Του Θεοδώρου Κατσούφρου, νομικού διεθνολόγου
Αν και παλαιό, το φλέγον ζήτημα της (μετ)ονομασίας των Στενών σε «Τουρκικά» εξακολουθεί να ταλαιπωρεί τόσο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις όσο και την Βορειοατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ). Το ζήτημα πρόκειται μάλιστα να συζητηθεί εκ νέου στις 11 και 12 Ιουλίου 2023 στην Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους της Λιθουανίας αλλά και μεταξύ του Προέδρου της Τουρκίας και του Έλληνα πρωθυπουργού στην προγραμματισμένη για τις 12 Ιουλίου 2023 κατ’ ιδίαν συνάντησή τους.
Το ζήτημα αναμοχλεύεται κατά διαστήματα με πρωτοβουλία άλλοτε της ελληνικής και άλλοτε της τουρκικής πλευράς. Η Τουρκία εμμένει στον όρο Τουρκικά Στενά, ενώ η Ελλάδα προτιμά την χρήση της επίσημης και σύμφωνης με τις διεθνείς πράξεις και άλλα διπλωματικά έγγραφα ονοματοδοσίας (βλέπε αμέσως κατωτέρω), αρνούμενη να δεχτεί την τουρκική εκδοχή. Η σημειολογία και ο συμβολισμός του ζητήματος είναι αυτονόητοι. Η προσθήκη του επιθετικού προσδιορισμού «Τουρκικά» στα Στενά δεν είναι αθώα. Με την αποδοχή του, καθίστανται αυτομάτως τουρκικά, αποκλείοντας τις δύο ελληνικές νήσους οι οποίες ανήκουν ιστορικά, γεωγραφικά και νομικά στην ευρύτερη ζώνη των Στενών, πέραν και εκτός της τουρκικής κυριαρχίας.
Ιστορικά
Hδη από τον 18ο αιώνα τα Στενά είναι γνωστά, λόγω της εμπλοκής των Μεγάλων Δυνάμεων (ιδίως του Ηνωμένου Βασιλείου) και της Ρωσίας (αρχικά τσαρικής και αργότερα σοβιετικής), ως Στενό των Δαρδανελλίων (Çanakkale) στο Αιγαίο και Στενό του Βοσπόρου στην Μαύρη Θάλασσα, με την Θάλασσα του Μαρμαρά που τα ενώνει να χαρακτηρίζεται ως εσωτερικά ύδατα. Από το 1920 θεωρούνται για γεωστρατηγικούς λόγους ως ενιαίο σύνολο με τις νήσος Ίμβρο, Τένεδο, Λήμνο και Σαμοθράκη λόγω της γεωγραφικής εγγύτητάς τους με το Στενό των Δαρδανελλίων. Αυτοί είναι ουσιαστικά και οι λόγοι για τους οποίους η Τουρκία διεκδικεί όψιμα την μετονομασία τους σε Τουρκικά Στενά, ενώ στο σκεπτικό της η παρεισφρέουσα αποσύνδεση των ελληνικών νήσων από τον γεωγραφικό και νομικό όρο των Στενών αποσκοπεί και στην διατήρηση του καθεστώτος της Θάλασσας του Μαρμαρά ως εσωτερικών υδάτων και όχι ως Στενών διεθνούς ναυσιπλοΐας. Είναι επομένως εξέχουσας σημασίας για την Ελλάδα η τήρηση της ονομασίας «Στενά».
Ας δούμε, καταρχάς, τί σημαίνουν για τις αμιγώς ελληνοτουρκικές σχέσεις και πώς χαρακτηρίζονται τα Στενά επισήμως, με βάση διάφορες διεθνείς πράξεις αλλά και σύμφωνα με την περί δικαίου πεποίθηση της Τουρκίας πριν και μετά την σύναψη της Σύμβασης του Montreux του 1936.
Πρώτον, η Συνθήκη των Σεβρών (ΣτΣ) του 1920, η οποία δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ αλλά έχει την ιστορική σημασία της για την ερμηνεία της ονομασίας των Στενών, αναφέρεται αποκλειστικά στα Στενά («Straits») και όχι στα τουρκικά Στενά (άρθρα 37 1 επ., άρθρο 84 και άρθρα 177 έως 180). Ειδικότερα, η τελευταία παράγραφος του άρθρου 84 ορίζει με απόλυτη σαφήνεια ότι:
«εν τω τμήματι της ζώνης των Στενών και των νήσων, περί ων προβλέπει το άρθρον 178 και αίτινες τελούσιν, δυνάμει της παρούσης Συνθήκης, υπό την ελληνικήν κυριαρχίαν, η Ελλάς δέχεται και αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως τηρήση […] πάσας τας υποχρεώσεις τας οποίας, προς εξασφάλισιν της ελευθερίας των Στενών, επιβάλλει η παρούσα Συνθήκη εις την Τουρκίαν εν τω τμήματι της ειρημένης ζώνης».
Η ανωτέρω διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευτεί παρά υπό την έννοια ότι η ζώνη των Στενών δεν αφορά μόνον εδάφη υπό τουρκική κυριαρχία και ως εκ τούτου δεν νοείται να προσδιορίζεται ως τουρκική.
