Ο Μπάισον Κάουλα, θανατοποινίτης στο Μαλάουϊ, έφτασε κοντά στην εκτέλεση τρεις φορές- ωστόσο σε όλες τις περιπτώσεις ο δήμιος σταμάτησε πριν κρεμάσει όλους τους κρατουμένους της λίστας του. Οπότε και επέζησε...μέχρι που η χώρα σταμάτησε τις εκτελέσεις.
Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του BBC, ο Κάουλα υποστηρίζει πως ο φθόνος και η ζήλια των γειτόνων του βρίσκονται πίσω από την καταδίκη του για φόνο: Ήταν το 1992, και ο φόνος τιμωρούνταν με θανατική ποινή. Ο Μπάισον, που είχε μεγαλώσει σε χωριό στο νότιο Μαλάουϊ, είχε βγάλει αρκετά χρήματα δουλεύοντας στο Γιοχάνεσμπουργκ για να επιστρέψει και να αγοράσει γη, στην οποία καλλιεργούσε φρούτα, σιτηρά κ.α. Ωστόσο, όπως λέει, γείτονες επιτέθηκαν σε έναν από τους εργαζομένους του, τραυματίζοντάς τον σοβαρά, σε σημείο που δεν μπορούσε να περπατήσει. Βοηθώντας τον να πάει στην τουαλέτα, ανεβαίνοντας σκαλοπάτια που γλιστρούσαν μετά από βροχή, ο Μπάισον έπεσε μαζί με τον τραυματία, ο οποίος πέθανε αργότερα στο νοσοκομείο. Ο ίδιος κατηγορήθηκε για φόνο, και οι γείτονές του κατέθεσαν εναντίον του.
Αυτά έλαβαν χώρα λίγο πριν το τέλος του απολυταρχικού καθεστώτος του Χάστινγκς Μπάντα, που ήταν στην εξουσία από το 1964.
«Όταν μου είπαν “πήγαινε στον τομέα των καταδικασμένων και περίμενε τη σειρά σου για να κρεμαστείς” ένιωσα σαν να ήμουν ήδη νεκρός» είπε ο ίδιος.
Εκείνη την περίοδο υπήρχε μόνο ένας δήμιος, ένας Νοτιοαφρικανός που ταξίδευε ανά τις χώρες της περιοχής και έκανε τους απαγχονισμούς. Όποτε έφτανε στο Μαλάουϊ, κάθε λίγους μήνες, οι θανατοποινίτες ήξεραν πως είχε έρθει η ώρα τους.
Μια μέρα ο Μπάισον θυμάται πως του είπαν ότι το όνομά του ήταν στη λίστα των 21 που θα απαγχονίζονταν εντός ωρών. Οι εκτελέσεις θα άρχιζαν στις 13.00. Ο δήμιος σταμάτησε στις 15.00, ωστόσο η λίστα δεν είχε τελειώσει. Τρία άτομα- ο Μπάισον μεταξύ τους- θα έπρεπε να περιμένουν. «Ήταν ο μόνος που χειριζόταν εκείνο το μηχάνημα. Και εκείνη τη μέρα από όσο ξέρω είπε “όχι, πάει πολύ. Θα έρθω ξανά τον επόμενο μήνα”».
Ακριβώς το ίδιο πράγμα συνέβη άλλες δύο φορές- μάλιστα την τρίτη όλοι οι κρατούμενοι εκτελέστηκαν εκτός από τον ίδιο. Αν και η τύχη του ήταν απίστευτη, η όλη εμπειρία είχε τις συνέπειές της στον ίδιο: Προσπάθησε δύο φορές να αυτοκτονήσει, και τις δύο ανεπιτυχώς.
Μετά την εγκαθίδρυση πολυκομματικού δημοκρατικού συστήματος στο Μαλάουϊ το 1994, οι εκτελέσεις σταμάτησαν. Η θανατική ποινή επιβάλλεται ακόμα και σήμερα, αλλά κανένας πρόεδρος δεν έχει υπογράψει εκτέλεση εδώ και 25 χρόνια.
Ο Μπάισον εν τέλει μεταφέρθηκε από την πτέρυγα των θανατοποινιτών στην κύρια πτέρυγα της φυλακής όπου ήταν κλεισμένος. Το 2007, μια ιστορική υπόθεση τα άλλαξε όλα: Ένας χρήστης ναρκωτικών που είχε ομολογήσει τον φόνο του προγονού του, μα είχε υποστηρίξει πως ήταν προσωρινά παράφρων, προσέφυγε στο δικαστήριο για να αμφισβητήσει τη θανατική ποινή για τον φόνο, υποστηρίζοντας πως ήταν κατά παράβαση του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη και του δικαιώματός του για προστασία από «απάνθρωπη και υποβαθμιστική συμπεριφορά». Το δικαστήριο το δέχτηκε- και αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι θανατικές ποινές να επανεξεταστούν. Από τους 170 κρατουμένους, 139 έχουν απελευθερωθεί- πολλοί εξ αυτών φαίνεται πως είχαν προβλήματα ψυχικής υγείας, ενώ πάνω από τους μισούς διαπιστώθηκε πως δεν υπήρχαν καν στα δικαστικά αρχεία- ήταν ασαφές γιατί ήταν στη φυλακή εξαρχής. Ο Μπάισον αφέθηκε ελεύθερος- σε ηλικία άνω των 60 ετών. Πλέον βοηθά άλλους πρώην κρατουμένους να προσαρμοστούν στη ζωή στον έξω κόσμο. Η σύζυγός του πέθανε όσο ήταν φυλακισμένος και τα έξι παιδιά τους μεγάλωσαν και έφυγαν. Ο ίδιος ζει μόνος, φροντίζοντας παράλληλα τη μητέρα του, τώρα στα 80 της, η οποία τον επισκεπτόταν κάθε χρόνο όσο ήταν φυλακισμένος, μαζεύοντας λεφτά για να ταξιδεύει στη φυλακή και να του πηγαίνει προμήθειες.