Έναν άνθρωπο, έναν λαό, τον κόσμο ολόκληρο αλλά και τον πολιτισμό μας μπορείς να τον γνωρίσεις ασφαλέστερα από πράγματα απλά χωρίς εμβαθύνσεις κοινωνιολογικές, γλωσσικές, ψυχολογικές ή φυλετικές.
Η παραλία με το απαραίτητο για το καλοκαίρι αξεσουάρ της, την ξαπλώστρα, είναι το ακαταμάχητο κριτήριο αξιολόγησης του επιπέδου και του περιεχομένου τόσο των ανθρώπων όσο και του πολιτισμού τους. Κι αυτό γιατί τον άνθρωπο και τον πολιτισμό μπορείς να τον γνωρίσεις στην βαθύτερη διάστασή του από τις συνήθειες της καθημερινότητας και των στιγμών χαλάρωσης.
Στην παραλία και στην ξαπλώστρα – όσο κι αν ακρίβυνε – ο άνθρωπος θα αναζητήσει αυτό που η εργασία και η θλιβερή όσο και μονότονη καθημερινότητά του τού στερεί. Εξάλλου, όπως τόνισε και ο ημέτερος Καστοριάδης, το φαντασιακό είναι αυτό που μάς κανοναρχεί και μάς αποκαλύπτει.
Φτωχοί και πλούσιοι, λευκοί και έγχρωμοι, ομόθρησκοι και αλλόθρησκοι, ομόγλωσσοι και αλλόγλωσσοι, ομοεθνείς και αλλοεθνείς εμφανίζουν την ίδια συμπεριφορά. Η θάλασσα, ο καυτός ήλιος, η άμμος και η εσώτερη επιθυμία να ζήσουμε το φαντασιακό επιβάλλουν μία αδήριτη πολιτιστική ομοιογενοποίηση.
Στα παραπάνω μπορεί να προστεθεί και το βίωμα της ματαιοδοξίας να μάς υπηρετούν οι άλλοι, έστω και για λίγο, αφού στον υπόλοιπο χρόνο νιώθουμε πως εμείς υπηρετούμε τους άλλους. Ήδη την ώρα που γράφεται το παρόν κείμενο κάποιος παρακείμενός μου λουόμενος ζητά επίμονα τασάκι για το τσιγάρο του.
Βέβαια, εκείνα τα στοιχεία της παραλίας και της ξαπλώστρας που διαμορφώνουν τον πολιτισμό μας και τον αποκαλύπτουν είναι η θέση που κατέχουν στις επιλογές μας, όσο χρόνο ο ήλιος, η θαλασσινή αύρα και η άμμος συνθέτουν το οικείο περιβάλλον των διακοπών μας.
Στα στοιχεία αυτά ανήκουν με αξιολογική σειρά – όχι κατ’ ανάγκην αποδεκτή από όλους – το κινητό, ο καφές, το βιβλίο και η μπύρα. Όλα αυτά είναι ο αδιάψευστος μάρτυρας του πολιτισμού μας που στο βαθύτερο υπόστρωμά του εμπεριέχει και την καθημερινότητά μας, όπως αυτή διαμορφώνεται από όλα εκείνα τα «αντικείμενα» και τις μικρές – προσωπικές στιγμές που νοηματοδοτούν την κενότητα της ζωής μας.
Μία γρήγορη και σύντομη καταγραφή – ανάλυση των παραπάνω στοιχείων ίσως θα βοηθούσε τόσο στην πολυπόθητη αυτογνωσία μας όσο και στην μέτρηση του δείκτη του πολιτισμού μας. Καλές και αναγκαίες οι ψυχολογικές αναλύσεις, αλλά κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει από την έρευνά του και τον «πολιτισμό της ξαπλώστρας».