Δεύτερον, η Συνθήκη της Λωζάννης (ΣτΛ) του 1923 καθιερώνει στο άρθρο 23 την ελευθερία διέλευσης και πλου «εντός των στενών του Ελλησπόντου/Δαρδανελλίων [Dardanelles], της Προποντίδος/Μαρμαρά [Sea of Marmora] και του Βοσπόρου [Bosphorus], ως προβλέπεται εν τη ειδική Συμβάσει περί του καθεστώτος των Στενών».
Η επίμαχη Σύμβαση της Λωζάννης του 1923 ενσωματώνεται στην ίδια την ΣτΛ. Το άρθρο 1 της Σύμβασης ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν την αρχή της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας «εντός των στενών του Ελλησπόντου, της Προποντίδος και του Βοσπόρου, των περιλαμβανομένων κατωτέρω εν τη γενική ονομασία “Στενά”», ενώ το άρθρο 4 αυτής προβλέπει ότι «Ουδετεροποιούνται αι κατωτέρω οριζόμεναι ζώναι και νήσοι: […] 3) Εν τω Αιγαίω, αι νήσοι Σαμοθράκη, Λήμνος, Ίμβρος, Τένεδος και αι Λαγούσαι νήσοι (Μαυρυαί)», αναγνωρίζοντας την ελληνική κυριαρχία επί των δύο πρώτων και την τουρκική επί των άλλων τριών, σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 14 της ΣτΛ, και επιβάλλοντας παράλληλα αυστηρό καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης και για την ζώνη και για τις νήσους.
Τρίτον, σε αντίθεση με την Σύμβαση της Λωζάννης του 1923, η αναθεωρητική του καθεστώτος των Στενών Σύμβαση του Montreux του 1936 επαναλαμβάνει αορίστως στο προοίμιό της τον ορισμό τους, χωρίς όμως να κατονομάζει τις πέντε νήσους. Αναφέρεται στην επιθυμία των συμβαλλόμενων μερών «να ρυθμίσωσι τον διάπλουν και την ναυσιπλοΐαν εν τοις Στενοίς των Δαρδανελλίων, τη Θαλάσση του Μαρμαρά και του Βοσπόρου, συμπεριλαμβανομένων εν τη γενική ονομασία “Στενά”» και στην απόφασή τους «να υποκαταστήσωσιτην παρούσαν Σύμβασιν εις την Σύμβασιν την υπογραφείσαν εν Λωζάννη 24η Ιουλίου 1923».
Τέλος, το συνημμένο στην Σύμβαση Πρωτόκολλο ορίζει ότι «η Τουρκία δύναται να επανοπλίσει αμέσως την ζώνην των Στενών οία καθορίζεται εν τω προϊμίω της ρηθείσης Συμβάσεως», χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στις νήσους, αλλά και χωρίς να αποκλείει την άσκηση του ίδιου δικαιώματος της Ελλάδας μετά την έναρξη ισχύος της Σύμβασης.
Ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Οικονομίδης, προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας του ΥΠΕΞ, παρατηρεί συναφώς ότι το Πρωτόκολλο αναγνωρίζει στην Τουρκία «ένα ειδικό πλεονέκτημα» υπό την μορφή του «άμεσου επανοπλισμού» των δικών της νήσων, χωρίς τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, να στερούνται «τα δικαιώματα που μπορούν να αντλήσουν από την Σύμβαση» (βλέπε την μελέτη του Το νομικό καθεστώς των ελληνικών νησιών του Αιγαίου. Απάντηση σε τουρκική μελέτη, Αθήνα, εκδόσεις Γνώση, 1989, στην σελίδα 147).
Στο εύλογο λοιπόν ερώτημα εάν στην ζώνη των Στενών περιλαμβάνονται ή όχι, κατά την νέα Σύμβαση, και τα εν λόγω νησιωτικά εδάφη απάντηση δίδει με την στάση της η ίδια η Τουρκία, σπεύδοντας να (επανα)στρατιωτικοποιήσει, όπως προανέφερα, τις τουρκικές νήσους Ίμβρο και Τένεδο, οι οποίες, από κοινού με τις ελληνικές νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη, είχαν αποτελέσει αντικείμενο των συζητήσεων για την αποστρατιωτικοποίησή τους κατά την Συνδιάσκεψη τη Λωζάννης ως ενιαίο σύνολο για τους σκοπούς του προσδιορισμού της ζώνης των Στενών.
Θυμίζω συναφώς ότι, σύμφωνα με σχετική δήλωσή του της 29ης Νοεμβρίου 1922, στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης, ο Ismet Pasha, αρχηγός της Τουρκικής Αντιπροσωπείας, επαναλαμβάνει την τουρκική θέση ότι η αποστρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης πρέπει να υπάγεται στο ίδιο νομικό καθεστώς με αυτό των Στενών [βλέπε Lausanne Conference on Near Eastern Affairs (1922-1923), Records of Proceedings and Draft Terms of Peace, with map, presented to Parliament by Command of his Majesty, London, His Majesty’s Stationery Office, 1923, Cmd. 1814, στην σελίδα 104]. Άρα, η (επανα)στρατιωτικοποίηση των Στενών δεν σημαίνει ότι περιλαμβάνει μόνον τις τουρκικές νήσους αποκλείοντας τις ελληνικές, επειδή η Σύμβαση του 1936 δεν κατονομάζει ούτε τις μεν ούτε τις δε. Εντασσόμενες στην γεωγραφική και νομική ενότητα των Στενών, (επανα)στρατιωτικοποιούνται άπασες και στο σύνολό τους.
