Κι ενώ ως χώρα γιορτάζουμε φέτος τα 50ά γενέθλια της Γ΄ Ελληνικής για Δημοκρατίας και βαυκαλιζόμαστε πως ως πολιτικό σύστημα ωριμάσαμε και απολαμβάνουμε μία Δημοκρατία με ποιότητα, τελευταία εμφανίζονται φαινόμενα που γενούν έντονο προβληματισμό και σκεπτικισμό τόσο για αυτήν την ποιότητα όσο και για τους τρόφιμους της πολιτικής και κομματικής Εξουσίας.
Φαινόμενα που έχουν να κάνουν τόσο με τον τρόπο λειτουργίας των κομματικών σχηματισμών όσο και με τη Ήθος εκείνων των πολιτικών και κομματικών στελεχών που εκ του συντάγματος εντέλλονται να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Κι αυτά τα φαινόμενα δεν εμφανίζονται μόνον σε έναν κομματικό σχηματισμό, αλλά τείνουν να γενικευτούν ως πολιτική πρακτική και συμπεριφορά.
Τα παραλυτικά φαινόμενα
Πρώτο σύμπτωμα πολιτικής παθογένειας είναι η κατάρρευση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο καταγράφεται ως πολιτική κανονικότητα η κατάρρευση και η πτώση της κυβέρνησης. Κι αυτό συνιστά κατάφωρο βιασμό της λαϊκής εντολής και για τον οποίο βιασμό πρέπει κάποιοι να λογοδοτούν-τήσουν.
Το κυβερνών κόμμα καταφεύγει στη διαγραφή πρώην πρωθυπουργού και αρχηγού του κόμματος για δηλώσεις που εμπεριείχαν οξεία κριτική για την ακολουθούμενη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης. Αντίθετα στις δηλώσεις και στην κριτική (πιο ήπια) του πρώην πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή ο κ. Μητσοτάκης δεν κατέφυγε στο μέτρο της διαγραφής, αρκούμενος στο «Ουδέν Σχόλιον» δια του κυβερνητικού εκπροσώπου. Εξάλλου διαγράφεται ένας Καραμανλής-σημαία της Ν.Δ;
Σίγουρα ο Πρωθυπουργός θα βιώνει οδυνηρά την «Πολιτική Μοναξιά» του με τις τελευταίες κριτικές –διαφοροποιήσεις των δύο πρώην πρωθυπουργών που ίσως δεν θα ήθελαν και μία τρίτη συνεχή πρωθυπουργία του κ. Μητσοτάκη, κάτι που κανείς άλλος πολιτικός δεν πέτυχε μέχρι τώρα. Ωστόσο «γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος».
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ) αναλίσκεται σε εσωκομματικές έριδες αντί της κατά το σύνταγμα υποχρέωσής του να κρίνει-ελέγχει την κυβέρνηση και να προτείνει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Στα περίεργα του κόμματος αυτού ανήκει και η εκπαραθύρωση του νόμιμα εκλεγμένου (από τη λαϊκή βάση) αρχηγού του και η απαγόρευσή του να έχει δικαίωμα επανεκλογής.
Στο ΠΑΣΟΚ αμφισβητείται ο αρχηγός του, διεξάγονται εκλογές για το νέο πρόεδρο-αρχηγό και επανεκλέγεται πανηγυρικά ο αμφισβητούμενος, χωρίς οι αμφισβητίες να νιώθουν την ανάγκη να εξηγήσουν με λόγια και με πράξεις το στόχο της αμφισβήτησής τους. Οι ψηφοφόροι στέκονται ακόμη ενεοί για τη σκοπιμότητα τόσο της αμφισβήτησης όσο και των ενδοκομματικών εκλογών.
Το μωσαϊκό των φαινομένων που φιλοτεχνούν τον πολιτικό σουρεαλισμό του πολιτικού μας συστήματος συμπληρώνουν τα κόμματα δεξιά της ΝΔ και αριστερά της Κεντρο-Αριστεράς. Αντί, δηλαδή, να συνασπισθούν για να αντιπολιτευτούν με πειθώ το κενό που προκύπτει από τις πολιτικές αδεξιότητες των κατά τεκμήριο ισχυρών-μεγάλων κομμάτων (κυβέρνηση και Αντιπολίτευση (μείζων και ελάσσων), αναλίσκονται κι αυτά σε ανέξοδες ρητορικές για την ορθότητα της δικής τους αυθεντικής ιδεολογίας, της δικής τους ιδεολογικής ορθοδοξίας.
Στα πολιτικά παράδοξα και στον πολιτικό σουρεαλισμό της Δημοκρατίας μας θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και την αργοπορημένη συνάντηση του Πρωθυπουργού της Ελλάδας με τον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Η κοινοβουλευτική κανονικότητα και το πολιτικά αυτονόητο καθίσταται Πολιτική Είδηση στη χώρα μας.
