Αντί αδιάλειπτης εγρήγορσης επί ζητημάτων εθνικής ασφάλειας εδώ στην Ελλάδα τα πνεύματα εξάπτονται κατά την διάρκεια φάσεων κρίσεων και ατονούν κατά την διάρκεια των φάσεων προετοιμασίας του κράτους για να είναι πανέτοιμο για κάθε ενδεχόμενο.
Ακόμη, έχουμε κυμάνσεις του εκκρεμούς των δηλώσεων και θέσεων κάποιων που επικαλούνται εκτός τόπου, χρόνου και λανθασμένα κλασικούς στοχαστές για να αιτιολογήσουν εμμέσως πλην σαφώς τον κατευνασμό που επενδύει στα συμφέροντα της Τουρκικής ηγεσίας, ούτως ώστε να δώσει επιχειρήματα σε όσους εγχώριους με ένταση, συχνά και εμφατικά καλούν να αγνοήσουμε τις κόκκινες γραμμές πέραν των οποίων δεν εκπληρώνονται οι πρόνοιες του διεθνούς δικαίου που αφορούν την κυριαρχία της Ελληνικής Επικράτειας.
Στεκόμαστε στην φάση πριν μια κρίση. Υπό κανονικές συνθήκες η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας και των κατόχων θέσεων ευθύνης απαιτείται να αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι την λέξη κατευνασμός ή υπονοούμενα περί αυτού, ή αντίστροφα ανεύθυνες φωνασκίες «βαράτε» ως και η έναρξη ενός πολέμου προσφέρεται για εκτόξευση συνθημάτων.
Διαβάστε επίσης:
Η αποτρεπτική στρατηγική κάθε αμυνόμενου κράτους όπως η Ελλάδα είναι ένα άθλημα εσωτερικής και εξωτερικής εξισορρόπησης –οικείοι συντελεστές ισχύος και ουσιαστικές συμμαχίες θεμελιωμένες σε συμφέροντα– του αναθεωρητικού, απειλητικού και επιτιθέμενου κράτους, εδώ της Τουρκίας.
Το αμυνόμενο κράτος υπερασπιζόμενο και ασκώντας τα κυριαρχικά του δικαιώματα σύμφωνα με τις πρόνοιες των Συνθηκών και του Διεθνούς δικαίου καλλιεργεί αδιάλειπτα τον ορθολογισμό του απειλητικού κράτους μεταδίδοντας αξιόπιστα μηνύματα και δημιουργώντας παραστάσεις για το γεγονός πως κάθε ίντσα της εθνικής Επικράτειας που προβλέπει το διεθνές δίκαιο είναι αδιαπραγμάτευτη και εχθρικές ενέργειες θα αποκρουστούν αποτελεσματικά.
“...από καιρό δημιουργήθηκε μια ενδιάμεση κατάσταση που αφορά όμως κεκτημένο δικαίωμα που η Ελλάδα αν και παράλειψε να το ασκήσει δεν παραγράφεται με τετελεσμένα εκτός και αν η Ελλάδα τα αποδεχτεί.”
Ορθολογισμός δεν σημαίνει υποχωρήσεις και κατευνασμούς. Οι αποτρεπτικές παραστάσεις πάνω στην πλάστιγγα κόστους-οφέλους αποσκοπούν στο να πείσουν αξιόπιστα τον επιτιθέμενο πως τυχόν επίθεση θα προκαλέσει μεγαλύτερο όφελος παρά κόστος. Ως προς αυτά και πολλά άλλα, μια υπαρκτή και όχι υποθετική αποτρεπτική στρατηγική θέτει κόκκινες απαραβίαστες γραμμές όσον αφορά την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το διεθνές δίκαιο.
“Το δε επιτιθέμενο και αναθεωρητικό κράτος αφενός αρνείται την ειρηνική επίλυση των διαφορών στους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς και αφετέρου εμπράγματα με στρατιωτικό και πολιτικό τρόπο όχι μόνο εμποδίζει τον αμυνόμενο από το να εφαρμόσει τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου αλλά και προχωρεί ταχύρρυθμα στην δημιουργία τετελεσμένων.”