Τέταρτον, από διπλωματικές επαφές που είχαν προηγηθεί της Συνδιάσκεψης του Montreux, αλλά και από τα Πρακτικά της, καθώς και από μεταγενέστερη διπλωματική αλληλογραφία Ελλάδας και Τουρκίας και από τις μονομερείς δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, προκύπτει ότι η Τουρκία δίδει όψιμα την δική της αυθαίρετη ερμηνεία των ανωτέρω διεθνών πράξεων, αυτοδιαψευδόμενη, σύμφωνα με έγκυρες και πολύτιμες πηγές από τις οποίες αντλούμε συναφώς στοιχεία, πέραν των ανωτέρω διεθνών πράξεων (πρόκειται για την αμερικανική περιοδική σειρά Foreign Relations of the United States του Αμερικανικού ΥΠΕΞ, τα έγγραφα της οποίας αποκαλύπτουν τις προθέσεις της Τουρκίας κατά την χρονική εκείνη περίοδο, για την μονογραφία της Δ. Δοντά Greece and Turkey: The Regime of the Straits, Lemnos and Samothrace, Athens, εκδόσεις Eleftheroudakis, 1987, και την εξαίρετη διδακτορική διατριβή του Δημητρίου Τσάμου Η Μεγάλη Βρετανία, η Ελλάδα και το ζήτημα των Στενών-Από την Συνθήκη της Λωζάννης (1923) έως και την Σύμβαση του Μοντρέ (1936), Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Ρόδος 2020, η πρόσβαση στην οποία είναι ελεύθερη μέσω του Εθνικού Αρχείου Διδακτορικών Διατριβών).
Πώς προέκυψε η ανάγκη αναθεώρησης της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923;
Επιδιώκοντάς την διακαώς και έχοντας προετοιμάσει το έδαφος καταλλήλως, η Τουρκία γνωστοποιεί, με ρηματική διακοίνωση της 10ης Απριλίου 1936 προς όλα τα συμβαλλόμενα στην ΣτΛ μέρη, ότι η κατασκευή οχυρωματικών έργων πολλαπλασιάζεται σταθερά σε ηπειρωτικά και νησιωτικά εδάφη διεθνώς. Επικαλούμενη την θεμελιώδη αλλαγή της κατάστασης στην Ευρώπη από πολιτική και στρατιωτική άποψη (μεταξύ άλλων, την παράνομη επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας και τον αναθεωρητισμό/επεκτατισμό της φασιστικής Ιταλίας) και εστιάζοντας την προσοχή της στα Στενά, η Τουρκία επισημαίνει την αποδυνάμωση των συλλογικών μηχανισμών διασφάλισης της ειρήνης στην περιοχή, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να κινδυνεύει η εδαφική ακεραιότητά της και ολόκληρη η χώρα να είναι εκτεθειμένη «σε αιφνίδια και μη αναστρέψιμη επίθεση» («to a sudden and irreparable attack»). Θορυβημένη από την «απειλή» («menace») «that a state of war might supervene unexpectedly and without any formality», δηλώνει ότι, εν όψει της προπεριγραφείσας κατάστασης πραγμάτων, αδυνατεί, υπό το νομικό καθεστώς της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923, να λάβει μέτρα «για την νόμιμη άμυνά της» («to take steps for her legitimate defence»). Κατά την άποψή της, οι συγκεκριμένες περιστάσεις απαιτούν την λήψη μέτρων λόγω «επιτακτικής ανάγκης» («imperious necessity»).
Τέλος, η Τουρκία καλεί τα συμβαλλόμενα στην ΣτΛ κράτη σε «συνομιλίες» («pourparlers») «for the purpose of arriving promptly at the conclusion of accords intended to regulate the régime of the Straits under conditions of security indispensable to the inviolability of the Turkish territory» (για ολόκληρο το κείμενο της τουρκικής ρηματικής διακοίνωσης βλέπε Foreign Relations of the United States, Diplomatic Papers, 1936, volume III «The Near East and Africa», στις σελίδες 503 έως 506).
Με την Σύμβαση του Montreux, η Τουρκία επιτυγχάνει την πλήρη (επανα)στρατιωτικοποίηση, εκτός των ηπειρωτικών εδαφών της ζώνης των Στενών, και των τριών νήσων Ίμβρου, Τενέδου και Λαγουσών, αναγνωρίζοντας όμως για τους ίδιους λόγους και στην Ελλάδα το αντίστοιχο δικαίωμα (επανα)στρατιωτικοποίησης της Λήμνου και της Σαμοθράκης, κάτι το οποίο κρίνει ως εντελώς φυσιολογικό, ως αποτέλεσμα και της στάσης της κατά την Συνδιάσκεψη της Λωζάννης.
