Το Λουζιτάνια ήταν αγγλικό υπερωκεάνιο, το οποίο βυθίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο στις 7 Μαΐου 1915. Με την βύθιση του πλοίου, που μετέφερε στα αμπάρια του πολεμοφόδια,χάθηκαν 1.201 άνθρωποι -συμπεριλαμβανομένων και Αμερικανών πολιτών.Το γεγονός υπήρξε μια από τις αφορμές για τη συμμετοχή των ΗΠΑ στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σίγουρα, η ιστορία του Λουζιτάνια είναι λιγότερο διαδεδομένη από εκείνη της βύθισης του Τιτανικού, που βυθίστηκε στις 15 Απριλίου του 1912 μετά από σύγκρουση με ένα παγόβουνο κατά το παρθενικό του ταξίδι από το Σαουθάμπτον προς τη Νέα Υόρκη. Το συγκεκριμένο περιστατικό μετέτρεψε τα παγωμένα νερά του Βόρειου Ατλαντικού σε μαζικό τάφο με θαμμένους 1.517 άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Υπήρχε, όμως, ένας ναύτης που κατάφερε να επιζήσει και από τις δύο προαναφερθείσες τραγωδίες που συγκλόνισαν τον πλανήτη. Θεωρείται ένας από τους πιο τυχερούς ανθρώπους του κόσμου. Το όνομά του ήταν Τζορτζ Μπιούτσαμπ και είχε πει ψέματα για την ηλικία του, ώστε να βρει δουλειά ως πυροσβέστης στο κρουαζιερόπλοιο του Τιτανικού. Ήταν 42 ετών, αλλά όλοι ήξεραν πως ήταν 32.
Αφού το πλοίο χτύπησε σε ένα παγόβουνο και βυθίστηκε στον Ατλαντικό Ωκεανό το 1912, κλήθηκε να δώσει στοιχεία στη βρετανική έρευνα για την καταστροφή. Τα πρακτικά της μαρτυρίας του παραμένουν καταγεγραμμένα. Ο Μπιούτσαμπ είπε ότι άκουσε ένα «βρυχηθμό σαν βροντή» κατά την κρούση. Η στάθμη του νερού είχε φτάσει ως τη μέση του, μέχρι να του επιτραπεί να φύγει από το μηχανοστάσιο.
Έχουν καταγραφεί όλες οι προσπάθειες του τυχερού ναύτη να σώσει όσες ανθρώπινες ζωές μπορούσε: «Είχα ένα πόδι στο κατάστρωμα και ένα στη βάρκα και βοηθούσα κυρίες και παιδιά να φορέσουν σωσίβια λέμβο», φαίνεται να λέει στις αρχές. «Τραβούσα τα κουπιά για να ξεφύγουμε όσο το δυνατόν περισσότερο από την βύθιση του πλοίου. Όταν βυθίστηκε ακούγαμε κραυγές. Θα είχαμε επιστρέψει να πάρουμε κι άλλους, αλλά η βάρκα μας ήταν γεμάτη»
Η οικογένειά του είναι πεπεισμένη, μετά από 75 χρόνια από τον θάνατό του, ότι βρισκόταν και στο κρουαζιερόπλοιο Λουζιτάνια. Δεν υπάρχουν φωτογραφίες, αλλά οι εξομολογήσεις του προς την οικογένειά του. Μετά από την καταστροφή του, εκείνος αγανάκτησε και αποσύρθηκε από τα μεγάλα πλοία και εργαζόταν σε μικρότερα μέχρι τη σύνταξή του. Η οικογένειά του που μένει στη Χαλ θέλει να του απονείμει τιμές.
Η εγγονή του, Σούζαν Νόρτον, δηλώνει περήφανη για τις υπερπροσπάθειες του παππού της να σώσει ζωές σε δυο από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του σύγχρονου κόσμου.
Γεννημένος στο Λονδίνο, ο Τζορτζ μετακινήθηκε στη Χαλ και πέρασε δέκα χρόνια από τη ζωή του σε μηχανότρατες και άλλα πλοιάρια.
Πέθανε το 1944 σε ηλικία 72 ετών στο Σαουθάμπτον.
Πηγή: Independent