Η συμφωνία ειρήνης
Στις 29 Φεβρουαρίου 2020 υπογράφηκε στο Κατάρ συμφωνία ειρήνης μεταξύ των ΗΠΑ και των Ταλιμπάν, παρότι οι ΗΠΑ δεν τους αναγνωρίζουν, η οποία τερματίζει τον σχεδόν εικοσαετή πόλεμο στο Αφγανιστάν. Η συμφωνία προβλέπει την αποχώρηση όλων των αμερικανικών και συμμαχικών στρατευμάτων μέχρι τον Απρίλιο του 2021, ενώ οι Ταλιμπάν δεσμεύονται να απέχουν από κάθε απειλή ή επιθέσεις εναντίον των ΗΠΑ. Όλως παραδόξως, η κυβέρνηση του Αφγανιστάν δεν αποτελεί μέρος της συμφωνίας και πέραν του γεγονότος του πώς ακριβώς θα εφαρμοσθεί, το βέβαιο είναι ότι οι ΗΠΑ έψαχναν ένα φύλλο συκής για να απεμπλακούν από τον πόλεμο. Ο πόλεμος έγινε αντιδημοφιλής στο εσωτερικό των ΗΠΑ, αφού κόστισε περίπου 2.500 νεκρούς (και αναρίθμητους Αφγανούς, τους οποίους κανείς δεν μετράει) και 750 δισεκατομμύρια δολάρια και ο πρόεδρος Trump ήθελε να τελειώνει με τον πόλεμο πριν από τις εκλογές του 2020. Η αποχώρηση των Αμερικανών, διότι περί αυτού πρόκειται, ασφαλώς και δεν θα οδηγήσει σε ειρήνευση αυτή την πανέμορφη αλλά πολύπαθη χώρα.
Η αποστολή της ISAF
Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, τον επόμενο μήνα οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν την «Επιχείρηση Διαρκής Ειρήνη» εναντίον του καθεστώτος των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, το οποίο σύντομα κατέρρευσε.
Τον Δεκέμβριο του 2001 συστάθηκε η ISAF μετά από απόφαση του ΟΗΕ. Η αποστολή της ISAF ήταν να εκπαιδεύσει τις αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας, να βοηθήσει στην αναστήλωση των κυβερνητικών θεσμών και να διατηρήσει την ασφάλεια στην Καμπούλ και τα περίχωρά της.
“Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, καθώς και στο Ιράκ, μετά την πρώτη φάση διακρίνεται από έλλειψη στρατηγικής”
Τη διοίκηση της ISAF ανέλαβαν διάφορες χώρες και από το 2003 το ΝΑΤΟ, με εναλλαγή των διαφόρων στρατηγείων του, ενώ αμερικανικές δυνάμεις ενεργούσαν στην υπόλοιπη χώρα. Οι Αμερικανοί αποφάσισαν να εμπλέξουν το ΝΑΤΟ, που δεν είχε αντικείμενο μετά το 1989, μολονότι ήταν τόσο μακριά αφενός μεν από τον λόγο ύπαρξης του ΝΑΤΟ, αφετέρου δε και γεωγραφικά από το Αφγανιστάν. Με απόφαση των Ηνωμένων Εθνών το 2003 η αποστολή της ISAF επεκτάθηκε σταδιακά σε όλη την επικράτεια του Αφγανιστάν. Τον Οκτώβριο του 2004 η ISAF επεκτάθηκε στα βόρεια, όπου την περιφερειακή διοίκηση ασκούσαν οι Γερμανοί και τον Σεπτέμβριο του 2005 επεκτάθηκε δυτικά, όπου τη διοίκηση ανέλαβαν οι Ιταλοί. Στο τρίτο στάδιο εντός του 2006 προβλεπόταν η επέκταση στο νότο, όπου τη διοίκηση θα ασκούσαν οι Βρετανοί και ανατολικά, όπου τη διοίκηση είχαν ήδη οι Αμερικανοί.
Το ΝΑΤΟ είχε αποφασίσει την ανάληψη της διοίκησης της ISAF από το ARRC, το οποίο έδρευε στο Rheindahlen της Γερμανίας, από τον Απρίλιο του 2006 έως το Φεβρουάριο του 2007.