Σύμφωνα με την καταγεγραμμένη στιχομυθία του Τούρκου ΥΠΕΞ Tevfik Rüştü Aras με τον τότε Αμερικανό πρέσβη στην Άγκυρα MacMurray κατά την επίσκεψή του τελευταίου στην οικία του πρώτου στις 22 Απριλίου 1936, ο Τούρκος ΥΠΕΞ εκμυστηρεύεται στον Αμερικανό πρέσβη, ενημερώνοντάς τον για την εξέλιξη του ζητήματος της (επανα)στρατιωτικοποίησης των Στενών, ότι
«Of the nations of the Balkan Entente, Yugoslavia and Greece had already indicated a favorable disposition – Greece the more readily, of course, because two of her islands would by the same act be freed from the present restrictions upon their fortification»
[πρόκειται για το «Memorandum of 22nd of April 1936 by the American Ambassador (MacMurray) of a Conversation with the Turkish Minister for Foreign Affairs (Aras)», Foreign Relations of the United States, 1936, volume III, στην σελίδα 515].
Εξάλλου, στο πλαίσιο σχετικών επαφών της Τουρκίας με τρίτα κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, συγκεκριμένο τουρκικό σχέδιο Σύμβασης για την αντικατάσταση της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923, το οποίο παρουσίασε και κατά την Συνδιάσκεψη ο Τούρκος Αντιπρόσωπος πρέσβης Numan Rifat Menemencioğlu, προέβλεπε «une nouvelle convention destinée à remplacer celle […] signée à Lausanne le 24 juillet 1923».
Στον ορισμό των Στενών, κατά το ίδιο τουρκικό σχέδιο Σύμβασης, συμπεριλαμβάνονταν τόσο η Λήμνος όσο και Σαμοθράκη, επί λέξει «y compris les deux îles grecques» (σύμφωνα με την προαναφερθείσα μελέτη του Κ. Οικονομίδη, στις σελίδες 151 και 152, στην υποσημείωση 38. Το έγγραφο παρατίθεται ως παράρτημα ΙΙΙ της μελέτης και φέρει τον τίτλο «Τουρκικό μνημόνιο της 12ης Ιουνίου 1936»).
Η ορθότητα της ελληνικής άποψης θωρακίζεται περαιτέρω με την επιστολή της 6ης Μαΐου 1936 του Τούρκου Πρέσβη Ruşen Eşref Ünaydın (ισχυρού άνδρα της Τουρκίας με άμεση πρόσβαση στον Τούρκο Πρόεδρο) προς τον Έλληνα πρωθυπουργό κατ’ εντολή της Τουρκικής κυβέρνησης. Μάλιστα, ο Τούρκος πρέσβης υπερθεματίζει υπογραμμίζοντας ότι:
«[sur] l’ éventualité du Réarmement par la Grèce des îles grecques de la Mer Egée indépendamment de celui de Samothrace et de Lemnos […] la Turquie envisagerait dans un esprit le plus favorable toutes les mesures que le Gouvernement Hellénique jugerait utiles de prendre pour assurer en général la sécurité des îles se trouvant sous la souveraineté hellénique» (βλέπε την μονογραφία της Δ. Δοντά, στην σελίδα 172).
Σημαντική επίσης προστιθέμενη αξία αποτελεί το γεγονός ότι, κατά την κύρωση της Σύμβασης από την Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση στις 31 Ιουλίου 1936, με σχετική δήλωσή του, ο Τούρκος ΥΠΕΞ βεβαιώνει ότι καταργούνται οι διατάξεις της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923 που προέβλεπαν την αποστρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης και ότι αναγνωρίζεται το δικαίωμά τους στην (επανα)στρατιωτικοποίηση (η δήλωση παρατίθεται σε ανακοίνωση του ελληνικού ΥΠΕΞ υπό τον τίτλο «Τουρκικοί ισχυρισμοί περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου-Ειδικότερα κείμενα» (από ανάρτηση της 14ης Ιουνίου 2018 (Δείτε αναλυτικά εδώ).
Με την απάντησή του στην τουρκική ρηματική διακοίνωση της 10ης Απριλίου 1936, ο τότε πρωθυπουργός και ΥΠΕΞ Ιωάννης Μεταξάς υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ότι οι ίδιοι λόγοι αναθεώρησης της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923 ισχύουν στο ακέραιο και για την Ελλάδα. Δεν παραλείπει μάλιστα να αναφερθεί και στην ανάγκη οχύρωσης όλων των ελληνικών νησιωτικών εδαφών του Αιγαίου (βλέπε την μονογραφία της Δ. Δοντά, στις σελίδες 106 και 107). Τέλος, η Δ. Δοντά παραθέτει και το από 18 Ιουνίου 1936 έγγραφο του Βρετανικού Ναυαρχείου (British Admiralty) προς τον Eden, σύμφωνα με το οποίο «the abolition of the demilitarized zone automatically involves the abolition of the restrictions on Lemnos and Samothrace» (βλέπε την μονογραφία της, στις σελίδες 225 και 226, υποσημείωση 218).
