Ήταν ο φόβος και τρόμος των γυναικών στη συνοικία του Whitechapel. Κι όμως, ο διαβόητος serial killer που έμεινε στην ιστορία ως «Τζακ ο Αντεροβγάλτης» παραμένει 140 χρόνια μετά από εκείνο το «φθινόπωρο του τρόμου» μυστήριο, καθώς ουδείς γνωρίζει την ταυτότητα του.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας ξένος χρειαζόταν μονάχα μία ημέρα και μια σύντομη περιήγηση στα αξιοθέατα του Λονδίνου για να νιώσει το κύρος της εξουσίας που απέπνεε η βικτωριανή Αγγλία. Στο Westminster, το Κοινοβούλιο διακήρυττε με υπερηφάνεια την παγκόσμια κυριαρχία των Βρετανών και στον Τάμεση τα πλοία του εμπορικού και του βασιλικού ναυτικού ήταν η απτή απόδειξη της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας της εποχής. Αυτή ήταν ωστόσο, η μία πλευρά. Γιατί η άλλη, συνοψίζεται στα λόγια του Joseph Conrad, ο οποίος στη νουβέλα με τίτλο «Heart of Darkness» (1899), περιέγραφε το Λονδίνο ως «ένα από τα πιο σκοτεινά μέρη στη γη».
Και μπορεί για όσους κυκλοφορούσαν, έκαναν τα ψώνια τους ή, πήγαιναν θέατρο στους πολυσύχναστους δρόμους του West End, η περιγραφή να έμοιαζε εκτός τόπου και χρόνου, αλλά στην πραγματικότητα και σε απόσταση μόλις τριών μιλίων στα ανατολικά, στη γειτονιά του Whitechapel, η φτώχεια, οι ασθένειες και ο αλκοολισμός διέλυαν τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με την Επισκοπή του Λονδίνου η περιοχή ήταν «τόσο ανεξερεύνητη όσο το Τιμπουκτού».
Η σκοτεινή ιστορία του Τζακ του Αντεροβγάλτη αρχίζει στις 31 Αυγούστου 1888, όταν σε δρόμο του Whitechapel βρίσκεται το πτώμα μίας γυναίκας -η γυναίκα ήταν ξεκοιλιασμένη και με κομμένο λαιμό. Τρεις μήνες αργότερα, που έμειναν στην ιστορία ως το «φθινόπωρου του τρόμου», ακόμη τέσσερις γυναίκες είχαν την ίδια τραγική κατάληξη.
Οι δολοφονίες διαπέρασαν τη Βρετανία σαν ηλεκτρική εκκένωση. Ακόμη και οι πλούσιοι Λονδρέζοι αναγκάστηκαν αίφνης να λάβουν υπόψιν τους τον επικίνδυνο κόσμο που ζούσε και δρούσε στις σκιές «μέσα στο ίδιο τους το σπίτι». Και όσο οι αρχές συνέχιζαν να κυνηγούν ένα φάντασμα, όσο οι έρευνες δεν οδηγούσαν πουθενά, τόσο η καλή κοινωνία -συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της βασίλισσας Βικτωρίας- πάθαινε εμμονή με την υπόθεση.
Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης ενσάρκωσε όλους τους φόβους και τις προκαταλήψεις των Λονδρέζων.
Οι αντισημίτες χρησιμοποίησαν τις δολοφονίες ως πρόσχημα για να δυσφημήσουν τους Εβραίους του East End. Οι φτωχοί εξαπέλυαν κατηγορίες εναντίον των πλουσίων και οι πλούσιοι εναντίον των φτωχών.
Η τραγική μοίρα των πέντε δολοφονημένων γυναικών «έβαλε φωτιά» στα ταμπλόιντς που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους στις ανατριχιαστικές περιγραφές, ενώ οι ακτιβιστές της εποχής έκαναν εκκλήσεις για βοήθεια και ανακούφιση των φτωχών στις ξεχασμένες συνοικίες της μεγάλης πόλης.
Πάνω απ′ όλα ωστόσο, η υπόθεση ανέδειξε μια άβολη αλήθεια: Ότι στην καρδιά της μητρόπολης που υπερηφανευόταν ότι διέδωσε την Pax Britannica στα πέρατα του κόσμου, ένας δολοφόνος κυκλοφορούσε ελεύθερος και οι αρχές αδυνατούσαν να βάλουν ένα τέλος.
