Ο πόλεμος της Ουκρανίας: Αναδιάταξη των γεωπολιτικών πόλων ισχύος

Η ηγεμονική διαπάλη εντός ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος και η θέση της Ελλάδας.
Προς «συννενόηση» ή προς διενέξεις. Κανείς δεν ξεφεύγει από το παρελθόν.
Προς «συννενόηση» ή προς διενέξεις. Κανείς δεν ξεφεύγει από το παρελθόν.
via Associated Press

Παρά τις πολλές διαφορές ερμηνειών όσον αφορά τα αίτια του πολέμου της Ουκρανίας λίγοι θα διαφωνήσουν ότι οδήγησε το διεθνές σύστημα σε μια νέα ιστορική φάση πιο πυκνών ηγεμονικών ανταγωνισμών και περιφερειακών διενέξεων. Το κείμενο που ακολουθεί είναι το δεύτερο μέρος ανάλυσης των στρατηγικών εξελίξεων που πυροδότησε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Στο πρώτο μέρος εδώ, αφενός εξετάσαμε εδραιωμένες τυπολογίες για διαχρονικά πανομοιότυπα διλήμματα ασφαλείας μεταξύ ηγεμονικών δυνάμεων και αφετέρου η ανάλυση αυτή συνδέθηκε με πολιτικά και στρατηγικά ορθολογιστικούς προσανατολισμούς της Ελλάδας.

Η ανάλυση που ακολουθεί θα εστιάσει την προσοχή στις τάσεις που διαμορφώνονται όσον αφορά τόσο τους γεωπολιτικούς πόλους ισχύος της σύγχρονης εποχής όσο και τις ανακατανομές ισχύος, ρόλων και θέσης των τριών τελευταίων δεκαετιών που ανέδειξε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Συναισθηματισμός και πόνος για τις αβάστακτες συμφορές του Ουκρανικού λαού αναμενόμενα και ίσως αναπόφευκτα θολώνουν την σκέψη. Εύστοχα ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε επισημάνει το γεγονός ότι σε ακροσφαλείς καταστάσεις όσο περισσότερο την χρειαζόμαστε τόσο περισσότερο θολώνει η στρατηγική σκέψη. Στο επίπεδο όμως της στρατηγικής ανάλυσης απαιτείται αξιολογικά ουδέτερη εξέταση των αιτίων, των συνεπειών και των προσανατολισμών του διεθνούς συστήματος.

Ο πόλεμος της Ουκρανίας ήδη κατέδειξε ότι όλες οι στάσεις και αποφάσεις των ηγεμονικών κρατών προσανατολίζονται προς εντονότερες διενέξεις. Επειδή αυτές οι διενέξεις –εκτός και εάν έχουμε πυρηνικό ολοκαύτωμα– θα εκτυλίσσονται στις περιφέρειες, για λόγους εθνικής ασφάλειας εάν όχι και επιβίωσης είναι επιτακτική η ανάγκη να καλλιεργείται ο πολιτικός και στρατηγικός ορθολογισμός.

Μια κρίσιμη παράμετρος είναι οι γεωπολιτικοί πόλοι ισχύος και ο τρόπος που οι ανακατανομές ισχύος επηρεάζουν τις στρατηγικές των κρατών και κυρίως των ηγεμονικών δυνάμεων. Τι σημαίνουν αυτές οι ανακατανομές για ένα λιγότερο ισχυρό κράτος πάνω στην Περίμετρο της Ευρασίας όπως η Ελλάδα.

Για να γίνει κατανοητή αυτή η παράμετρος απαιτείται στοιχειώδης έστω γνώση των σχέσεων των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων πριν το 1945, μετά το 1947 μέχρι και το 1990, από το 1990 μέχρι τις μέρες μας.

Μπορεί οι ΗΠΑ ως η σύγχρονη δεσπόζουσα ηγεμονική δύναμη να κέρδισε ερείσματα την Μεταψυχροπολεμική εποχή, αλλά οι νέοι συσχετισμοί εισήγαγαν τον κόσμο σε μια νέα άκρως επισφαλή, ρευστή και εύθραυστη μεταβατική ιστορική φάση.