Α. Το δεσποτάτο του Κινητού
Ποιος δεν θα μπορούσε δια γυμνού οφθαλμού να διαπιστώσει την απόλυτη κυριαρχία του κινητού στις ξαπλώστρες; Ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει την δεσποτεία του στις προτιμήσεις των λουομένων; Πρόκειται για τον απόλυτο ολοκληρωτισμό ενός τεχνολογικού πολυεργαλείου που άλλαξε τις συνήθειές μας και έδωσε άλλο περιεχόμενο στην έννοια του χώρου και του χρόνου. Με το δάχτυλο κολλημένο στο πληκτρολόγιο επικοινωνούμε με ανθρώπους και ιδέες από όλον τον κόσμο. Η εικόνα μάς μαγεύει και η ενημέρωση μάς δίνει την αίσθηση ότι εμείς συνδιαμορφώνουμε την πραγματικότητα που μάς περιβάλλει.
Το κινητό εκτόπισε την παραδοσιακή συνήθεια της ανάγνωσης ενός βιβλίου και μάς εγκλώβισε στην αγωνία και στον ναρκισσισμό των likes. Τα τελευταία αποτελούν τον κατεξοχήν παράγοντα αυτοεπιβεβαίωσής μας. Δεν είναι και λίγο ή αμελητέο πράγμα να σε βλέπουν ή να σε διαβάζουν, όπου γης, 100-500 άνθρωποι καθημερινά. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουμε και προκαλούμε το ενδιαφέρον των άλλων. Εσωτερική ανάγκη ή ματαιοδοξία; Ελευθερία ή αυτοαιχμαλωσία;
Εξάλλου μία selfie στην αμμουδιά τρέφει και συντηρεί την ποθητή εικόνα για τον εαυτό μας. Οι άλλοι θα υποχρεωθούν να μάς βλέπουν όπως εμείς θέλουμε. Το κακό είναι πως ζούμε μόνον με τις ψευδαισθήσεις της εικόνας μας και αδιαφορούμε για το «όντως είναι» του Εγώ μας. Αυτό δεν το γνωρίζουν οι «άλλοι» και εμείς το προσπερνάμε όταν δεν μάς κολακεύει. Έτσι αισθανόμαστε ασφαλείς και σίγουροι για τον εαυτό μας και ονειρευόμαστε την παραλία του επόμενου καλοκαιριού, αφού πρώτα τον χειμώνα θα βλέπουμε τις φωτογραφίες της ξαπλώστρας μας που θα επιβεβαιώνουν πως και η δική μας η ζωή είναι υποφερτή ή θα δικαιώνουν τον στίχο από την «Δραπετσώνα» που ακούγεται λίγο πιο μακριά, πως κι «Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί».
Β. Η απόλαυση του Καφέ
Την εξουσία του κινητού στην ξαπλώστρα απειλεί μόνον ο καφές σε όλες τις παραλλαγές του. Κινητό και καφές συνυπάρχουν στο χέρι, αφού πρώτα συμφώνησαν σε ένα modus vivendi. Εξάλλου ο καφές παρέχει άλλη απόλαυση (υλική, γευστική…) σε σχέση με το κινητό. Όπως και να το δούμε ένας καφές ως συμπλήρωμα του κινητού και της θέασης του απέραντου γαλάζιου της θάλασσας είναι ο απόλυτος συνδυασμός για έναν άνθρωπο που μάχεται για μία φευγαλέα στιγμή ευτυχίας.
Όλοι ποθούμε να νιώσουμε την χαρά ενός καφέ δίπλα στο κύμα, κάτω από τις ακτίνες ενός καυτού ήλιου ή μιας σκιάς ενός καφενείου δίπλα στην γαλήνια θάλασσα. Νιώθουμε έτσι πως χανόμαστε σε μια εφικτή στιγμή ευτυχίας στην απεραντοσύνη του πελάγους που μάς καλεί να δούμε την αθέατη πλευρά της ζωής. Ένας καφές δίπλα στο κύμα συντηρεί την αμεριμνησία μας και πυροδοτεί την φιλοσοφική μας διάθεση. Τα πιο ωραία και πρωτότυπα κείμενά μου τα έγραφα σε αυτό το περιβάλλον που δημιουργεί ο καφές στην παραλία.
