ”αυλές”. Προφανώς, υπήρχαν άνθρωποι που μου γύρισαν την πλάτη και με πρόδωσαν. Ίσως κι εγώ με τη σειρά μου να πλήγωσα κάποιους. Αλλά χαίρομαι κυρίως επειδή μπόρεσα, διάφορες εικόνες, στιγμές και βιώματα της ζωής μου, να τα μετατρέψω σε νότες και μελωδίες που συμβάδισαν μουσικά με πολλούς στίχους, δημιουργώντας αξεπέραστα τραγούδια και επιτυχίες», είχε πει στη Lifo.
Η δικαίωση, ωστόσο, δεν άργησε να έρθει.
Ξεχωριστές στιγμές στην μετέπειτα πορεία, μεταξύ άλλων, η σύνθεση της μουσικής για την παράσταση βασισμένη στο βιβλίο του Τζορτζ Όργουελ «Η φάρμα των Ζώων» (1993) στο Μέγαρο Μουσικής, το ορατόριο «Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Άγιος των σκλάβων», που παρουσιάστηκε το 2002 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, η ηχογράφηση συνθέσεών του του σε ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ολλανδία και Ισπανία, με σημαντικούς ερμηνευτές, σολίστες και σχήματα και σειρές μεγάλων συναυλιών.
Οι διακρίσεις άρχισαν να ακολουθούν η μία την άλλη.
«Όλες μα όλες οι διακρίσεις μου, ανεξαιρέτως, μού δόθηκαν σε εποχές μεγάλης ανέχειας και πείνας. Και φυσικά, προτιμώ να μην θυμάμαι τα δεινά που πέρασα για να έχω σήμερα την ψυχραιμία να απαντάω στις ερωτήσεις σας», έχει πει στην amarysia.gr.
«Πικρίες έχετε;» ήταν μια από τις τελευταίες ερωτήσεις της συνέντευξης στην εφημερίδα Καθημερινή το 2020: «Θυμάμαι μόνο ό,τι κατάφερα. Τις δυσκολίες από τις οποίες βγήκα νικητής», ήταν η αυτόματη απάντησή του.
ΠΗΓΕΣ: kathimerini.gr, lifo.gr, amarysia.gr, artandartmagazine.gr