Ως προς αυτό το μείζον ζήτημα, για παράδειγμα, όταν αναφερόμαστε στην Ευρώπη δύσκολα υπάρχει καθαρή θέαση των προσανατολισμών εάν δεν γίνει πλήρως κατανοητή η θέση του «γερμανικού ζητήματος» τους τελευταίους αιώνες, κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και Μεταψυχροπολεμικά μέχρι τις μέρες μας.

Προκαταρτικά και πριν γίνει αναφορά στα κυρίαρχα γεωπολιτικά δόγματα, αναφέρεται ότι κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου αλλά και Μεταψυχροπολεμικά το κύριο πεδίο δράσεων και ανακατανομών ζωνών επιρροής και συμφερόντων ήταν η κατά Spykman Περίμετρος της Ευρασίας που αρχίζει από την Ευρώπη, διασχίζει τα Βαλκάνια, την Μέση Ανατολή και φθάνει μέχρι την Άπω Ανατολή. Μια ακόμη μεγάλη παράλληλη δραστική ανακατανομή ισχύος και επιρροής έλαβε χώρα και στην κατά Mackinder «καρδιά της Γης» στο δυτικότερο άκρο της Περιμέτρου της Ευρασίας (βλ. χάρτη).

Εκτιμάται ότι αυτές οι γεωπολιτικές θεωρήσεις που όριζαν την στρατηγική των ναυτικών δυνάμεων πριν και μετά το 1945 όχι μόνο είναι απολύτως επίκαιρες αλλά και «αναβαθμίζονται» με ένα συμπλεκόμενο τρόπο που αυξάνει την στρατηγική αβεβαιότητα και τα πεδία αστάθειας στις περιφέρειες. Υπενθυμίζουμε

Επιγραμματικά τις ρήσεις των δύο μεγάλων γεωπολιτικών αναλυτών οι οποίοι, βασικά, περιέγραψαν την στρατηγική των ναυτικών δυνάμεων των τελευταίων αιώνων, πρώτα του Ηνωμένου Βασιλείου μέχρι το 1945 και μετά στην βάση του δόγματος Κένναν της ανάσχεσης των ηπειρωτικών δυνάμεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Mackinder:

«Αυτός ο οποίος κυβερνά την Ανατολική Ευρώπη κυριαρχεί στην καρδιά της Γης.

Αυτός ο οποίος κυβερνά την καρδιά τη Γης κυριαρχεί στην παγκόσμια νήσο.

Αυτός ο οποίος κυβερνά την παγκόσμια νήσο κυριαρχεί στον κόσμο».

.
.
.

Το 1943 εν μέσω του πολέμου και ολοφάνερων προσπαθειών της Μεγάλης Βρετανίας να περάσει την σκυτάλη της ηγέτιδας ναυτικής δύναμης στις ΗΠΑ (και ταυτόχρονα να συνάψει την περίφημη «ειδική στρατηγική σχέση» με την Ουάσιγκτον που διατηρεί μέχρι τις μέρες μας), ο Mackinder περιέγραψε την επερχόμενη Ατλαντική συμμαχία ως το «Ευρωατλαντικό βάθρο ισχύος».

Όταν μεταπολεμικά οι ΗΠΑ μετά από πολλές ενδό-Αμερικανικές συζητήσεις προσανατολίστηκαν ως η ηγέτιδα δύναμη μιας μεταπολεμικής ναυτικής συμμαχίας, ο Spykman περιέγραψε την σημασία της Περιμέτρου της Ευρασίας που πολλοί στην στρατηγική ανάλυση θεωρούν ως συμπληρωματική της προαναφερθείσης θεώρησης του Mackinder, τόσο αναφορικά με την «καρδιά της Γης» όσο και σε αναφορά με το Ευρωατλαντικό βάθρο ισχύος.

Σε τελευταία ανάλυση η Δυτική και Κεντρική Ευρώπη βρίσκεται στο Δυτικό άκρο της Περιμέτρου της Ευρασίας και συμπεριλαμβάνει τις πρώην ευρωπαϊκές ηγεμονικές δυνάμεις εκ των οποίων η Βρετανία και η Γαλλία διαθέτουν πυρηνικό οπλοστάσιο.