Όταν οι δολοφονίες σταμάτησαν απότομα τον Νοέμβριο του 1888, το μυστήριο έγινε ακόμη μεγαλύτερο. Σήμερα, 140 χρόνια μετά, ο Jack The Ripper παραμένει χωρίς αμφιβολία ο διασημότερος και πιο θρυλικός serial killer όλων των εποχών.
Οι δολοφονίες
Στα τέλη του 19ου αιώνα, η ζωή για τις γυναίκες της εργατικής τάξης στο Λονδίνο ήταν βίος αβίωτος. Οι περισσότερες εργάζονταν για πενιχρούς μισθούς ως οικιακές βοηθοί ή εργάτριες. Το μεροκάματο τους ήταν τόσο χαμηλό που δεν μπορούσαν να πληρώσουν ούτε για κατάλυμα.
Ένα κρεβάτι, σε ένα από τα πολλά πανδοχεία του Whitechapel, κόστιζε τρεις με τέσσερις πέννες. Οι πιο απελπισμένες στρέφονταν στην πορνεία και οι δρόμοι στο East End στους οποίους δούλευαν οι πόρνες ήταν συγκεκριμένοι, άρα γνωστοί. Τα θύματα του Τζακ του Αντεροβγάλτη ήταν πόρνες εν ώρα εργασίας.
Όμως, ο «Τζακ» δεν ήταν ο μοναδικός φονιάς που έσπερνε τον τρόμο στο Whitechapel. Σύμφωνα με τις αρχές, από τις βίαιες δολοφονίες 11 φτωχών γυναικών που καταγράφηκαν την περίοδο εκείνη, ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης διέπραξε τις πέντε, μεταξύ Αυγούστου και Νοεμβρίου 1888.
Το πτώμα της 43χρονης Mary Ann Nichols, μητέρας πέντε παιδιών, γνωστής με το όνομα Polly, ανακαλύφθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 31ης Αυγούστου. Πρόκειται για το πρώτο επιβεβαιωμένο θύμα του «Τζακ». Ήταν η κόρη ενός σιδερά, που πέρασε τα περισσότερα χρόνια της νιότης της μέσα στη φτώχεια, πότε ως εργάτρια και πότε κάνοντας μικροκλοπές και πεζοδρόμιο. Το όνομα της, όπως των γυναικών της τάξης της, θα είχε ξεχαστεί εάν δεν είχε δολοφονηθεί εκείνη τη νύχτα του Αυγούστου.
Μια εβδομάδα αργότερα, η 47χρονη Annie Chapman, μητέρα και χήρα, ανακαλύφθηκε νεκρή στις 8 Σεπτεμβρίου λίγο πριν από τις 6 το πρωί σε μια αυλή της οδού Hanbury Street. Τα τραύματα της ήταν παρόμοια με της Nichols, αλλά έλειπαν ορισμένα από τα εσωτερικά της όργανα.
Στο τέλος του μήνα, ο «Τζακ» θα αφαιρέσει δύο ακόμη ζωές και μάλιστα μέσα στην ίδια νύχτα: Της Elizabeth Stride, ηλικίας 45 ετών και της Catherine Eddowes, 46 ετών.
Το τελευταίο θύμα του συνάντησε τον θάνατο στις 9 Νοεμβρίου 1888: Το πτώμα της Mary Jane Kelly ανακαλύφθηκε φρικτά ακρωτηριασμένο σε ένα πανδοχείο στο Miller’s Court. Όλες κατοικούσαν στο Whitechapel και όλες ήταν γυναίκες που ζούσαν σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας, γεγονός που τις καθιστούσε ευάλωτες στα «αρπακτικά» που παραμόνευαν στους δρόμους.
Η έρευνα
Η Scotland Yard ήταν από την αρχή σαστισμένη. Το μόνο που ήταν γνωστό για τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη -κι αυτό με βάση την υπόθεση ότι δρούσε μόνος- ήταν ότι σκότωνε γυναίκες.
Σύμφωνα με τον Edmund Reid, έναν από τους ντετέκτιβ στους οποίους ανατέθηκε η υπόθεση, τα γεγονότα είχαν ως εξής: Οι πέντε γυναίκες ήταν όλες πόρνες ή πρώην πόρνες. Όλα τα θύματα ήταν γυναίκες της «κατώτερης τάξης». Όλες ζούσαν σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των 300 μέτρων η μία από την άλλη και όλες οι δολοφονίες διαπράχθηκαν αργά, όταν οι παμπ της περιοχής είναι κλειστές.
