Η παλιότερη πόλη μου και η σημερινή έχουν αρκετές διαφορές, ορατές με την πρώτη. Οι μιναρέδες του κέντρου, η ταλαιπωρία από τον πόλεμο και τα γύρω βουνά των δύο χιλιάδων μέτρων είναι στοιχεία του Σαράγεβο που δεν θα τα βρεις στο περιποιημένο Ζάγκρεμπ, μια σχεδόν δυτικής όψης πόλη στην άκρη ενός μεγάλου κάμπου.
Δεν λείπουν όμως οι ομοιότητες, εύλογες για δυο πόλεις που απέχουν λιγότερο από πεντακόσια χιλιόμετρα, με κατοίκους που μιλούν ουσιαστικά την ίδια γλώσσα και με ιστορία πολλών δεκαετιών κάτω από την ίδια κρατική «στέγη» - το τέλος της Αυστροουγγαρίας και τα μετέπειτα νοτιοσλαβικά κράτη με τελευταίο, έως το ’91, τη Γιουγκοσλαβία.
Τα αρχιτεκτονικά στυλ της αυτοκρατορικής εποχής, του μεσοπολέμου και του τιτοϊκού σοσιαλισμού έχουν σημαδέψει τον χαρακτήρα όλων των πόλεων που αποτέλεσαν εθνικές ή περιφερειακές πρωτεύουσες.
Τα περίτεχνα «αρ νουβώ» μέγαρα, οι πολυώροφες κατοικίες με τις καμπύλες και τα «μπρουταλιστικά» μεταπολεμικά μπλοκ συνυπάρχουν στο Ζάγκρεμπ και το Σαράγεβο, όπως και στα Σκόπια και το Νόβισαντ και φυσικά στο Βελιγράδι.
Ειδικότερα όμως για τις δύο μου πόλεις παρατήρησα ότι έχουν ομοιότητες και στη βασική τους πολεοδομική διάταξη.
Βασικό στοιχείο τόσο στο Ζάγκρεμπ όσο και στο Σαράγεβο είναι ο προσανατολισμός ανατολής-δύσης του κυρίως ιστού τους.
Αυτός υπαγορεύεται από τη ροή του ποταμού και τη γενικά παράλληλη σε αυτόν πορεία των κύριων οδικών, σιδηροδρομικών και τροχιοδρομικών αξόνων.
Όπως στο Ζάγκρεμπ η ροή του Σάβου καθορίζει και την πορεία της λεωφόρου Σλάβονσκα και της αστικής διαδρομής Ίλιτσα-Βλάσκα, έτσι και στο Σαράγεβο ο Μίλιατσκα «οδηγεί» και τη διαδρομή που ξεκινά από τον πεζόδρομο της Φερχαντία και εξελίσσεται στη λεωφόρο του «Δράκου της Βοσνίας».
Επιπλέον, εκτός από τον κύριο αυτό άξονα, και οι δύο πόλεις έχουν τον δευτερεύοντα: τον «πράσινο εγκάρσιο» στη διεύθυνση βορρά-νότου.
Και στις δύο περιπτώσεις δεν πρόκειται απλά για έναν δρόμο αλλά για κοιλάδες – ανοίγματα ανάμεσα στους λόφους, που έδωσαν το έδαφος για τις αρχικές επεκτάσεις των πόλεων.
Όπως στο Ζάγκρεμπ τα ρέματα των μύλων (Μλίνοβι) και του Γκράτσανι ενώνονται στο καλυμμένο Μεντβεστσάκ (που αναδύεται για λίγο στο σιντριβάνι της κεντρικής πλατείας), έτσι και στο Σαράγεβο διάφοροι τροφοδότες συμβάλλουν στο επίσης σκεπασμένο Κόσεβο, που ξαναβγαίνει στην επιφάνεια λίγο πριν εκβάλει στον Μίλιατσκα.
Ως γειτονιές τύπου «κέντρο-απόκεντρο», το Μεντβεστσάκ και το Κόσεβο αξιοποιήθηκαν από παλιά, αφενός για επαύλεις των πιο ευκατάστατων, αφετέρου για οικιστικά και άλλα πειράματα διαμόρφωσης χώρων.