Ερωτάται λοιπόν, σε πρώτη φάση: Είναι η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων που προβλέπει το δίκαιο της θάλασσας κόκκινη γραμμή. Χωρίς να ευθυγραμμίζεται μια μακρά περίοδος πολλών δεκαετιών με πολλά σκαμπανευάσματα η απάντηση είναι όχι. Ενώ διαδοχικές Ελληνικές κυβερνήσεις δήλωναν ότι θα ασκηθούν τα κυριαρχικά δικαιώματα δεν έλειψαν «μυστικές συνομιλίες», λιγότερο μυστικές αλλά αθέατου περιεχομένου συνομιλίες.
Επίσης, μεταξύ άλλων, κατευναστικές στάσεις και συμπεριφορές, συχνά παντελής παραμέληση μετάδοσης αποτρεπτικών μηνυμάτων και εσχάτως βεβαίως κακοφωνία-πολυφωνία τοποθετήσεων για κατά τα άλλα πασίγνωστα ζητήματα όπως η σχέση Αιγιαλίτιδας, υφαλοκρηπίδας, ΑΟΖ, οι νομικές προϋποθέσεις άσκησης των δικαιωμάτων και «Χαγοποιώντας» τα ζητήματα θολώνοντας το μείζον ζήτημα το κατά πόσο προσφεύγει ο δικαιούχος ή ο τυχόν παραπονούμενος.
“Η Τουρκία πέρασε το φράγμα των απειλών επανειλημμένα, δημιουργεί παραστάσεις τετελεσμένων, με το πρωτόκολλο της Λιβύης βασικά επιχειρεί να αρπάξει την Ελληνική κυριαρχία.”
Στο σημείο αυτό, να θυμίσουμε επίσης ότι το ζήτημα του δικαίου της θάλασσας έχει πολλούς σταθμούς ένας εκ των οποίων είναι το ψήφισμα της Ελληνικής Βουλής για την άσκηση των δικαιωμάτων και άλλος ένας το παράνομο Τουρκικό casus belli για να εμποδιστεί η Ελλάδα να εφαρμόσει τις πρόνοιες των Συνθηκών. Δηλαδή, επί πολλές δεκαετίες ενώ η Ελλάδα διέθετε σημαντικούς σπάνιους πόρους για την στρατηγική της δεν υπήρξε μέριμνα για αποκατάσταση των πραγμάτων σύμφωνα με τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου. Είχαμε, αντίθετα, πολλές παλινωδίες και όπως είπαμε κακοφωνία.
Πώς συνδέονται αυτά και άλλα γνωστά γεγονότα με την πιθανή όξυνση του Ιουνίου 2020, το σύμφωνο της Άγκυρας με την Λιβύη, την πιθανότητα μιας κρίσης και ενδεχομένως κλιμάκωσης και γενικευμένου πολέμου.
Λέμε λοιπόν ότι από καιρό δημιουργήθηκε μια ενδιάμεση κατάσταση που αφορά όμως κεκτημένο δικαίωμα που η Ελλάδα αν και παράλειψε να το ασκήσει δεν παραγράφεται με τετελεσμένα εκτός και αν η Ελλάδα τα αποδεχτεί.
Το δε επιτιθέμενο και αναθεωρητικό κράτος αφενός αρνείται την ειρηνική επίλυση των διαφορών στους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς και αφετέρου εμπράγματα με στρατιωτικό και πολιτικό τρόπο όχι μόνο εμποδίζει τον αμυνόμενο από το να εφαρμόσει τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου αλλά και προχωρεί ταχύρρυθμα στην δημιουργία τετελεσμένων.
