Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022 αποτέλεσε σοκ για πολλούς, καθώς θεωρούνταν αδιανόητο να ξεσπάσει πόλεμος στην Ευρώπη μετά από πολλές δεκαετίες σχετικής ειρήνης.
Η απόφαση όμως του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022 αποτέλεσε μια κομβικής σημασίας στιγμή στη σύγχρονη ιστορία. Η αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, έπαψε να ισχύει και μια νέα εποχή ένοπλων συγκρούσεων και ανταγωνισμών για σφαίρες επιρροής στην ευρωπαϊκή ήπειρο έχει ανατείλει.
Με την έναρξη του ρωσοουκρανικού πολέμου έγινε ξεκάθαρο πως τον 21ο αιώνα οι λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις εξακολουθούν να σκέφτονται και να δρουν με όρους του 19ου αιώνα. Τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Ρωσία, βλέπουν τη σύγκρουση στην Ουκρανία μέσα από το πρίσμα των στρατηγικών τους συμφερόντων.
Η Ρωσία έχει αναγάγει την αντιπαράθεσή της με τη Δύση σε ύψιστη προτεραιότητα που θα κρίνει το μέλλον της ως μεγάλης δύναμης στον υπό διαμόρφωση νέο πολυπολικό κόσμο. Για τη Μόσχα επίσης, ο πόλεμος είναι υπαρξιακού χαρακτήρα και διακυβεύεται η ίδια η υπόσταση του ρωσικού κράτους. Η αποτυχία του ρωσικού στρατού στα αρχικά στάδια του πολέμου να κάμψει την ουκρανική αντίσταση, έχει εντείνει τις ρωσικές ανησυχίες για μια ενδεχόμενη ήττα άλλα και για τις πιθανές παρενέργειες ενός παρατεταμένου πολέμου.
Παρότι η ρωσική οικονομία, προς μεγάλη απογοήτευση της Δύσης, άντεξε στο αρχικό σοκ των δυτικών κυρώσεων και η ρωσική κοινωνία προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες δημιουργώντας αισιοδοξία στο Κρεμλίνο, η πρόσφατη ανταρσία της P.M.C. Wagner, του άλλοτε στενού συνεργάτη του Βλαντιμίρ Πούτιν, Γεβγκένι Πριγκόζιν, τάραξε τις ισορροπίες και προκάλεσε νέες ανησυχίες για τις πιθανές επιπτώσεις ενός μακροχρόνιου πολέμου στη χώρα.
Από την άλλη πλευρά, οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν τον πόλεμο στην Ουκρανία ως μια μοναδική ευκαιρία να εξουθενώσουν τη Ρωσία, τον βασικό γεωπολιτικό τους αντίπαλο εδώ και δεκαετίες, οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά, ούτως ώστε να πάψει να είναι υπολογίσιμος αντίπαλος και ενδεχομένως να εκπέσει από την κατηγορία των «Μεγάλων Δυνάμεων». Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να εστιάσουν ανενόχλητες την προσοχή και τους πόρους τους στην Ασία και στην ανάσχεση της Κίνας. Μια τόσο ταπεινωτική και ολοκληρωτική ήττα για τη Ρωσία όμως, ενδεχομένως να αύξανε σημαντικά τις πιθανότητες ενός πυρηνικού πολέμου, καθώς δε φαίνεται πιθανό να είναι έτοιμη δεχτεί μια τέτοια μοίρα.