Υπογραμμίζεται ότι διαχρονικά οι δύο ηπειρωτικές δυνάμεις που συγκρατούνταν να μην κατέβουν νότια στα «θερμά νερά» ήταν τόσο η Γερμανία όσο και η Ρωσία. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η ηττημένη Γερμανία εντάχθηκε και ελέγχθηκε εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας. Αποτυπώνοντας την νέα πραγματικότητα μέχρι και τις μέρες μας ο Λόρδος Ismay ΓΓ ΝΑΤΟ το διατύπωσε παραστατικά ως εξής, κάτι που αποτελεί είδος στρατηγικής σταθεράς των υπόλοιπων ευρωπαϊκών δυνάμεων: «ο σκοπός της Ατλαντικής Συμμαχίας είναι «να κρατήσει τους Ρώσους εκτός, τους Αμερικανούς εντός και τους Γερμανούς κάτω και υπό έλεγχο».

Ο Spykman είχε ήδη επαναδιατυπώσει και ορίσει τους Μεταπολεμικούς συσχετισμούς με αποτέλεσμα παράλληλα με την δημιουργία της Ατλαντικής Συμμαχίας οι ΗΠΑ διακήρυξαν το δόγμα Κένναν για την ανάσχεση των ηπειρωτικών δυνάμεων:

Spykman:

«Όποιος ελέγχει την Περίμετρο κυριαρχεί στην Ευρασία.

Όποιος ελέγχει την Ευρασία ελέγχει τις τύχες του κόσμου»

Κατά βάση και ουσιαστικά την Μεταψυχροπολεμική εποχή η στρατηγική των ΗΠΑ συνεχίστηκε στην ίδια βάση με μια όμως ειδοποιό διαφορά: Σε πολλές περιοχές διείσδυσε στα ενδότερα της Περιμέτρου της Ευρασίας. Πιο σημαντικό, η Ατλαντική Συμμαχία όχι μόνο δεν καταργήθηκε παρά την κατάργηση του Συμφώνου της Βαρσοβίας αλλά και ενέταξε στο ΝΑΤΟ πολλά κράτη που γειτνιάζουν ή βρίσκονται εντός της «καρδιάς της Γης», συν βέβαια ένταξη Βαλκανικών κρατών και αμφίπλευρες δηλώσεις συμπερίληψη ακόμη και της Ουκρανίας και Γεωργίας.

Η συνοπτική περιγραφή κύριων και σημαντικών της σύγχρονης γεωπολιτικής διαμάχης δεν απαιτεί υψιτενείς θεωρίες για να γίνει από όλους κατανοητό ότι τα γεγονότα όπως εκτυλίσσονται μετά το 1989-90 λόγω διαιώνισης της Ατλαντικής Συμμαχίας και επέκτασής της, και όπως οξύνθηκαν με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, διαιωνίζουν και βαθαίνουν την ηγεμονική διαπάλη εντός του αναδυόμενου πολυπολικού διεθνούς συστήματος.

Η νέα αυτή φάση όξυνσης των ηγεμονικών ανταγωνισμών, τονίζεται και υπογραμμίζεται, αφορά πλέον ευθέως τον έλεγχο της Κεντρικής Ευρώπης («καρδιά της Γης») κάτι για το οποίο Μεταψυχροπολεμικά η Ρωσία επικαλείτο ζητήματα εθνικής ασφάλειας και για το οποίο όχι μόνο αναλυτές της στρατηγικής όπως ο Mearsheimer αλλά και αρχιτέκτονες της σύγχρονης στρατηγικής όπως ο Κένναν και ο Κίζιγκερ προειδοποιούσαν ότι θα αποτελέσει «μοιραίο (στρατηγικό) λάθος» (βλ. παραπομπές και ανάλυση εδώ αμέσως μετά την εισβολή της Ρωσίας).

Οι επερχόμενοι ανταγωνισμοί, επίσης, αφορούν ευθέως αναδιατάξεις παρουσίας και συμφερόντων πάνω σε πολλές ζώνες της Περιμέτρου της Ευρασίας που μοιραία θα προσδιορίσουν τους συσχετισμούς της κατανομής ισχύος και συμφερόντων τις επόμενες δεκαετίες.