Επιπλέον και πάντα σύμφωνα με τον Reid, κανείς δεν άκουσε κραυγή, κλάμα, φωνή που ζητούσε βοήθεια, γεγονός ασυνήθιστο για μια τόσο πυκνοκατοικημένη γειτονιά. Κανένα από τα θύματα δεν έφερε αμυντικά τραύματα, όπως μαχαιριές ή μώλωπες στα χέρια και στους βραχίονες.
Σύμφωνα με τη μία και μοναδική μαρτυρία, νωρίς το πρωί της 8ης Σεπτεμβρίου 1888, μια γυναίκα είδε την Annie Chapman, με έναν «αλλοδαπό» άνδρα, μεσαίου αναστήματος, τυλιγμένο σε σκούρο μανδύα. Πιστεύεται ότι συναντήθηκαν λίγο μετά τις 5:30 π.μ. -το πτώμα της βρέθηκε μισή ώρα αργότερα. Όπως και στα άλλα θύματα, δεν υπήρχαν ενδείξεις αντίστασης και κανείς δεν την ακούει να φωνάζει.
Το άλλο επαναλαμβανόμενο μοτίβο είναι ότι όλες οι δολοφονίες έγιναν με μαχαίρι, το οποίο ο δολοφόνος χρησιμοποιούσε όχι μόνο για να επιφέρει τον θάνατο, αλλά και για να βεβηλώσει τις σορούς.
Τουλάχιστον σε τρία από τα θύματά του αφαίρεσε εσωτερικά όργανα, λεπτομέρεια που προκάλεσε φρενίτιδα στον Τύπο και πανικό σε όλο το East End. Όταν στις 27 Σεπτεμβρίου το επίσημο Πρακτορείο Τύπου και η αστυνομία έλαβαν επιστολή από τον φερόμενο ως δολοφόνο, οι αντιδράσεις ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο.
Κάπως έτσι, άρχισε να διαμορφώνεται η λίστα υπόπτων. Στην αρχή και επειδή το Whitechapel βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από τα docks του Λονδίνου, οι αρχές υπέθεσαν ότι μπορεί να είναι ναυτικός, στη συνέχεια στράφηκαν σε «γνωστά» πρόσωπα του λιμανιού -εν προκειμένω δύο Εβραίους εργάτες-, μετά σε έναν Αμερικανό γιατρό, ο οποίος διέθετε «συλλογή» ανθρωπίνων οργάνων και κατά μαρτυρίες, απεχθανόταν τις πόρνες. Αργότερα, σε ένα Λονδρέζο από πλούσια οικογένεια, η συμπεριφορά του οποίου θεωρούνταν «σεξουαλικά αποκλίνουσα».
Οι επιθέσεις του Τύπου στην αστυνομία, η οποία αδυνατούσε να εξιχνιάσει τα εγκλήματα, οδήγησαν στην παραίτηση του επικεφαλής της Scotland Yard, Sir Charles Warren. Ο νέος ερευνητής επικεφαλής, Melville Macnaghten, ήταν δημοφιλής, αλλά ούτε αυτός διαλεύκανε την υπόθεση.
Ανεξαρτήτως έκβασης, ο Jack The Ripper ήταν best seller.
Μέσα στα χρόνια, η σκοτεινή ιστορία του έγινε θέμα σε περισσότερα από εκατό βιβλία, δεκάδες τηλεοπτικές σειρές και περίπου είκοσι ταινίες, με πλείστες όσες απίθανες έως και εξωφρενικές θεωρίες όσον αφορά την ταυτότητα του δράστη -από τους ταπεινούς κατοίκους του Whitechapel, μέχρι μέλη της βασιλικής οικογένειας και τον πρωθυπουργό της Βρετανίας William Gladstone.
Μεταξύ όσων εξέφρασαν πάντως, δημόσια άποψη για την υπόθεση ήταν τότε και ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, συγγραφέας του έργου «Πυγμαλίων» (στο οποίο βασίζεται το μιούζικαλ «Ωραία μου κυρία»), ο οποίος έγραψε τον Σεπτέμβριο του 1888 στην εφημερίδα Star ότι, οι δολοφονίες στο Whitechapel ανάγκασαν τους πλούσιους να παραδεχτούν την κακομεταχείριση των φτωχών.
(Με πληροφορίες από το National Geographic).