Όσον αφορά την στάση της Ελλάδας κατά την Συνδιάσκεψη του Montreux, οι Έλληνες Αντιπρόσωποι, με επικεφαλής τον Ν. Πολίτη, δεν παύουν να εκφράζουν την αμέριστη υποστήριξή τους στο «απόλυτα δικαιολογημένο τουρκικό αίτημα» (βλέπε Actes de la Conférence de Montreux concernant le régime des Détroits, 22 juin au 20 juillet, Compte Rendu des Séances Plénières et Procès-Verbal des Débats du Comité Technique, Οκτώβριος 1936, στην σελίδα 26, αλλά και στις σελίδες 54, 107, 111, 112, 128, 169). Τούτου δοθέντος, οι Έλληνες Αντιπρόσωποι παραμένουν φειδωλοί όσον αφορά την (επανα)στρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης, παρόλον ότι αμφότερες θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος των Στενών. Πάντως, εκφράζοντας την αντίθεσή του σε ορισμένα σημεία του βρετανικού σχεδίου άρθρων, ο Ν. Πολίτης επισημαίνει ότι «l’ article 4 de la Convention de Lausanne [de 1923], dont il est question ici au sujet de la démilitarisation, ne concerne uniquement la Turquie. Il y a d’autres pays qui sont intéressés» (ibidem, στην σελίδα 166).
Με την ελληνοτουρκική φιλία να βρίσκεται στο απόγειό της εκείνη την εποχή, από τα προαναφερθέντα διπλωματικά έγγραφα αλλά και από τα Πρακτικά της Συνδιάσκεψης του 1936, συνάγεται ότι η Τουρκία τάσσεται αναφανδόν υπέρ της υποστηριζόμενης από την Ελλάδα άποψης ότι η αναθεώρηση της Σύμβασης του 1923 περιλαμβάνει και τις νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη, μολονότι υπαναχωρεί αργότερα συνειδητοποιώντας τις αρνητικές συνέπειες για την ίδια από την (επανα)στρατιωτικοποίηση των δύο ελληνικών νήσων. Σύμφωνα με τον καθηγητή Σπύρο Σφέτα, η Άγκυρα υποστήριξε την Αθήνα στην δέσμευσή της να μην εμπλακεί σε πόλεμο κατά της φασιστικής Ιταλίας, ενώ η Ελλάδα «endorsed Turkey’s demand to fortify the Straits» (βλέπε το άρθρο του «The Legacy of the Treaty of Lausanne in the Light of Greek-Turkish Relations in the Twentieth Century: Greek Perceptions of the Treaty of Lausanne», Balcanica, volume XLVI, 2015, στις σελίδες 206 και 207). Ο ίδιος σημειώνει:
«The sensitive issue of the status of the Straits was resolved with a quid pro quo: The Montreux Convention (1936) annulled the respective clauses of the Lausanne Treaty and ended the demilitarization of the Straits, handing over control to Turkey. Ankara, for its part, did not object to the de facto remilitarization of the Greek islands of Limnos and Samothrace, which were initially part of the demilitarized zone defined by the Treaty of Lausanne».
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, όμως, δεν πρόκειται απλώς για πολιτική συμφωνία κυρίων (gentlemen’s agreement), αλλά για νομική δέσμευση της Τουρκίας εφόσον, όπως προανέφερα, οι σχετικές δηλώσεις της μόνον ως περί δικαίου πεποίθηση (opinio juris) μπορούν να χαρακτηριστούν. Άρα, η μετονομασία των Στενών σε τουρκικά, πέραν του ότι αντίκειται στο ισχύον συμβατικό δίκαιο, έχει βαρύνουσα σημασία λόγω του ότι υποκρύπτει την αποκοπή από την ζώνη των Στενών των δύο ελληνικών νήσων με προφανή σκοπό τον αποκλεισμό τους από το δικαίωμα επανεξοπλισμού τους.
Όπως προκύπτει από το σύνολο των συναφών διατάξεών της, η Σύμβαση του Montreux κάνει λόγο για την ζώνη των Στενών και όχι των Τουρκικών Στενών, χωρίς ρητή αναφορά σε κανένα από τα πέντε νησιά, ελληνικά και τουρκικά.
Η έκβαση αυτή κατοχυρώνει και ενισχύει την ελληνική νομική επιχειρηματολογία ότι, σύμφωνα με το πνεύμα της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923 όπου απαριθμούνται άπαντα, η νέα - υποκαθιστάμενη στην Σύμβαση της Λωζάννης- Σύμβαση του Montreux, καταργώντας την προγενέστερη, καλύπτει το σύνολο των ελληνικών και τουρκικών εδαφών, ηπειρωτικών και νησιωτικών, της ζώνης των Στενών, οπότε δικαιολογείται απολύτως η μη αναφορά σε Τουρκικά Στενά.
Η κατά περιόδους επαναλαμβανόμενη προσπάθεια της Τουρκίας να μετονομάσει τα Στενά σε Τουρκικά νοηματοδοτεί σαφώς την υπαναχώρησή της από την αρχική απερίφραστη δέσμευσή της έναντι της Ελλάδας για την (επανα)στρατιωτικοποίηση και των νήσων Λήμνου και Σαμοθράκης.
Ο επιθετικός προσδιορισμός «Τουρκικά» αναιρεί αυτομάτως τον διμερή εδαφικό χαρακτήρα της ζώνης των Στενών (τουρκικό και ελληνικό), σε αντίθεση με όλες τις σχετικές διεθνείς πράξεις οι οποίες αναφέρονται για τον συγκεκριμένο λόγο στα Στενά.