Αποτρεπτική στρατηγική
Κάνουμε σαφές ότι μια αποτρεπτική στρατηγική αποτυγχάνει εάν υπάρξει πόλεμος. Όσο και αν επί δεκαετίες κάποιοι δεν το κατανοούσαν είναι ένα πράγμα η αποφυγή και άλλο η αποτροπή του πολέμου. Η αποτροπή επιτυγχάνει εάν αποτρέψει την πολεμική σύρραξη και ταυτόχρονα εκπληρώσει τον σκοπό, δηλαδή την άσκηση των δικαιωμάτων που προβλέπει το δίκαιο της θάλασσας.
Ως προς αυτά και ως προϋπόθεση ύπαρξης στρατηγική κουλτούρας είναι αναγκαίο όλοι να κατανοούν όρους και έννοιες. Έχουμε δύο ειδών αποτρεπτικές καταστάσεις.
Γενική αποτροπή που σημαίνει ότι οι δύο αντίπαλοι διατηρούν δυνάμεις προς τον σκοπό διατήρησης της ισορροπίας δυνάμεων χωρίς όμως κατ’ ανάγκη κάποιος από τους δύο να σχεδιάζει άμεση επίθεση ή να διεκδικεί κάτι επιτακτικά.
Άμεση αποτροπή έχουμε όταν η μια τουλάχιστον πλευρά, ο επιτιθέμενος, απευθύνει απειλή πολεμικού πλήγματος εάν ασκηθούν τα κυριαρχικά δικαιώματα ενώ η άλλη πλευρά, η αμυνόμενη, εκπέμπει απειλή ανταπόδοσης για να μεταδώσει παραστάσεις κόστους που θα αποτρέψουν τον πόλεμο και ταυτόχρονα θα καταστεί εφικτό να εκπληρώσει τους σκοπούς της, δηλαδή στην περίπτωσή μας την εφαρμογή του δικαίου της θάλασσας.
Πολεμική εμπλοκή ανεξαρτήτως βαθμίδας σημαίνει βασικά αποτυχία της αποτρεπτικής στρατηγικής του αμυνόμενου κράτους.
Εμείς όμως ήδη αναφέρθηκε εισήλθαμε σε μια ενδιάμεση κατάσταση. Αυτό σημαίνει ότι εν μέρει έχει υπάρξει διάρρηξη της άμεσης αποτροπής. Εξ ου και θεωρείται ότι η αποτροπή απέτυχε εάν –και στην περίπτωσή μας επί μακρόν– όταν σε μια κατάσταση όπως η παρούσα στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας το επιτιθέμενο αναθεωρητικό κράτος «κερδίζει τον πόλεμο χωρίς πολεμική εμπλοκή», δηλαδή, καταναγκάζει τον αμυνόμενο να υποχωρήσει σε μικρό ή μεγάλο βαθμό.
Για να μην επεκταθούμε σε κριτήρια και παράγοντες που αφορούν την αξιοπιστία της εθνικής στρατηγικής υποστηρίζουμε ότι παρά την κρίση τα δέκα τελευταία χρόνια η Ελλάδα διαθέτει επαρκή μέσα για να εκπληρώσει τους σκοπούς της αποτρεπτικής της στρατηγικής. Διαθέτει επίσης αξιόμαχες Ένοπλες Δυνάμεις των οποίων το έργο μπορεί να μεγιστοποιηθεί με βέλτιστο συνδυασμό των συντελεστών ισχύος και με δημιουργία ή ενίσχυση των κρατικών επιτελείων στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται ιδιώτες οι οποίοι μάλιστα εάν δεν εκλέγονται ή επιλέγονται αξιοκρατικά δεν έχουν θέση στους κρατικούς θεσμούς.
Πώς η Ελλάδα βρέθηκε σε ενδιάμεση κατάσταση και τι κινδυνεύει να χάσει
Ολοκληρώνοντας θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε περισσότερο την ιδιόμορφη ενδιάμεση κατάσταση στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω.
Η Τουρκία πέρασε το φράγμα των απειλών επανειλημμένα, δημιουργεί παραστάσεις τετελεσμένων, με το πρωτόκολλο της Λιβύης βασικά επιχειρεί να αρπάξει την Ελληνική κυριαρχία (η εφαρμογή των προνοιών του δικαίου της θάλασσας σχεδόν διπλασιάζει την κυριαρχία της Ελληνικής Επικράτειας).