Γ. Το Βιβλίο: Ο «μεγάλος ασθενής»
Στον πολιτισμό της ξαπλώστρας το βιβλίο δεν βρίσκει εύκολα θέση. Έχασε την μάχη ολοκληρωτικά. Η εικόνα, το εύκολο, το εύπεπτο, το επιφανειακό και το φθηνό επέφεραν θανάσιμο πλήγμα στο σώμα του βιβλίου. Οι λίγες εικόνες με λουόμενους να κρατούν ένα βιβλίο προκαλούν τον θαυμασμό κάποιων ή ενδεχομένως και τα πικρόχολα σχόλια κάποιων άλλων.
Κι αυτό γιατί οι περισσότεροι έχουν ταυτίσει την ανάγνωση ενός βιβλίου με την μέγιστη δυνατή αυτοσυγκέντρωση και προβληματισμό. Τα δύο αυτά, όμως, είναι μη συμβατά και ανοίκεια με την νοοτροπία που γεννά η ξαπλώστρα που με την σειρά της επωάζει την ελαφρότητα και την μέθη του επιφανειακού.
Παρήγορο φαινόμενο η εικόνα κάποιων ξένων τουριστών που επιμένουν να διαβάζουν στην ξαπλώστρα. Αντίθετα, σπανίζουν οι αντίστοιχες εικόνες με Έλληνες λουομένους. Ίσως είναι κι αυτό μία διαφορά νοοτροπίας που υπόρρητα φανερώνει και κραυγάζει την ποιότητα του πολιτισμού μας. Ας το προσέξουμε λίγο κι ας έχουμε από καιρό δεχτεί το requiem του γραπτού λόγου και του βιβλίου.
Δ. Η γεύση της ξανθιάς Μπύρας
Οι γευσιγνώστες και οι μερακλήδες απολαμβάνουν την θάλασσα και την άνεση της ξαπλώστρας με την βοήθεια μιας κρύας μπύρας. Είναι λίγοι αυτοί και ευδιάκριτοι στην αμμουδιά. Η εικόνα μιας ξανθιάς μπύρας δίπλα στην άμμο μόνον ευωχία μαρτυρά και μια βαθιά επιθυμία για έντονη ζωή. Η αντίθεση θερμοκρασίας ανάμεσα στην καυτή άμμο και σε ένα δροσερό ποτήρι μπύρας δημιουργεί και διαμορφώνει μία άλλη αντίληψη ζωής. Είναι εικόνα καθαρά ελληνική και το οικόσημο της ελληνικής παραλίας και του ελληνικού καλοκαιριού.
Επιμύθιον
Είμαστε, λοιπόν, η καθημερινότητά μας και ιδιαίτερα οι στιγμές ξεγνοιασιάς. Είναι αυτά που συνθέτουν την άλλη πλευρά του Εγώ μας και του πολιτισμού μας. Η ακριβής ακτινογραφία της παραλίας και της νοοτροπίας που γεννά η ξαπλώστρα πολλά μπορεί να μάς αποκαλύψει και διδάξει. Κι αυτό γιατί στην παραλία και στην ξαπλώστρα ο άνθρωπος ζει από την μία πλευρά την πραγματικότητα κι από την άλλη το φαντασιακό (αυτό που θα ήθελε να είναι και να ζει).
* Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε στον ίσκιο μιας ομπρέλας δίπλα στην θάλασσα του Αγίου Νικολάου Κρήτης (Άμμος) και τα στοιχεία είναι πραγματικά. Όταν αναζήτησα ένα στιλό και μία κόλλα αναφοράς ή τετράδιο σε ένα παρακείμενο Super Market και περίπτερο να γράψω το άρθρο αυτό στάθηκα άτυχος. Ο περιπτεράς πιο ειλικρινής μού είπε πως στην παραλία κανείς δεν γράφει. Εδώ μόνον το κινητό, ο καφές, το παγωτό και η μπύρα ευδοκιμούν. Πόσα μπορεί να μάθει κάποιος σε μία παραλία και σε μία ξαπλώστρα!