Πώς εμπλέκεται το ΝΑΤΟ στην συγκεκριμένη διάσταση απόψεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας;
Τα νατοϊκά περιφερειακά επιχειρησιακά σχέδια και οι συνοδευτικοί χάρτες προσκρούουν στο αγκάθι της (επανα)στρατιωτικοποίησης των Στενών, συμπεριλαμβανομένων των νήσων Λήμνου και Σαμοθράκης κατά την ορθή ελληνική άποψη, και της τουρκικής εμμονής περί τήρησης της αποστρατιωτικοποίησής τους. Ο αντιναύαρχος Στυλιανός Πολίτης σημειώνει ότι από το 1965 και εντεύθεν, με όχημα το ΝΑΤΟ, η Άγκυρα παρεμποδίζει την ένταξη των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης και Αγίου Ευστρατίου στον στρατηγικό σχεδιασμό της Συμμαχίας (βλέπε το άρθρο του «Demilitarization and the Legal Regime of the Aegean Islands according to International Law», Révue Hellénique de Droit International, 2004, volume 56, στην σελίδα 253).
Το Νατοϊκό βάπτισμα
Το νατοϊκό βάπτισμα της Ελλάδας σχετικά με την ονομασία των Στενών συμπίπτει με ένα τυχαίο συμβάν το οποίο προσλαμβάνει νατοϊκές διαστάσεις λόγω της στάσης του ΝΑΤΟ να αποκλείει συστηματικά την Λήμνο από τον επιχειρησιακό σχεδιασμό του. Η προαναφερθείσα επιστολή (της 6ης Μαϊου 1936) του Τούρκου πρέσβη στην Αθήνα ανασύρθηκε το 1984 από την λήθη με την ευκαιρία της αναδιοργάνωσης των αρχείων του ΥΠΕΞ, τα οποία είχαν υποστεί σοβαρές ζημίες κατά την γερμανική κατοχή, χάρη στις άοκνες προσπάθειες της Δ. Δοντά. Αφού προηγουμένως επαλήθευσε την γνησιότητά της, η Δ. Δοντά την έφερε σε γνώση του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος έσπευσε με την σειρά του να την κοινοποιήσει στο ΝΑΤΟ τον Δεκέμβριο 1984. Η Δ. Δοντά σημειώνει χαρακτηριστικά ότι η σχετική αποκάλυψη του Έλληνα πρωθυπουργού από το βήμα του ΝΑΤΟ δεν διαψεύστηκε από την Τουρκία: «No démendi whatsoever came from the Turkish Government» (βλέπε Δ. Δοντά, στην σελίδα 148).
Ως αμυντικός οργανισμός, το ΝΑΤΟ αποδεικνύεται ένα εξαιρετικής σημασίας forum για την προώθηση από την γείτονα των αβάσιμων θέσεών της σχετικά με την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιωτικών εδαφών. Το άρθρο 4 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου του 1949 προβλέπει ότι «οι Σύμμαχοι συσκέπτονται από κοινού κάθε φορά που κατά την γνώμη οποιουδήποτε εξ αυτών απειλείται η εδαφική ακεραιότητα, η πολιτική ανεξαρτησία ή η ασφάλεια ενός οποιουδήποτε των μερών», χωρίς να προσδιορίζεται η προέλευση της απειλής. Αντιθέτως, το άρθρο 5, ακρογωνιαίος λίθος της Συμμαχίας, καθιερώνει ένα σύστημα συλλογικής άμυνας και αμοιβαίας προστασίας σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης από εξωτερικό εχθρό, αποκλείοντας εξ ορισμού τις διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της.
Ο Βασίλης Κασκαρέλης, ευπατρίδης διπλωμάτης (σήμερα πρέσβης επί τιμή, ο οποίος διατέλεσε και υπηρεσιακός ΥΠΕΞ για το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων), αποκαλύπτει, σε σχέση με την ονομασία των Στενών, ότι είχε επιτύχει, με την ιδιότητα του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, άτυπη συμφωνία με τον Τούρκο ομόλογό του Oymen «ο όρος “Turkish Straits” να ακολουθείται πλέον [από το 2002] από αναφορά στη Συνθήκη του Μοντρέ».
Προς επίρρωση δε του κύρους της λύσης αυτής, μνημονεύει και σχετική γνωμοδότηση του 2002 της Νομικής Υπηρεσίας του Ελληνικού ΥΠΕΞ, σύμφωνα με την οποία «τυχόν παγίωση της ορολογίας “Turkish Straits” δεν είναι ικανή να επιφέρει αλλοίωση του καθεστώτος της Λήμνου και της Σαμοθράκης» (βλέπε την πλούσια στην περιγραφή παρασκηνιακών κυρίως διαβουλεύσεων εντός του ΝΑΤΟ μονογραφία του Η Τέλεια Καταιγίδα-Το ΝΑΤΟ μετά την 11η Σεπτεμβρίου, Αθήνα, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2017, και ιδίως την ενότητα «Ονομασία Στενών» στις σελίδες 171 έως 175 του τέταρτου κεφαλαίου, και συγκεκριμένα στην σελίδα 172).
Σημειωτέον ότι, στον αντίποδα, υπάρχει και άλλη γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας της Συμμαχίας η οποία ενδιαφέρει εν προκειμένω και την οποία επισήμανε ο Κ. Οικονομίδης: «η καλύτερη ερμηνεία είναι ότι η Σύμβαση της Λωζάννης του 1923 έχει αντικατασταθεί από την Σύμβαση του Montreux και δεν υφίσταται κανένας περιορισμός στην εθνική κυριαρχία της Ελλάδας επί της Λήμνου, την οποίο μπορεί να χρησιμοποιεί με όποιον τρόπο θεωρεί κατάλληλο» (βλέπε την μονογραφία του, στις σελίδες 160 και 161, χωρίς μνεία της ημερομηνίας έκδοσης της της γνωμοδότησης).