Υπηρέτησα στο στρατηγείο του ARRC από το 2004 έως το 2007 ως επικεφαλής Ομάδας Σχεδίασης Επιχειρήσεων και ενεπλάκην για δύο περίπου χρόνια σε όλες τις ενέργειες σχεδίασης από την προετοιμασία μέχρι την υλοποίηση της αποστολής. Από την εμπειρία μου αυτή θα ήθελα να καταθέσω κάποιες παρατηρήσεις που έχουν σχέση με το στρατηγικό και το επιχειρησιακό επίπεδο καθώς και την ελληνική συμμετοχή.
Παρατηρήσεις στρατηγικού επιπέδου
Οι Αμερικανοί μετά την εύκολη ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν και από το 2002 έως το 2009, έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στο Ιράκ, αδιαφορώντας εν πολλοίς για το Αφγανιστάν. Οι Ταλιμπάν εντούτοις, κατέφυγαν στους ομοεθνείς τους στο Πακιστάν όπου και αναδιοργανώθηκαν.
“Η εθνική ανασυγκρότηση είναι αδύνατη σε μία χώρα με εχθρικό προς τις ξένες επεμβάσεις πληθυσμό, κοινωνία με αξίες και έθιμα εντελώς διαφορετικά από τα αντίστοιχα δυτικά.”
Παρά τις αμερικανικές πιέσεις προς την κυβέρνηση του Πακιστάν, η τελευταία δεν κατάφερε ή ήταν απρόθυμη να ασφαλίσει τα σύνορα. Το αποτέλεσμα ήταν από το 2005 οι Ταλιμπάν να ενεργούν ανταρτοπόλεμο σε όλη σχεδόν την επικράτεια του Αφγανιστάν. Όπως έχει σημειωθεί από πολλούς σχολιαστές, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, καθώς και στο Ιράκ, μετά την πρώτη φάση διακρίνεται από έλλειψη στρατηγικής. Οι μεγαλόστομες διακηρύξεις των Αμερικανών περί ελευθερίας, δημοκρατίας και ευημερίας, δεν συνιστούσαν στρατηγική αλλά απλώς προθέσεις, καθώς δεν συνοδεύονταν από ανάλογα μέσα. Η εθνική ανασυγκρότηση δε είναι αδύνατη σε μία χώρα με εχθρικό προς τις ξένες επεμβάσεις πληθυσμό, κοινωνία με αξίες και έθιμα εντελώς διαφορετικά από τα αντίστοιχα δυτικά.
“Μία συμμαχία 50 χωρών, πέρα από την πολιτική χρησιμότητα είναι συνήθως αναποτελεσματική”
Ο πόλεμος του Αφγανιστάν, σε αντίθεση με το Ιράκ, ήταν ένας συμμαχικός πόλεμος. Οι Αμερικανοί μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους αρνήθηκαν την προσφορά του ΝΑΤΟ για ενεργοποίηση του Άρθρου 5 και παροχή βοήθειας από τους συμμάχους. Στη συνέχεια ωστόσο αναθεώρησαν τη στάση τους και ζήτησαν τη βοήθεια του ΝΑΤΟ, ενεργώντας όπως όλες οι συμμαχίες από την αθηναϊκή και εντεύθεν, βάσει της αρχής «εμείς παίρνουμε τις αποφάσεις και εσείς μοιράζεστε τα έξοδα». Τελικά στην ISAF συμμετείχαν 50 περίπου χώρες, συγκροτώντας τη μεγαλύτερη ίσως συμμαχία στη στρατιωτική ιστορία.
Μία συμμαχία 50 χωρών, πέρα από την πολιτική χρησιμότητα είναι συνήθως αναποτελεσματική. Ορισμένες χώρες στέλνουν δυνάμεις για να κάνουν απλώς έπαρση σημαίας, όλες υπόκεινται σε εθνικούς περιορισμούς και κανείς δεν υπακούει στον ανώτερό του αν κρίνει πως δεν συμφέρει τη χώρα του. Ισχύει δηλαδή εκείνο που δήλωσε ο Γάλλος στρατηγός Maurice Sarrail, πως από τότε που διοίκησε συμμαχικά στρατεύματα, μειώθηκε ο θαυμασμός του για τον Ναπολέοντα. Οι χώρες του ΝΑΤΟ προσέτρεξαν στο Αφγανιστάν μολονότι δεν διακινδύνευαν τα εθνικά τους συμφέροντα σε μία τόσο μακρινή χώρα. Άλλωστε για τις περισσότερες χώρες επρόκειτο για αποστολή διατηρήσεως της ειρήνης και όχι για πόλεμο εναντίον ανταρτών. Αυτό αποτέλεσε και μόνιμο σημείο τριβής εντός της συμμαχίας, διότι οι χώρες δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν σε ένα κοινό δόγμα καταστολής εξεγέρσεων (counter-insurgency).