Με αυτά κι αυτά το πολιτικό μας σύστημα και οι ταγοί του πορεύονται στη λεωφόρο Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας βαυκαλιζόμενοι πως διακονούν ταυτόχρονα τόσο τα συμφέροντα του Λαού και του Έθνους όσο και την Πολιτική Ηθική. Στη φαρέτρα των επιχειρημάτων τους, βέβαια, πλεονάζουν οι λέξεις-όροι-φετίχ, λέξεις ογκόλιθοι (Πατρίδα, Έθνος, Λαός, Δημοκρατία, Δημόσιο-Κοινωνικό Συμφέρον, Λαϊκή Εντολή…) που κανείς από τους ψηφοφόρους δεν δικαιούται να θέσει εν αμφιβόλω, και φυσικά ούτε τις “καλές προθέσεις” τους.
Η ερμηνεία
ν κάποιος αποπειραθεί να ερμηνεύσει τα παραπάνω φαινόμενα και ιδιαίτερα αυτά των εσωκομματικών έριδων και διενέξεων θα βρεθεί στο απόλυτο αδιέξοδο.
Κι αυτό γιατί το επίδικο των εσωκομματικών συγκρούσεων και διαφορών δεν είναι η πολιτική και η ιδεολογική καθαρότητα ως πολιτικό ζητούμενο αλλά οι προσωπικές διαφορές και φιλοδοξίες που ενδύονται το ένδυμα της διακονίας του κομματικού συμφέροντος και κατ΄ ακολουθία - κατά τα λεγόμενά τους - των συμφερόντων του λαού.
Το ανησυχητικό είναι πως οι εμπλεκόμενοι στις πολιτικές έριδες δεν γνωρίζουν ή δεν αναγνωρίζουν την αξία και το ρόλο στην πολιτική του Διαλόγου, της Σύνθεσης των διαφορετικών απόψεων και της δύναμης ή των δικαιωμάτων τόσο της Πλειοψηφίας όσο και της Μειοψηφίας. Το τραγελαφικό είναι πως όταν στο πολιτικό παιχνίδι κάποιοι βρίσκονται στην πλειοψηφία ξεχνούν όσα έλεγαν για τα δίκαια της μειοψηφίας και το αντίθετο.
Κατά τα άλλα ζούμε και λειτουργούμε ως πολιτικό σύστημα στη χώρα που εφηύρε τη Διαλεκτική. Ο Ζήνων και ο Ηράκλειτος θα μελαγχολούν βλέποντας όλα όσα συμβαίνουν στο πολιτικό μας σύστημα. Ίσως, όμως, οι δύο αυτοί Φιλόσοφοι να χαίρονται γιατί βλέπουν πως δικαιώνονται οι θέσεις τους έστω και αρνητικά. Ο Ζήνων για τα «Παράδοξά» του και ο Ηράκλειτος για την «Παλίντονον Αρμονίη» του που διακήρυττε την ισορροπία που πραγματώνεται μέσα από τις συγκρούσεις, άσχετα αν οι δικοί μας πολιτικοί στέκονται μόνον στην αναγκαιοτότητα των συγκρούσεων ως συμπαντικής και κοσμικής αρχής.
Μία πειστική εξήγηση όλων των παραπάνω πολιτικών παραδοξοτήτων της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας μας θα μπορούσε να ήταν η αδυναμία ή η απροθυμία του πολιτικού προσωπικού να επικοινωνούν μεταξύ τους, να διαφωνούν ή και να συμφωνούν χωρίς λεκτικούς θορύβους, διαγραφές ή εκπαραθυρώσεις και αποκλεισμούς.
Και για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι. Η διαγραφή του κ. Σαμαρά ήταν προϊόν της κριτικής του ή της δημόσιας έκφρασής της; Δεν θα μπορούσε, δηλαδή, ο πρώην Πρωθυπουργός, αν στόχευε στο καλό της παράταξής του και της κυβέρνησης να εκφράσει κατ΄ ιδίαν σε αυτόν τις ενστάσεις και τις προτάσεις του; Δεν θα ήταν αυτό προτιμότερο από το να περιφέρεται σε παρουσιάσεις βιβλίων ή και σε συνεντεύξεις;
Δεν θα έπρεπε, επίσης, ο κ. Πρωθυπουργός να τον καλέσει κατ΄ ιδίαν για διευκρινίσεις ή για συζήτηση περί της ακολουθητέας εξωτερικής πολιτικής;
Αν ο κ. Κασσελάκης αποδείχτηκε ανεπαρκής για τη θέση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρχαν πιο δημοκρατικές διαδικασίες για την εκπαραθύρωσή του; Όσοι τον αμφισβητούσαν και τελικά τον αποδόμησαν δεν θα μπορούσαν σε μία κλειστή συνεδρίαση-συζήτηση να συνομιλήσουν μαζί του και να του εκθέσουν τα επιχειρήματά τους για την ανεπάρκειά του;
Τελικά αυτό που πέτυχαν (κομματικά στελέχη και Κασσελάκης) δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής ζωής και το χειρότερο την αυτοκτονική τριχοτόμηση του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν νιώθει την υποχρέωση κάποιος από όλους αυτούς να απολογηθεί στους ψηφοφόρους του κόμματος γι αυτήν την κατάληξη; Οι ψηφοφόροι πώς αποδέχτηκαν μία τέτοια κατάληξη; Γιατί οι ψηφοφόροι και τα στελέχη του κόμματος είναι λαλίστατοι και οξείς στην κριτική τους σε κάποιες πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης, ενώ σιώπησαν μπροστά στις μεθοδεύσεις εκθρόνισης του δημοκρατικά εκλεγμένου αρχηγού τους (Κασσελάκη);
Πολλά ερωτήματα για τα αυτονόητα μιας δημοκρατίας όπου το πρότερον και το αξιολογικά υπέρτερον είναι η υπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και όχι η διακονία των προσωπικών φιλοδοξιών.