Στο Μεντβεστσάκ του Ζάγκρεμπ μια από τις πρώτες τέτοιες παρεμβάσεις έκανε ο ελληνικής καταγωγής Ναούμ Μάλλιν.
Το πάρκο που φέρει το όνομά του, πίσω από τον ναό του Αγίου Ξαβερίου, ήταν ο πρώτος κήπος του Ζάγκρεμπ με σεκόγιες και άλλα εξωτικά δέντρα, ορατά και σήμερα.
Το όνομα του Βάσκου (Xavier) αγίου των καθολικών φέρει ολόκληρη η περιοχή, στην οποία ένα από τα μεμονωμένα κτίρια που ξεχωρίζουν είναι η «νουντσιατούρα» (διπλωματική αποστολή) του Βατικανού.
Το ίδιο όνομα, Ξάβερ, έχει κι ένα οικιστικό συγκρότημα που καλύπτει ολόκληρη σχεδόν την αριστερή πλαγιά, όπως ανεβαίνεις το Μεντβεστσάκ.
Γύρω από το πολυώροφο κτίριο του υπουργείου υγείας, αναπτύχθηκαν κατοικίες μέχρι τη στέψη του λόφου.
Το σύμπλεγμα, σχεδιασμένο από τον Βόσνιο Βάχιντ Χότζιτς, συμπεριλαμβάνει και επικλινή ανελκυστήρα, που συχνά αναφέρεται ως το δεύτερο τραίνο πλαγιάς (funicular) του Ζάγκρεμπ – χωρίς βέβαια να συναγωνίζεται σε γραφικότητα την αυθεντική ουσπινιάτσα που συνδέει την άνω και κάτω πόλη στο κέντρο.
Το συγκρότημα του Ξάβερ είναι περίπου της ίδιας εποχής με το ακόμη εντυπωσιακότερο Τσίγκλανε του Σαράγεβο.
Επίσης στα δυτικά του κάθετου άξονα της πόλης, ο συγκεκριμένος λόφος χρησιμοποιήθηκε παλιότερα για τις ανάγκες του μεγάλου κεραμοποιείου («τσίγκλα» σημαίνει τούβλο) του Αυστριακού Αύγουστου Μπράουν.
Μετά τη μεταπολεμική παύση λειτουργίας του εργοστασίου, διερευνήθηκαν τρόποι αξιοποίησης της μεγάλης έκτασης που απελευθερωνόταν.
Στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό παρουσιάστηκαν σχέδια που υλοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό, όχι όμως εξ ολοκλήρου – καθώς στη δεκαετία του ’70 κρίθηκε ότι δεν τα άντεχε στο σύνολό τους η οικονομία της Γιουγκοσλαβίας.
Κατασκευάστηκαν για παράδειγμα τα δίδυμα τούνελ κάτω από το λόφο, στη συνέχειά τους όμως η οδογέφυρα έγινε μονή και η σύνδεση με τον κεντρικό δρόμο του Κόσεβο γίνεται μόνο μέσω παράκαμψης.
Επίσης, «κόπηκαν» από τον σχεδιασμό οι πύργοι τύπου «ζιγκουράτ».
Έμεινε ωστόσο και υλοποιήθηκε στο σύνολό του, έως το 1989, το κύριο μέρος του έργου των Νάμικ Μούφτιτς και Ράντοβαν Ντελάλλε – με καταστήματα και υπηρεσίες στη βάση και 1451 κατοικίες στην πλαγιά.
Το διπλό τραινάκι πλαγιάς λειτουργεί αυτόματα αλλά επί πληρωμή – αποτελεί μέρος του δικτύου συγκοινωνιών του Σαράγεβο και δέχεται τις κάρτες συχνού χρήστη που ισχύουν και στα άλλα μεταφορικά μέσα.
Το Τσίγκλανε αρχικά είχε το όνομα του σοσιαλιστή αγωνιστή Τζούρο Τζάκοβιτς.
Δεδομένου του κλίματος της εποχής δεν είμαι σίγουρος αν ο αριθμός των κατοικιών ταυτίζεται σκόπιμα με το έτος (1451) ίδρυσης του Σαράγεβο από τους Οθωμανούς.