Αυτά και τα συμπαρομαρτούντα απαιτείται να συνεκτιμηθούν με το γεγονός ότι το πολυπολικό πλέον διεθνές σύστημα πολλών ηγεμονικών δυνάμεων ωριμάζει ολοένα και περισσότερο. Όσον μας αφορά, μεταξύ άλλων, τρία ζητήματα είναι μείζονος στρατηγικής σημασίας:

Πρώτον, το πώς θα εξελιχθούν οι στρατηγικές σχέσεις Κίνας – Ρωσίας με ερωτηματικό όσον αφορά τις θέσεις και σχέσεις με άλλες μεγάλες και πυρηνικές δυνάμεις και περιφερειακές δυνάμεις στην άμεση και ευρύτερη περιφέρεια στην οποία ανήκει γεωγραφικά η Ελλάδα.

Δεύτερον, το πώς θα εξελιχθούν τα συμφέροντα, η θέση και ο ρόλος των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων στο Ευρωστρατηγικό τρίγωνο Λονδίνο, Παρίσι και Βερολίνο. Κατά κάποιο τρόπο και πέραν των εντυπώσεων των εφήμερων καθημερινών αντιπαραθέσεων γύρω από τον πόλεμο της Ουκρανίας, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα υπάρχει μια ρευστότητα επειδή Μεταψυχροπολεμικά πολλοί προβληματίστηκαν για την θέση της Μόσχας στο Ευρωστρατηγικό και Ευρασιατικό περιβάλλον.

Εάν μη τι άλλο επειδή για πολλούς λόγους κάθε σύγκλιση με την Κίνα είναι εύθραυστη τις τελευταίες δεκαετίες ουκ ολίγοι αναλυτές της στρατηγικής και σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα μιλούσαν για θεσμικούς προσανατολισμούς που θα ενέτασσαν την Ρωσία σε ένα ευρύτερο σύστημα Ευρωπαϊκής ασφάλειας. Βραχυχρόνια τουλάχιστον, ο πόλεμος της Ουκρανίας ακύρωσε μια τέτοια δυνατότητα.

Τρίτον, όσον αφορά την Βρετανία οι τάσεις είναι σαφείς και ξεκάθαρες: Με ενθάρρυνση της Ουάσιγκτον και με το Μπρέξιτ επέλεξε να ταυτιστεί ξανά πλήρως με τα Αμερικανικά συμφέροντα και να συνεχίσει να κάνει αυτό που πάντα έκανε, ακόμη και εντός της ΕΕ, δηλαδή να διαδραματίζει τον «εξωτερικό εξισορροπητή» της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης.

Καταθέτοντας μερικές ακόμη σκέψεις, χρήζει να τονιστεί ότι Μεταψυχροπολεμικά, ολοφάνερα και καταμαρτυρούμενα γεγονότα, δείχνουν ότι δημιουργήθηκε μια συντριπτική ανακατανομή υπέρ των ναυτικών δυνάμεων –αλλά όπως η έκρηξη του πολέμου στην Ουκρανία έδειξε εύθραυστη–, ιδιαίτερα της δεσπόζουσας Αμερικανικής δύναμης.

Η Ατλαντική Συμμαχία (το κατά Mackinder «Ευρωατλαντικό βάθρο ισχύος») επεκτάθηκε στην Κεντρική Ευρώπη στο μεγαλύτερο μέρος της «καρδιάς της Γης», ενώ στην περίμετρο της Ευρασίας διεισδύσεις και επεμβάσεις διαφόρων ειδών έφεραν διόλου αμελητέες αλλά εύθραυστες ανακατανομές συμφερόντων και επιρροής.

Αυτή η περιγραφή όμως είναι ελλειμματική εάν δεν υπογραμμιστεί και τονιστεί κάτι εξαιρετικά σημαντικό: Οι ρευστές εξελίξεις, οι θεωρήσεις γύρω από αυτές, οι σταθμίσεις ευμετάβλητων γεγονότων και οι συναγόμενες εκτιμήσεις είναι πλέον πολύ πιο σύνθετες και δύσκολες.

