Κατ’ αρχήν μια διευκρίνιση δεν είμαι καρέκλα! Δεν έχω καμία σχέση με τις λευκές πλαστικές καρέκλες –του γύφτου, όπως τις αποκαλούσαμε προ πολιτικής ορθότητας,- ούτε με τις κλασικές του καφενείου με την ψάθα που διασώζονται μόνο στα φωτογραφικά άλμπουμ και τις αφίσες του ΕΟΤ των ’60ς. Δεν έχω σχέση με σκαμπό, τρίποδο, στασίδι, ούτε με καρέκλα τραπεζαρίας, οδοντιατρικό ανάκλιντρο, ελισαβετιανή μπερζέρα με ασορτί υποπόδιο, ούτε με τις υπόλοιπες που με πλαισιώνουν, ένθεν κακείθεν, στο μεγάλο τραπέζι των συσκέψεων όταν και όποτε θελήσει ο Κύριος να την ανοίξει.
Αν, παρ’ όλα αυτά, εσείς επιμένετε με τη λέξη ”καρέκλα” να υπονοείτε τη θέση, το βόλεμα, τη λούφα, την αργομισθία και όσα φωλιάζουν στο ακατέργαστο μυαλό το Έλληνα, τότε με προσβάλετε και θλίβομαι βαθιά !
Είμαι πολυθρόνα! Φτιαγμένη από δέρμα σαμουά με μέτριο ύψος, τρύπα στη μέση για μεγαλύτερη άνεση και μεταλλικό σκελετό ειδικά σχεδιασμένο για σταθερότητα στο στριφογύρισμα, στην επίκυψη, στην κυβίστηση` είμαι flexible (wow!) για να κολλάω στο γυμνασμένο κορμί του Κυρίου μου και είμαι περήφανη που είμαι κόκκινη! Βαμμένη! Βεριτάμπλ, όχι ιμιτασιόν όπως οι καρέκλες της αριστερής πατέντας που με το χρόνο ξεβάφουν στο φως.
Χαίρομαι όταν φιλοξενώ τα σφιχτά, καλογυμνασμένα οπίσθια του, όταν αισθάνομαι τα φανελένια καλοραμμένα πανταλόνια του, τον ανήσυχο καβάλο του! Ριγώ στην επαφή του χεριού του με το απαλό δέρμα μου, - καμπουριάζω σα γάτα που την χαϊδεύουν στην πλάτη -αλλάζω χρώμα όταν άλλος τολμήσει να με καταλάβει για πάρτη του. Είμαι, μία και μοναδική. Σιχαίνομαι την ομοιομορφία των υπολοίπων που με κοιτάζουν χλωμές μες στην ασπρίλα τους.
Η ομοιομορφία είναι τόσο μελαγχολική, όπως ένα αυγό που το κάνουν άγαλμα, είπε ο Λόρενς Ντάρελ, και γω – Δόξα τω Θεώ – δεν μοιάζω με καμία. Γεννήθηκα διαφορετική, αισθάνομαι διαφορετική, νοιώθω πως η μοίρα τα έφερε έτσι, ώστε ο απαλός πωπός του και η δερμάτινη κούρμπα μου να σμίξουν και να γίνουν ένα . Σαν να προϋπήρξαμε. Σαν να ήμαστε συνεννοημένοι.
Η αλήθεια είναι πως ο προηγούμενος Κύριος μου δεν με πρόσεξε καθόλου... Δεν ξέρω αν μπορώ να το πω, αλλά δεν με έκανε να αισθάνομαι άνετα. Είναι ιδέα μου;, είμαι προκατειλημμένη;, ότι κι αν προηγήθηκε, θέλω να το ξεχάσω. Αλλά και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είχε ένα πρωτογονισμό, μια λαϊκότητα που δεν μου πάει. Οι φωνές με ξεκούφαναν, η μυρωδιά του πιτόγυρου και της πίτσας μου προκαλούσαν ναυτία κι όλο αυτό το σκηνικό που με έκανε να νοιώθω ακόμη πιο ξεχωριστή και πιο μόνη, κουβαλούσε μια εσάνς παλαιότητας. Ένα déjà vu που μύριζε ναφθαλίνη και μούχλα.
Ενώ τώρα, όλα είναι διαφορετικά. Είμαστε λιγότεροι, δεν ακούγεται κιχ και όταν τελειώνει το φροντιστήριο, όλοι οι σπουδαστές επιστρέφουν διατεταγμένα στις θέσεις τους. Ενώ παλιά… Τέλος πάντων…
Γι’ αυτό ανησυχώ. Πολύ. Σκιάζομαι στην ιδέα πως μπορεί να επιστρέψω στο παλαιό καθεστώς! Δεν έχω φωνή, διαφορετικά, αν μπορούσα, θα σήκωνα τον κόσμο στο πόδι και θα του έλεγα:
Κατέβα αμέσως από το τρακτέρ! Τι δουλειά έχεις εσύ με τους αγρότες; Δεν είναι η θέση σου εκεί ούτε και η δική μου. Τα ίδια έκανε κι ο προηγούμενος και πήγε άκλαυτος. Θα την πάθεις και μαζί σου θα πάρει η μπόρα και μένα.
Να μείνω πίσω, ξένη ανάμεσα σε ξένους για να ζεσταίνω ξένους κώλους!