Η καταστολή εξεγέρσεων έγινε η κυρίαρχη μορφή πολέμου τα πρώτα 15 χρόνια του 21ου αιώνα. Να σχολιάσουμε μόνο δύο στοιχεία από την καταστολή της εξέγερσης στο Αφγανιστάν, την κυβέρνηση και την εκπαίδευση των ιθαγενών δυνάμεων. Για να είναι επιτυχής η καταστολή της εξέγερσης σε μία χώρα, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει μία λειτουργική και αποτελεσματική τοπική κυβέρνηση. Κάτι τέτοιο όμως απουσίαζε από το Αφγανιστάν, που ποτέ δεν διέθετε ισχυρή κεντρική κυβέρνηση, και που ο πρόεδρός του Hamid Karzai θεωρούταν από τους αντιπάλους του ως ανδρείκελο των Αμερικανών. Το δεύτερο στοιχείο είναι άμεσα συνδεδεμένο με το πρώτο. Οι Αμερικανοί θεώρησαν ότι ο μόνος φτηνός τρόπος για την καταστολή της εξέγερσης ήταν να πραγματοποιηθεί όχι με τις δικές τους δυνάμεις αλλά από τις εγχώριες. Δαπάνησαν συνεπώς τεράστια ποσά για τη συγκρότηση και εκπαίδευση αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας, προσπάθεια που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρά ταύτα, η δημιουργία ενός αξιόμαχου στρατού δεν είναι ένα τεχνικό ζήτημα. Από την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη μέχρι σήμερα, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ισχυρών πολιτικών θεσμών. Αφού τέτοιοι θεσμοί δεν υφίστανται στο Αφγανιστάν, η όλη προσπάθεια μάλλον θα ναυαγήσει μετά την αποχώρηση των Αμερικανών.
Παρατηρήσεις επιχειρησιακού επιπέδου
Η Ομάδα Σχεδίασης Επιχειρήσεων της οποίας ήμουν επικεφαλής εκπόνησε το πρώτο Σχέδιο Επιχειρήσεων (OPLAN 38302) που κάλυπτε, μετά την επέκταση της ISAF, όλη την επικράτεια του Αφγανιστάν. Εδώ επισημαίνονται επιγραμματικά τέσσερα κύρια σημεία του σχεδίου και της υλοποίησης της αποστολής της ISAF.
Πρώτον, ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του ΝΑΤΟ είναι η ύπαρξη κοινών διαδικασιών, τις οποίες έχουν εγκρίνει και γνωρίζουν όλες οι χώρες. Αυτές οι τυποποιημένες διαδικασίες και στη σχεδίαση, επέτρεψαν την εκπόνηση του σχεδίου διότι, παρά τις επιμέρους δυσκολίες, η όλη προσπάθεια δεν οδηγήθηκε σε έναν πύργο της Βαβέλ.
Δεύτερον, το σχέδιο ήταν ένα σχέδιο εκστρατείας που αντιμετώπιζε στο επιχειρησιακό επίπεδο τη Φάση 3 της αποστολής της ISAF, τη Σταθεροποίηση. Το σχέδιο περιελάμβανε πέντε γραμμές επιχειρήσεων, ασφάλεια, διακυβέρνηση, ανάπτυξη, συντονισμό και δυνατότητες της ISAF. Οι τελευταίες ποτέ δεν έφτασαν στο επιθυμητό επίπεδο, όπως βεβαίως και οι υπόλοιπες τέσσερες γραμμές.