Το βέβαιο είναι ότι η περιοχή δεν είχε αρχικά οποιονδήποτε χώρο θρησκευτικής λατρείας. Μόνο μετά τον πόλεμο και την κυριαρχία του μουσουλμανικού στοιχείου στην άλλοτε πολυεθνική πόλη, προστέθηκε στο συγκρότημα και ένα τέμενος, φτιαγμένο με το ίδιο «φουτουριστικό» αρχιτεκτονικό ύφος.
Στον «πράσινο εγκάρσιο» άξονα του Κόσεβο δεν έλειπαν οι θρησκευτικοί χώροι (καθώς φιλοξενεί νεκροταφεία όλων των δογμάτων καθώς και το ιστορικό τζαμί του Αλή Πασά στην αρχή του), αυτό που τον χαρακτήρισε όμως -επιπλέον του Τσίγκλανε- ήταν τα ολυμπιακά έργα που αναπτύχθηκαν στο μήκος του, για τους αγώνες του 1984.
Κάποιες από τις εγκαταστάσεις της πόλης που θαυμάζαμε τέτοιες μέρες πριν από τριανταεπτά χρόνια, όπως οι πίστες λουζ και μπόμπσλεντ του όρους Τρέμπεβιτς, ήταν στην άμεση ζώνη πυρός του πολέμου του 1992-95 και έπαθαν ανεπανόρθωτες ζημιές.
Ευτυχώς, τα δύο εμβληματικά στάδια στη ζώνη του Κόσεβο επισκευάστηκαν και λειτουργούν κανονικά σήμερα: τόσο το Ολυμπιακό Στάδιο (έδρα της φερώνυμης ποδοσφαιρικής ομάδας «Σαράγεβο») όσο και το κλειστό στάδιο προς τιμήν του Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, γνωστό και ως «Ζέτρα».
Το όνομα Ζέτρα (συντομογραφία του «ζέλενα τρανσβερσάλα») σημαίνει κυριολεκτικά «πράσινος εγκάρσιος» και στις μετέπειτα ταραγμένες εποχές αποτέλεσε μία από τις πάμπολλες αφορμές καχυποψίας στη χώρα που διχάστηκε.
Το πράσινο χρώμα παραδοσιακά συνδέεται με το Ισλάμ και γι’ αυτό κάποιοι θεώρησαν ότι ο «πράσινος εγκάρσιος» αποτελεί νύξη στην πάλαι ποτέ ενιαία λωρίδα οθωμανικών εδαφών, που διέσχιζε τα Βαλκάνια ανάμεσα στη Βοσνία και την Κωνσταντινούπολη.
Ολόκληρο το Σαράγεβο και ιδίως μερικές από τις πληγωμένες ολυμπιακές υποδομές του μάς θυμίζουν ότι οι λαμπρές διοργανώσεις δεν κάνουν πάντα τα θαύματα που ονειρεύονται οι οικοδεσπότες: η πρόσκαιρη δόξα και η αναμφισβήτητη πρόσθετη ομορφιά θέλουν τρόπο, καμιά φορά τύχη, και σίγουρα προσπάθεια και κόστος για να συντηρηθούν ή απλά να διασωθούν. Κατά κάποιον τρόπο το έμαθαν και στο Ζάγκρεμπ αυτό.
Παρόλο που γλίτωσε τις οδομαχίες και την καταστροφή, η κροατική πρωτεύουσα ήταν ο τόπος ενός από τα «πρόδρομα συμβάντα» του διχασμού, και μάλιστα σε αθλητική εγκατάσταση: τα βίαια επεισόδια στο ντέρμπι Ντίναμο – Ερυθρού Αστέρα, στο στάδιο Μάξιμιρ τον Μάιο του 1990.
Τα έκτροπα έγιναν μόλις οκτώ μέρες μετά από τη διοργάνωση του φεστιβάλ τραγουδιού Γιουροβίζιον, που είχε διαφημίσει διεθνώς το Ζάγκρεμπ.
Η ζωή είναι πολύπλοκη – και η νοτιοανατολική Ευρώπη ακόμη πολυπλοκότερη.