Δυστυχώς η φιλοδοξία κάποιων να υπάρξουν έστω και μία ημέρα ως αρχηγοί δικαιώνει μία φράση που άκουσα πριν πολλά χρόνια για κάποιον “Ηγετίσκο” αλλά και για την αρχομανία κάποιων πολιτικών μας:
“Πέντε Έλληνες, έξι αρχηγοί”
Η αυταρέσκεια της πολιτικής Μοναξιάς
Φαίνεται πως το πολιτικό μας σύστημα και όσοι το υπηρετούν πάσχει από μία sui generis “Πολιτική Μοναξιά” ή από ένα ακαθόριστο σύμπτωμα “Πολιτικού Ναρκισσισμού”, αφού οι πρωταγωνιστές επιλέγουν τον μοναχικό δρόμο προσδοκώντας κομματικά οφέλη ή πραγμάτωση κάποιων απροσδιόριστων προσωπικών και απωθημένων παιδικών επιθυμιών.
Γι αυτό και η πολιτική σκηνή γέμισε από μικρά κόμματα, από μοναχικές προσωπικές (πολιτικές) διαδρομές και από ευφάνταστους οπαδούς της “Ιδεολογικής Ορθοδοξίας”, από φανατικούς της “αποκλειστικής αλήθειας” ή και από αυτοαποκαλούμενους γραφικούς πολιτικούς σωτήρες.
Αυτούς τους μοναχικούς καβαλάρηδες της πολιτικής ζωής και τους ζηλωτές προσωπικών διαδρομών οι ειδικοί τους κατατάσσουν σε μία ειδικοί κατηγορία πασχόντων από το “Σύνδρομο της Πολιτικής Μοναξιάς”.
Η αυτιστική πολιτική κουλτούρα
Οι παραπάνω χαρακτηρίζονται από μία “αυτιστική πολιτική κουλτούρα” που οδηγεί στην πολιτική ασυνεννοησία και στην πολιτική όσο και κομματική πόλωση. Μία κουλτούρα που δεν επιτρέπει τον απεγκλωβισμό τους από την αυταρέσκειά τους. Μία κουλτούρα που δυσκολεύει την υπέρβαση των παραλυτικών καταστάσεων που επωάζει ο πολιτικός ναρκισσισμός. Μία κουλτούρα που τους ξεστρατίζει από την αποστολή τους να αναμετρώνται με τα προβλήματα, τις αγωνίες και τις προσδοκίες του λαού μας.
Σχετικά γράφει ο Χαρίδημος Κ. Τσούκας, καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick:
“Ο πολιτικός αυτισμός διακρίνεται από τρία γνωρίσματα. Πρώτον, διαστρέφει την επικοινωνία (τη μετοχή στον κοινό λόγο) κατασκευάζοντας ιδιοτελώς το δικό του γλωσσικό ιδίωμα, αποκομμένο από την κοινή χρήση της γλώσσας. Δεύτερον, συνιστά ένα κλειστό σύστημα σκέψης, με αυτοεπιβεβαιωτικά κριτήρια εγκυρότητας. Και τρίτον, προσλαμβάνει την πραγματικότητα μέσα από την κατασκευή «εχθρών» και τη δαιμονοποίησή τους” (ΒΗΜΑ,21/9/2013).
Καιρός, λοιπόν, κόμματα και ψηφοφόροι να επικοινωνούν μεταξύ τους και το σπουδαιότερο με την πραγματικότητα γιατί μόνο αυτή σύμφωνα και με τον Μπρεχτ θα μάς βοηθήσει να βρούμε τον τρόπο για να την αλλάξουμε, αν βέβαια αυτό επιθυμούμε:
“Χρειάζονται πολλά τον κόσμο για ν΄ αλλάξεις: Οργή κι επιμονή… Στόχαση βαθιά… Κατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του συνόλου. Μονάχα η πραγματικότητα θα μας δείξει πως την πραγματικότητα ν΄ αλλάξουμε” («Η απόφαση»).