Είναι προφανές ότι, για τους σκοπούς του ΝΑΤΟ, η γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του κατισχύει της γνωμοδότησης της Νομικής Υπηρεσίας του Ελληνικού ΥΠΕΞ. Εύλογα ερωτηματικά γεννά το γεγονός ότι ο Β. Κασκαρέλης κατατάσσει, παρά την γνωστή -και εκ διαμέτρου αντίθετη προς την ελληνική-τουρκική ερμηνεία και τις συνέπειές της, το σημαντικότατο αυτό πρόβλημα στα «μικρά και τρέχοντα θέματα», ο εκτροχιασμός των οποίων μπορεί πάντως, κατά τον ίδιο, να προκαλέσει ακόμα και σοβαρές κρίσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εντός του ΝΑΤΟ (βλέπε την μονογραφία του, στην σελίδα 175). Γεγονός επίσης είναι ότι και η Ελλάδα από την πλευρά της ανακίνησε τον Σεπτέμβριο 2003 το ζήτημα της ονομασίας των Στενών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, παρόλον ότι «ο όρος “Turkish Straits” χρησιμοποιούνταν κατ’ επανάληψη σε βασικά έγγραφα της Συμμαχίας τουλάχιστον [επί μία] δεκαετία» (σύμφωνα με τον ίδιο, βλέπε την μονογραφία του, στην σελίδα 171).
Στην πραγματικότητα, η συμβιβαστική λύση Κασκαρέλη-Oymen εμπίπτει, όπως και άλλες στο παρελθόν, στον φαύλο κύκλο των αντικρουόμενων ερμηνειών αναφορικά με την φορτισμένη έννοια των «Τουρκικών Στενών» που οδηγούν τελικά στην αποδυνάμωση της ισχυρής θέσης της Ελλάδας σχετικά με την (επανα)στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νήσων Λήμνου και Σαμοθράκης.
Σύμφωνα με απόρρητα τουρκικά έγγραφα τα οποία έφερε στο φως η ηλεκτρονική Nordic Monitor, η Τουρκία έθεσε επανειλημμένα τα ζητήματα της (επανα)στρατιωτικοποίησης και της ονομασίας των Στενών ενώπιον του ΝΑΤΟ («Turkey and Greece locked horns over a number of issues in NATO, documents reveal», December 16, 2019).
Επίσης, σύμφωνα με την ηλεκτρονική Al Monitor, οι Τούρκοι επανήλθαν πρόσφατα δριμύτεροι στο θέμα της ονομασίας των Στενών ως Τουρκικών ενώπιον του ΝΑΤΟ προκειμένου να αποκλείσουν από τον περιφερειακό επιχειρησιακό σχεδιασμό του συμβατικώς αποστρατιωτικοποιημένα νησιωτικά εδάφη, αποτρέποντας την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των Υπουργών Άμυνας της Συμμαχίας στην Υπουργική Σύνοδο της 16ης Ιουνίου 2023. Σύμφωνα δε με την ίδια πηγή, η Άγκυρα προτίθεται να θέσει το θέμα εκ νέου, τόσο σε νατοϊκό όσο και σε διμερές επίπεδο, κατά την Σύνοδο Κορυφής στην λιθουανική πρωτεύουσα, με πιθανό τον κίνδυνο υπονόμευσης των συμφερόντων της Δύσης:
«commentators suggest that the use of the term “Turkish Straits” could have legal implications that would give Turkey greater control over the bodies of water than it currently enjoys under Monteux and in ways that could undermine Western interests», ενώ υπενθυμίζεται ότι «Yet NATO Military Committee documents dating back to the 1950s, when Turkey joined the alliance, refer to the “Turkish Straits”» (άρθρο του Amberin Zaman με τίτλο «Turkey holds up NATO defense strategy over Straits amid Sweden standoff», June 26, 2023).
Σημειωτέον ότι η Αθήνα διαφωνεί προς το παρόν -και ορθώς- με αμερικανική συμβιβαστική πρόταση για διπλή ονομασία των Στενών [βλέπε άρθρο του Βασίλη Νέδου στην εφημερίδα Καθημερινή της 5ης Ιουλίου 2023 ]. Η λύση αυτή θα διαιώνιζε απλώς το πρόβλημα, λαμβανομένης υπόψη της πάγιας πλέον τουρκικής ερμηνείας στο θέμα της (επανα)στρατιωτικοποίησης των νήσων Λήμνου και Σαμοθράκης [βλέπε συναφώς άρθρο του καθηγητή Μιλτιάδη Σαρηγιαννίδη, «Οι τουρκικές επιδιώξεις με την διπλή ονομασία των Στενών» (ηλεκτρονική εφημερίδα Liberal της 6ης Ιουλίου 2023].