Αυτό επειδή η προαναφερθείσα ωρίμανση του πολυπολικού διεθνούς συστήματος που συμπεριλαμβάνει πολλές μεγάλες και πυρηνικές δυνάμεις καθιστά την νέα φάση της Μεταψυχροπολεμικής εποχής ακροσφαλή και εύθραυστη.

Για παράδειγμα, η άνοδος της ισχύος περισσότερων μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων όπως η Κίνα, η Ινδία και το Πακιστάν. Επίσης αλλαγές που επηρεάζουν την θέση και τον ρόλο περιφερειακών δυνάμεων όπως το Ιράν και η Τουρκία. Το Ισραήλ ήταν και παραμένει μια πανίσχυρη περιφερειακή δύναμη που συναλλάσσεται διαρκώς με τις ΗΠΑ και όχι μόνο.

Τονίζουμε λοιπόν το γεγονός ότι στην διεθνή πολιτική διαχρονική και σύγχρονη για να έχεις θέαση της συγκαιρινής πραγματικότητας και της προβολής των τάσεων απαιτείται στοιχειώδης γνώση των διαχρονικά καταμαρτυρούμενων βαθύτερων διαμορφωτικών δυνάμεων της σύγχρονης ιστορίας.

Κάτι επίσης πολύ σημαντικό, καθότι πολύς λόγος γίνεται γύρω από τον όρο «δημοκρατία»: Αφήνοντας κατά μέρος τις επικοινωνιακές τακτικές των εμπλεκομένων, στοιχειώδης σοβαρότητα και γνώση της διαχρονικής ηγεμονικής διαπάλης καθιστά σαφές ότι οι ηγεμονικές στρατηγικές είναι όχι μόνο μορφικά πανομοιότυπες αλλά και εμπράγματα οι ίδιες. Κανένα δεν αγαπούν ή μισούν και βλέπουν όλους γύρω ως πιόνια στην σκακιέρα.

Για να μην πάμε στον Όμηρο και στην προ-κλασική εποχή και να μην θίξουμε πολύ γνωστές σύγχρονες περιπτώσεις που αφορούν όλες τις σύγχρονες ηγεμονικές δυνάμεις, ο καθείς γνωρίζει ότι την κλασική εποχή κορυφώθηκε το δημοκρατικό πολιτικό γίγνεσθαι. Επιπλέον, όποιος διάβασε τις δημηγορίες στον Θουκυδίδη γνωρίζει ότι η Αθήνα ήταν το πλέον δημοκρατικό κράτος που υπήρξε ποτέ: Οι πολίτες ήταν εντολείς της εντολοδόχου και άμεσα ανακλητής πολιτικής εξουσίας.

Ήταν όμως ηγεμονικό κράτος και λειτουργούσε με όρους ηγεμονικής δύναμης: Στις εκκλήσεις των Μηλίων για δίκαιο τους υπενθύμισαν:

1) την ανάγκη ισορροπίας δυνάμεων και επειδή οι Μήλιοι δεν φρόντισαν για αυτό προειδοποίησαν ότι

2) όσοι είναι ελεύθεροι το χρωστούν στην δύναμή τους και η ελπίδα ως προς το αντίθετο είναι σπάταλη, και

3) αφού «έγινε και κάποια προδοσία ανάμεσά τους» (οι Αθηναίοι) «σκότωσαν όσους ενήλικους έπιασαν, κι έκαμαν δούλους τα παιδιά και τις γυναίκες».

Ρητά και ξεκάθαρα αναφέρεται ότι κατά την διάρκεια πέντε χιλιετιών γνωστής ιστορίας όλες οι ηγεμονικές δυνάμεις έτσι αποφάσιζαν και έτσι λειτουργούσαν. Όταν συγκρούονται ηγεμονικές δυνάμεις στις πλάτες κρατών της περιφέρειας δεν αφορά την δημοκρατία ή ιδεολογίες αλλά τα συμφέροντα και την επιρροή.