“Είναι ανεύθυνο και επικίνδυνο όταν με επιπολαιότητα κάποιοι κηρύττουν τον πόλεμο. Τον πόλεμο δεν τον κηρύττουν οι στρατιωτικοί ή πολιτικά πρόσωπα χωρίς αρμοδιότητα που φλυαρούν στα μέσα ενημέρωσης και στο διαδίκτυο. Απαιτείται υπευθυνότητα.Οι αποφάσεις παίρνονται από το κράτος.”
Εάν αυτό επιτύχει, η Ελληνική αποτρεπτική στρατηγική καταρρέει ολοκληρωτικά με αποτέλεσμα την απώλεια κυριαρχίας και την κατάκτηση κυρίαρχης θέσης της Τουρκίας στην Μεσόγειο. Αυτονόητα και αναπόδραστα αυτό θα επηρεάσει τις στάσεις και αποφάσεις όλων των μικρών και μεγάλων κρατών συμπεριλαμβανομένων αυτών της περιφέρειάς μας.
Ποιος κηρύσσει πόλεμο;
Μια πραγματικά δύσκολη κατάσταση που οφείλεται σε σώρευση λαθών τα οποία οδήγησαν σε στιγμές που απαιτούνται δύσκολες αποφάσεις. Ένα είναι σίγουρο: Είναι ανεύθυνο και επικίνδυνο όταν με επιπολαιότητα κάποιοι κηρύττουν τον πόλεμο. Τον πόλεμο δεν τον κηρύττουν οι στρατιωτικοί ή πολιτικά πρόσωπα χωρίς αρμοδιότητα που φλυαρούν στα μέσα ενημέρωσης και στο διαδίκτυο. Απαιτείται υπευθυνότητα.
Οι αποφάσεις παίρνονται από το κράτος. Αυτό σημαίνει ότι η εκάστοτε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ανά πάσα στιγμή πάνω στο τραπέζι γύρω από το οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις απαιτείτα αφενός να διαθέτει πλήρη πληροφόρηση και αφετέρου πλήθος εναλλακτικών αποφάσεων με τις οποίες την τροφοδοτούν τα αρμόδια κρατικά επιτελεία. Αυτονόητα σε κρίσιμες καταστάσεις η εκάστοτε κυβέρνηση επιδιώκει συναίνεση σε όλο το πολιτικό φάσμα. Ευχής έργο, εάν κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται, είναι να μην εμφανίζονται κάποιοι ως πολεμοχαρείς ή αντίστροφα κατευναστές.
“...είτε κατευναστεί η Τουρκία και απωλέσουμε κυριαρχία είτε υπάρξει πολεμική εμπλοκή οι προεκτάσεις είναι βαθύτατες και απαιτείται υπευθυνότητα για το πότε, πώς και τι θα γίνει.”
Τα αναφερθέντα μόλις για ένα ακόμη λόγο συνιστούν νομοτέλεια εάν οι αποφάσεις αφορούν ενδοπολεμική αποτροπή (“intra - war deterrence”). Τα σύνορα μεταξύ «εμπλοκής» διαφόρων επιπέδων όπως:
α) παραβιάσεις της Ελληνικής κυριαρχίας με ερευνητικά και πολεμικά σκάφη, β) πολεμική εμπλοκή
μικρής έντασης όπως στα Ίμια,β) πολεμική εμπλοκή όπως μια προέλαση στο μη κατεχόμενο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας,
γ) επίθεση στην Θράκη,
δ) κατάληψη Ελληνικών νησιών και τα λοιπά.
Αυτά και πολλά πιθανά άλλα εντάσσονται σε μια λογική κλιμάκωσης που απαιτεί εξαιρετικά δύσκολες αποφάσεις ενδοπολεμικής αποτροπής.