Υπό το φως της προηγηθείσας ιστορικής και νομικής αναδρομής, ο συμβολισμός της (επανα)στρατιωτικοποίησης των αποστρατιωτικοποιημένων εδαφών όχι μόνον της ζώνης των Στενών αλλά και των λοιπών νήσων του Ανατολικού Αιγαίου βάσει της ΣτΛ είναι υψηλός. Ο βασικός λόγος της επιβεβλημένης αλλαγής δεν ήταν άλλος από την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της Τουρκίας έναντι του κινδύνου να δεχτεί επίθεση, σε συνδυασμό με την συνακόλουθη ανάγκη (επανα)στρατιωτικοποίησης των αποστρατιωτικοποιημένων εδαφών της. Εν τέλει, η ανάγκη της αυτή συμπαρέσυρε και την (επανα)στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νήσων Λήμνου και Σαμοθράκης οι οποίες εντάσσονται στην γενική έννοια των Στενών.
Ανακεφαλαιώνοντας, διαπιστώνουμε ότι διπλός (τουλάχιστον) στόχος της γείτονος είναι, πρώτον, αμιγώς στο επίπεδο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η πλήρης «τουρκοποίηση» των Στενών. Πλην όμως, το απορρέον από τις προαναφερθείσες διεθνείς πράξεις και διπλωματικές επαφές δικαίωμα των δύο ελληνικών νήσων στην επαναστρατιωτικοποίηση αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την υλοποίησή της: αποκλείει εκ προοιμίου και εξ ορισμού τον περιορισμό τους στα τουρκικά, ηπειρωτικά και νησιωτικά, εθνικά εδάφη.
Αλλά και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, εάν η Ελλάδα αποδεχόταν την προτεινόμενη από την Τουρκία ονομασία «Τουρκικά Στενά» ή, έστω, την προτεινόμενη από τις ΗΠΑ διπλή ονομασία, τότε η αποδοχή αυτή θα σήμαινε τον ενταφιασμό και την de facto κατάργηση του κεκτημένου δικαιώματος των νήσων Λήμνου και Σαμοθράκης λόγω της αποκοπής τους από τον κορμό της ενιαίας, για τους σκοπούς της (επανα)στρατιωτικοποίησης, γεωγραφικής και νομικής έννοιας των Στενών.
Δεύτερον, πάντοτε στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, με την «τουρκοποίηση» των Στενών θα παγιωνόταν η κατάσταση αποστρατιωτικοποίησης των δύο νήσων. Το αποτέλεσμα θα ήταν ότι, αφενός, θα ενισχύονταν τα διεθνή ερείσματα της Τουρκίας λόγω της αποδοχής των απόψεών της από τους Συμμάχους, αφετέρου, ότι θα προκαλούνταν ρήγμα στην συλλογική άμυνα του ΝΑΤΟ στην περιοχή ευθύνης του της Ανατολικής Μεσογείου, ιδίως υπό τις παρούσες περιστάσεις, εξ αιτίας της αναμενόμενης χρήσης του δικαιώματος αρνησικυρίας εκ μέρους της Ελλάδας.
Είναι πλέον καιρός οι νατοϊκοί φίλοι και σύμμαχοί μας να κατανοήσουν άπαξ διά παντός ότι η Λήμνος και η Σαμοθράκη ακολουθούν νομίμως την μοίρα των τουρκικών εδαφών για τους σκοπούς της (επανα)στρατιωτικοποίησής τους. Πρέπει να δοθεί η μέγιστη δυνατή έμφαση στο συλλογικό και όχι στο εθνικό συμφέρον. Δεν θα πρόκειται πλέον για αμιγή ελληνοτουρκική διαφορά ώστε να αντιμετωπίζεται με την τήρηση ίσων αποστάσεων. Ζητούμενο πρέπει να είναι η ορθή ερμηνεία της Σύμβασης του Montreux προς όφελος της συλλογικής άμυνας.
Μήπως, λοιπόν, ανεξάρτητα από την έκβαση της Συνόδου Κορυφής, παραμερίζοντας τις ανούσιες ελληνικές τυπολατρικές αγκυλώσεις και γραφειοκρατικές εμμονές και αποφεύγοντας τις συχνές και δυσάρεστες ελληνοτουρκικές αντιπαραθέσεις εντός των θεσμικών οργάνων της Συμμαχίας οι οποίες οδηγούν μόνον σε αδιέξοδες καταστάσεις, θα έπρεπε να θέσουμε ευθέως και ειλικρινώς στα αρμόδια νατοϊκά όργανα το ερώτημα εάν η στρατιωτικοποίηση των δύο νήσων συμφέρει πράγματι την Συμμαχία τόσο για τον μεσο-μακροπρόθεσμο αμυντικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό της όσο και για την υλοποίησή του, απεγκλωβίζοντάς την από τα διλήμματα της εξισορρόπησης των δύο συγκρουόμενων πόλων; Άλλωστε, η αμυντική διάσταση της στρατιωτικοποίησης μπορεί να ελέγχεται ανά πάσα στιγμή από τα αρμόδια νατοϊκά όργανα. Η επιδεικνυόμενη έως και σήμερα, αδιάφορο αν ειλικρινής, συγκεκαλυμένη ή προσχηματική, ουδετερότητα ούτε (εξ)υπηρετεί τα συλλογικά συμφέροντα της Συμμαχίας ούτε ικανοποιεί τις εθνικές επιδιώξεις των δύο κρατών μελών της.