Ούτε μπορεί να παραβλέπεται ότι τα ίδια ισχύουν για τις μετα-Μεσαιωνικές Ευρωπαϊκές ηγεμονικές δυνάμεις, όταν, ταυτόχρονα με το δυναστικό αποικιοκρατικό σύστημα και στο όνομα της επίτευξης «κρατικής συνοχής» πάνω από το μισό του πληθυσμού έγινε θύμα «μετακινήσεων», εθνοκαθάρσεων και γενοκτονιών, κάτι που συνεχίστηκε μέχρι και τον 20ο αιώνα!

Επιπλέον, κατά την διάρκεια των ίδιων αιώνων τα αποικιοκρατικά εγκλήματα πλανητικής κλίμακας ήταν με κάθε κριτήριο και συγκριτικά με κάθε εποχή εξίσού αβάστακτα! Μεταψυχροπολεμικά όλες ανεξαιρέτως οι νυν μεγάλες δυνάμεις λειτούργησαν με ανελέητα σκληρούς όρους με αποτέλεσμα κατεδάφιση πολλών περιφερειακών κρατών και πρόκληση δεκάδων εκατομμυρίων ξεσπιτωμένων, προσφύγων και νεκρών στους πολλούς περιφερειακούς πολέμους.

Ένα περιφερειακό κράτος μεσαίας ισχύος όπως η Ελλάδα, κατά συνέπεια, απαιτείται να έχει απόλυτα ρεαλιστική εκτίμηση της ηγεμονικής διαπάλης και των περιφερειακών προεκτάσεών της. Μπορεί πολλές ύστερες συζητήσεις να πόλωσαν τον εσωτερικό διάλογο αλλά στοιχειώδης σοβαρότητα, ψύχραιμες εκτιμήσεις και στοιχειωδώς καθαρή θέαση των γεγονότων απαιτεί απόλυτη ομοφωνία με όρους πολιτικού και στρατηγικού ορθολογισμού.

Αναμφίβολα, ως αμυνόμενο μη αναθεωρητικό κράτος η Ελλάδα προσκολλάται στην διεθνή νομιμότητα αλλά ταυτόχρονα συνεκτιμά πλήρως και αποφασίζει δεόντως για στρατηγικούς προσανατολισμούς που αφορούν απειλές και κινδύνους για την εθνική ασφάλεια. Εξ αντικειμένου, ο πιο μεγάλος κίνδυνος προέρχεται από την Τουρκική αναθεωρητική απειλή. Συνεκτίμηση επιπλέον πραγματικών και όχι φαντασιόπληκτων τάσεων στην ευρύτερη περιφέρεια που ανήκει η Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης.

Στοιχειώδης ορθολογισμός, γράψαμε καταληκτικά στο πρώτο μέρος της παρούσης ανάλυσης. Η Ελλάδα ως κυρίαρχο κράτος συμμετέχει (δεν «ανήκει») στην ναυτική συμμαχία. Πολιτικός και στρατηγικός ορθολογισμός σημαίνει ότι το Ελληνικό κράτος διαθέτει επαρκή ισχύ για αξιόπιστη εθνική στρατηγική αποτροπής των απειλών, εφαρμόζει τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου που αφορούν την Ελληνική Επικράτεια, συναλλάσσεται επιδέξια με τα άλλα κράτη και κυρίως τις χώρες εντός των Συμμαχιών και θεσμών που συμμετέχει και συσπειρώνεται πολιτικά με άξονα ρητά προσδιορισμένα και ιεραρχημένα εθνικά συμφέροντα.

Τέλος, δεν βλάπτει αλλά ωφελεί εάν μετριαστούν εάν όχι και να εκλείψουν οι αφορισμοί, οι γνώμες, οι επιθέσεις κατά κορυφαίων και αξιολογικά ουδέτερων αναλυτών της στρατηγικής ή ακόμη και αξιώσεις για καταγέλαστα «πιστοποιητικά διεθνών φρονημάτων» που δρουν αντίρροπα στην αντικειμενική ανάλυση που τόσο ανάγκη έχει ένα κράτος στους δύσκολους καιρούς που επέρχονται. Καταληκτικά, μπορεί σε μερικά σημεία να έγινε αναφορά στην Ελλάδα, αλλά η ανάλυση που προηγήθηκε αφορά κάθε κράτος.

Δημοφιλή