Τρίτον, στο σχέδιο δεν αναφέρονταν πουθενά η καταστολή εξέγερσης, επειδή κάτι τέτοιο δεν υπήρχε στην αποστολή της ISAF από τον ΟΗΕ και πολλές χώρες του ΝΑΤΟ δεν συμφωνούσαν να αναλάβουν πολεμικές αποστολές. Μια τέτοια διαίρεση υπονόμευσε την αποστολή της ISAF, παρότι οι Αμερικανοί με τους ‘πρόθυμους’ Βρετανούς, Καναδούς και Ολλανδούς πραγματοποιούσαν επιχειρήσεις καταστολής εξέγερσης στις νότιες και ανατολικές επαρχίες. Πάντως οι δυνάμεις της ISAF ήταν πολύ ασθενείς το 2006 για να εκτελέσουν επιχειρήσεις σταθεροποίησης, πόσο μάλλον καταστολής εξεγέρσεως. Οι Βρετανοί για παράδειγμα έστειλαν στην επαρχία της Helmand ένα τακτικό συγκρότημα επιπέδου τάγματος για να καλύψει μια περιοχή μεγαλύτερη από την Πελοπόννησο.
Τέταρτον, σε όλη τη διάρκεια του 2006, όπως και αργότερα, ήταν προβληματική τόσο η ενότητα διοικήσεως όσο και η ενότητα προσπαθειών. Οι Αμερικανοί διέθεταν τη δική τους δομή διοικήσεως, ξεχωριστή από την ISAF ο δε Βρετανός διοικητής προέβαινε σε συνεννοήσεις με τον Αμερικανό ανώτατο στρατηγικό διοικητή του ΝΑΤΟ (SACEUR), αγνοώντας εν πολλοίς τον, τυπικά τουλάχιστον, άμεσο προϊστάμενο του, τον Γερμανό δηλαδή επιχειρησιακό διοικητή στο Brunssum (JFC-B). Επιπροσθέτως, και η ενότητα προσπαθείας της ISAF αφενός με τους εκατοντάδες διεθνείς δρώντες που ενεργούσαν στο Αφγανιστάν όσο και κυρίως με την τοπική κυβέρνηση, απείχε πάρα πολύ από του ένα είναι ικανοποιητική. Το αποτέλεσμα ήταν όχι μόνο η ανασυγκρότηση της χώρας αλλά και η σταθεροποίηση να μην είναι ανάλογες των πόρων που επενδύθηκαν και της συνολικής προσπάθειας.
Η ελληνική συμμετοχή
Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις στερούνταν εμπειρίας δράσεως εκτός συνόρων. Ωστόσο μετά το 1990, οι αποστολές τμημάτων εκτός συνόρων από τη Σομαλία μέχρι τα Βαλκάνια και το Αφγανιστάν, προέκυψαν ως αναγκαιότητα. Η Ελλάδα τις αντιμετώπισε μάλλον ως αγγαρεία και δεν διείδε την επιπλέον πολιτική χρησιμότητα από τη δράση των ενόπλων δυνάμεων εκτός των συνόρων.
“Το να στείλουμε μάχιμα τμήματα και να διακινδυνεύσουν Έλληνες στρατιωτικοί να αφήσουν τα κόκαλά τους στο Ινδοκούχ, είναι μία πολύ σοβαρή απόφαση ...Φρονούμε όμως ότι σε αυτήν ή σε ανάλογες περιπτώσεις έπρεπε να εξετασθεί στα σοβαρά, εφόσον ο κίνδυνος αντισταθμιζόταν από άλλα οφέλη που θα μπορούσε να εξασφαλίσει η χώρα.”
Η πολιτική ηγεσία έβλεπε μόνον τον κίνδυνο, η διπλωματική αγνοούσε εν πολλοίς τη διάσταση των στρατιωτικών δυνατοτήτων και η στρατιωτική προσπαθούσε να αποφύγει ένα επιπλέον έργο. Βεβαίως, εν τη απουσία ενός θεσμικού οργάνου, έλειπε και συνεχίζει να λείπει, ο τρόπος να συγκεντρωθούν οι τρεις ηγεσίες γύρω από ένα τραπέζι για να συζητήσουν όλες τις παραμέτρους αποστολής τμημάτων σε διάφορα σημεία. Η ανταλλαγή εγγράφων, τα σπασμένα τηλέφωνα από τον ένα φορέα στον άλλον και η επέμβαση ανεύθυνων συμβούλων οδηγούν στην αποσπασματικότητα και δεν είναι ο ασφαλής τρόπος για να καταλήξουμε σε συμπεράσματα και να αποφασίσουμε για ένα ζήτημα.