Το αμυνόμενο κράτος δεν έχει πολλές επιλογές και ας το λάβουν σοβαρά υπόψη τα αρμόδια κρατικά επιτελεία και κυβερνητικοί φορείς: Η προαναφερθείσα διάρρηξη της άμεσης αποτροπής και η προαναφερθείσα ενδιάμεση κατάσταση τελειώνουν και απαιτείται έλεγχος της κλιμάκωσης πριν δημιουργηθούν μεγάλα τετελεσμένα.
“Επειδή κανείς δεν δικαιούται να εγκαταλείψει την Ελληνική κυριαρχία που προβλέπουν οι συνθήκες, το κύριο ζήτημα που απαιτεί σκληρές αποφάσεις είναι: Αποκατάσταση άμεσης αποτροπής, αποτελεσματικά σχέδια ενδοπολεμικής αποτροπής και ελέγχου της κλιμάκωσης και αποτελεσματικά σχέδια νικηφόρου γενικευμένου πολέμου εάν η Τουρκία επιχειρήσει να κλιμακώσει μέχρι το τέλος.”
Αυτονόητα τα επιτελεία διαθέτουν εναλλακτικές αποφάσεις αφενός ελέγχου των σταδίων μιας πιθανής κλιμάκωσης και αφετέρου νικηφόρου έκβασης ενός πιθανού γενικευμένου πολέμου εάν η Τουρκία επιχειρήσει να διεξάγει μια μεγάλη πολεμική επιχείρηση. Η ενδοπολεμική αποτροπή και το διόλου απίθανο ενδεχόμενο ενός γενικευμένου πολέμου δεν είναι μόνο στρατιωτικό ζήτημα αλλά και μεγάλο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής που είναι η άλλη όψη του νομίσματος μιας πολεμικής εμπλοκής.
Δεν υπάρχουν περιθώρια
Δική μας εκτίμηση είναι ότι αυτή την φορά δεν υπάρχουν περιθώρια παρά να αποκατασταθεί η άμεση αποτροπή και λογικά η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία είναι έτοιμη για να διαχειριστεί μια μεγάλη κρίση και την πιθανότητα κλιμάκωσής της. Αυτός είναι και ο λόγος που αρχίζοντας αυτό το σύντομο κείμενο τονίσαμε την κακοφωνία-πολυφωνία αλλά και τις ανεύθυνες δηλώσεις αναλυτών και σε μερικές περιπτώσεις πολιτικών που λειτουργούν και μιλούν ως και να γνωρίζουν πως και πότε πρέπει να αρχίσει μια πολεμική εμπλοκή και πως θα εξελιχθεί. Η ευθύνη των αποφάσεων τονίζουμε και υπογραμμίζουμε ξανά είναι της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας χωρίς να υποτιμάται το ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής.
Για να το πούμε διαφορετικά, είτε κατευναστεί η Τουρκία και απωλέσουμε κυριαρχία είτε υπάρξει πολεμική εμπλοκή οι προεκτάσεις είναι βαθύτατες και απαιτείται υπευθυνότητα για το πότε, πώς και τι θα γίνει. Ένα είναι σίγουρο: Λάθη, παραλείψεις, κατευνασμοί και αμφισημία πολλών δεκαετιών μας φέρνει σε μια συγκυρία δύσκολων αλλά αναπόφευκτων αποφάσεων προάσπισης της Ελληνικής κυριαρχίας. Επομένως, και επειδή κανείς δεν δικαιούται να εγκαταλείψει την Ελληνική κυριαρχία που προβλέπουν οι συνθήκες, το κύριο ζήτημα που απαιτεί σκληρές αποφάσεις είναι: Αποκατάσταση άμεσης αποτροπής, αποτελεσματικά σχέδια ενδοπολεμικής αποτροπής και ελέγχου της κλιμάκωσης και αποτελεσματικά σχέδια νικηφόρου γενικευμένου πολέμου εάν η Τουρκία επιχειρήσει να κλιμακώσει μέχρι το τέλος.