Από την άλλη, η απομόνωση της Ρωσίας από τη Δύση και η διοχέτευση αμερικανικών οικονομικών και στρατιωτικών πόρων στην Ευρώπη, έχει δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για την Κίνα. Η Μόσχα πλέον βασίζεται όλο και περισσότερο στη στήριξη που παρέχει το Πεκίνο στους τομείς της οικονομίας και της ενέργειας. Οι δυο Μεγάλες Δυνάμεις του ευρασιατικού χώρου έχουν επιδοθεί το τελευταίο διάστημα σε μια σημαντική προσπάθεια να επεκτείνουν τη διπλωματική και οικονομική επιρροή τους στη Νότια Αμερική, την Αφρική και την Ασία, με σημαντικά αποτελέσματα. Ολοένα και περισσότερες χώρες θέλουν να ενταχθούν στους BRICS, ενώ καταβάλλεται πλέον συστηματικά η προσπάθεια αποδολαριοποίησης των συναλλαγών στο πλαίσιο διμερών οικονομικών συμφωνιών.
Μια σύγκρουση διαρκείας στην Ευρώπη, που θα απαιτεί συνεχώς την σπατάλη νέων πόρων, οι οποίοι δεν είναι απεριόριστοι, θα υπονομεύσει την αμερικανική στρατηγική ανάσχεσης της Κίνας. Παρότι δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς και σε ποια κλίμακα η Κίνα θα επιδιώξει να κάνει την κίνησή της κατά της αυτόνομης νήσου της Ταϊβάν, εκτιμάται πως μέχρι τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας ή στις αρχές της επόμενης, το Πεκίνο θα είναι σε θέσει να επιδιώξει την στρατιωτική λύση, εάν το επιθυμεί. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, εφόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμείνουν επικεντρωμένες στις εξελίξεις στην Ευρώπη και δεν επικεντρωθούν στην Ασία και τον Ειρηνικό, ενδέχεται να διαπράξουν ένα στρατηγικής σημασίας σφάλμα.
Τέλος, ο πόλεμος στην Ουκρανία αποκαλύπτει τις αδυναμίες της ίδιας της Ευρώπης. Παρότι τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατάφεραν να έχουν σε μεγάλο βαθμό κοινή στάση απέναντι στη Ρωσία, η μεγάλη εικόνα δε δημιουργεί μεγάλη αισιοδοξία.
Πριν από την έναρξη του ρωσοουκρανικού πολέμου, κατεβλήθη, ιδιαίτερα από τη Γαλλία, η προσπάθεια έναρξης μιας συζήτησης περί της «στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης». Σε επίπεδο διακηρύξεων και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και η Κομισιόν υπό την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υποστήριξαν την ιδέα. Όμως με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία η συζήτηση σταμάτησε και οι χώρες της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας, στράφηκαν εξ ολοκλήρου προς την Ουάσιγκτον αναμένοντας από εκείνη τη λήψη των σημαντικών αποφάσεων και πρωτοβουλιών απέναντι στη Ρωσία.
Εάν η Ευρώπη επιθυμεί να εξελιχθεί σε ισχυρό και υπολογίσιμο γεωπολιτικό δρώντα, θα πρέπει να επενδύσει σε μια ισχυρή οικονομική δύναμη που να μπορεί τουλάχιστον να συναγωνιστεί αυτή των ΗΠΑ, σε μια ισχυρή ευρωπαϊκή στρατιωτική δύναμη που να είναι ικανή να σηκώσει το βάρος της ασφάλειας της ηπείρου, χωρίς να εξαρτάται απαραίτητα από την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ευρώπη και σε αποτελεσματικές δομές λήψεως αποφάσεων μέσα σε ένα εύλογα σύντομο χρονικό διάστημα. Όλα αυτά όμως δεν φαίνεται πως είναι δυνατόν να συμβούν σύντομα.
Στο νέο διεθνές γεωπολιτικό σύστημα που διαμορφώνεται, με τόσο γοργούς ρυθμούς, ο ανταγωνισμός μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων για σφαίρες επιρροής και νέα εδάφη, αναμένεται να οξυνθεί περαιτέρω και μόνο οι δυνάμεις που θα μπορούν να σταθούν αυτόνομα στα πόδια τους θα μπορούν να διεκδικήσουν τη θέση τους και να επιβιώσουν σε αυτό.