“Απουσιάζει εν τούτοις από τη στρατηγική κουλτούρα της χώρας, η κλαουζεβίτσια λογική για τη χρησιμοποίηση του στρατιωτικού μέσου για την επίτευξη πολιτικών σκοπών.”
Η Ελλάδα σε όλες τις αποστολές έστελνε τμήματα υποστήριξης ή επιμελητείας και το ίδιο έκανε και στο Αφγανιστάν. Το να στείλουμε μάχιμα τμήματα και να διακινδυνεύσουν Έλληνες στρατιωτικοί να αφήσουν τα κόκαλά τους στο Ινδοκούχ, είναι μία πολύ σοβαρή απόφαση και δεν υποστηρίζουμε ότι αυτό έπρεπε να γίνει. Φρονούμε όμως ότι σε αυτήν ή σε ανάλογες περιπτώσεις έπρεπε να εξετασθεί στα σοβαρά, εφόσον ο κίνδυνος αντισταθμιζόταν από άλλα οφέλη που θα μπορούσε να εξασφαλίσει η χώρα.
Απουσιάζει εν τούτοις από τη στρατηγική κουλτούρα της χώρας, η κλαουζεβίτσια λογική για τη χρησιμοποίηση του στρατιωτικού μέσου για την επίτευξη πολιτικών σκοπών. Επιπλέον μέχρι σήμερα φαίνεται να μην έχει γίνει στρατηγική αποτίμηση από τη συμμετοχή της χώρας μας σε αυτές τις αποστολές.
Ένα παράδειγμα επίδειξης μικρομεγαλισμού, κακής διάγνωσης του διεθνούς περιβάλλοντος και έλλειψης συντονισμού, είναι η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο το 2010.
“...μία συμμαχία δεν είναι μόνο για να παίρνεις αλλά και το τι βάζεις. Για να μην απορούμε για τον λόγο, εκτός των άλλων, που το ΝΑΤΟ υποστηρίζει την Τουρκία, η τελευταία ανέλαβε δύο φορές τη διοίκηση της ISAF...”
Στα τέλη του 2009 ο πρόεδρος Barack Obama είχε ανακοινώσει την νέα στρατηγική του για το Αφγανιστάν, που προέβλεπε σημαντική αύξηση των δυνάμεων στη χώρα. Όταν ο Obama ρώτησε τι σκοπεύει να κάνει η Ελλάδα για το Αφγανιστάν, η απάντησή μας ήταν ότι η Ελλάδα ζητάει να αναλάβει τον τομέα του βορείου Κοσσυφοπεδίου. Δηλαδή η Ελλάδα, ενώ δεν ανέλαβε τομέα το 2000 όταν είχε στείλει μία ολόκληρη ταξιαρχία στο Κοσσυφοπέδιο, ζητούσε το 2010 να αναλάβει τον ευαίσθητο τομέα του βορείου Κοσσυφοπεδίου, κάτι για το οποίο Ευρωπαίοι και Αμερικανοί ήταν αντίθετοι ενώ για το Αφγανιστάν, το επίκεντρο του αμερικανικού και συμμαχικού ενδιαφέροντος, δεν είχε πρόταση.
Εν τέλει μία συμμαχία δεν είναι μόνο για να παίρνεις αλλά και το τι βάζεις. Για να μην απορούμε για τον λόγο, εκτός των άλλων, που το ΝΑΤΟ υποστηρίζει την Τουρκία, η τελευταία ανέλαβε δύο φορές τη διοίκηση της ISAF, αρκετές φορές τη διοίκηση επιπέδου ταξιαρχίας της Καμπούλ και συνεισέφερε σημαντικές δυνάμεις ελιγμού.
Παναγιώτης Γκαρτζονίκας
Αντιστράτηγος ε.α, Διευθυντής περιοδικού Στρατηγείν, πρόεδρος της Advanced Battlefield Studies – GREECE