«Εμείς ως Ρουβίκωνας επιλέξαμε την Κυριακή 4/2 να υπερασπιστούμε το στέκι Δίστομο και την αντιφασιστική πλατεία του Άγιου Παντελεήμονα», αναφέρει σε κείμενο που δημοσιεύθηκε σε γνωστή ιστοσελίδα του αντιεξουσιαστικού χώρου ο Ρουβίκωνας.
«Ξέρουμε πόσο ενοχλεί τον φασισμό η απώλεια του ”κάστρου” που με τόση χαρά του αναγνώριζαν οι καθεστωτικοί παράγοντες, από πολιτικούς ως ΜΜΕ. Την ”μέρα της δόξας” για την ακροδεξιά εμείς αυτό το καρφί στο μάτι της που λέγεται Άγιος Παντελεήμονας θα το σπρώξουμε ακόμα βαθύτερα», τονίζει επίσης η συλλογικότητα και απευθύνοντας κάλεσμα αναφέρει: «Σύσσωμη η συλλογικότητά μας όσο και αποφασισμένη θα σταθεί δίπλα στους συντρόφους του Διστόμου και καλεί όποιον και όποιαν θεωρεί ως κυρίαρχη την ανάγκη ανοιχτής προστασίας ενός από τα νικηφόρα μέτωπα του αντιφασιστικού αγώνα της προηγούμενης περιόδου, να έρθει και να στηρίξει. Πρέπει όμως να ξέρει ότι η παρουσία εκεί έχει έναν σκοπό: αν οι φασίστες έρθουν θα πολεμήσουμε. Όσο μακριά κι αν χρειαστεί να φτάσουμε. Ούτε κομπάζουμε, ούτε λέμε απειλές στον αέρα. Θα κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε, θα κάνουμε τα πάντα. Κι εκτός από το να το ξέρουν αυτό όσοι/ες θέλουν να στηρίξουν συμβουλεύουμε τον φασισμό να το λάβει υπόψη του κι αυτός: αν δεν θέλετε να ματώσετε σοβαρά φασίστες, καλύτερα ξεχάστε την ιδέα του Άγιου Παντελεήμονα. Ξεχάστε την ιδέα να πατήσετε πόδι σε απελευθερωμένους χώρους, σε καταλήψεις, στέκια, σε αντιφασιστικά εδάφη».
Στην ανακοίνωσή τους μεταξύ άλλων ο Ρουβίκωνας χαρακτηρίζει τα «εθνικά ζητήματα» ως «το όπιο του λαού» και συνεχίζει: «μετά από τόσα χρόνια μνημονίων, φτώχειας, κατάργησης θεμελιωδών κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων, αυτό που κατέβασε κόσμο στο δρόμο είναι μια ξαναζεσταμένη σούπα από την δεκαετία του 90, το αν θα υπάρχει ή όχι ο όρος ”Μακεδονία” σε ένα γειτονικό κράτος».
Συνεχίζοντας αναφέρει: «Όσοι έχουν την κατάλληλη ηλικία θυμούνται τι έγινε στις αρχές της δεκαετίας των 90ς με το περίφημο Μακεδονικό. Πως, απλά και μόνο για να παίξουν το εκλογικό παιχνίδι στις επερχόμενες εκλογές, τα δύο τότε μεγάλα κόμματα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δημιούργησαν αυτή την επικίνδυνη φούσκα. Σε ένα περιβάλλον τότε που τα πρώην σοσιαλιστικά γειτονικά κράτη ήταν υπό διάλυση και ορδές εξαθλιωμένων μεταναστών πέρναγαν τα χιονισμένα βουνά των συνόρων, τότε ακριβώς ήταν που και μια άλλη φούσκα, αυτή της ”ισχυρής Ελλάδας”, της ”Αμερικής των Βαλκανίων” ξεκίναγε την τρελή πορεία της έως το σκάσιμο με τα μνημόνια. Σε αυτή τη συνθήκη φυτεύτηκε ο σπόρος ενός νέου εθνικιστικού πολιτικού περιεχομένου».
«Το μακεδονικό στην Ελλάδα παράγει πολιτικό κεφάλαιο. Και το κεφάλαιο κάποιος το καρπώνεται. Με ιδιαίτερη ετοιμότητα μια σειρά ακροδεξιών παραγοντίσκων απευθύνθηκαν στον εθνικό κορμό διαβλέποντας μια πρωτοφανή ευκαιρία από παραγοντίσκοι να γίνουν μεγαλοπαράγοντες. Γρήγορα η Χρυσή Αυγή και άλλοι φασίστες που μυρίστηκαν αίμα έτρεξαν από πίσω. Τελευταία τα δύο μεγάλα κόμματα πλασαρίστηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Ο Σύριζα θέλοντας να εισπράξει την φρίκη ενός αστικού μεσαίου χώρου από την ακροδεξιά ασχήμια, η δεξιά για να τσιμεντώσει την κυριαρχία της στο δεξιό φάσμα αντιπαλεύοντας ή διαπραγματευόμενη με τους άλλους παράγοντες», αναφέρει επίσης η συλλογικότητα.
Αναφερόμενη στα συλλαλητήρια τονίζει: «Το συλλαλητήριο της Θεσ/νίκης αν και μια σκιά από το αντίστοιχο πριν δεκαετίες για το ίδιο θέμα ήταν ιδιαίτερα μαζικό. Συγκέντρωσε όλο το πατριωτικό φάσμα, κομμάτια από κάθε τμήμα αυτού που λέγεται εθνικός κορμός. Ασφαλώς και η μεγάλη πλειοψηφία όσων συμμετείχαν δεν ήταν ούτε φασίστες, ούτε ναζί, ούτε καν εθνικιστές, αν τουλάχιστον θέλουμε να διατηρήσουμε την διακριτότητα των εννοιών στον πολιτικό διάλογο. Σε τέτοια γεγονότα όμως το ένα ερώτημα είναι ”Ποιοι συμμετέχουν” και το άλλο ”ποιοι έχουν το πάνω χέρι”. Στο συλλαλητήριο αυτό, όπως και σε αυτό της Κυριακής 4/2, το πάνω χέρι, αυτό που λέμε πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία, το έχει η άκρα δεξιά. (...) Απέναντί της στις 4/2 θα βρει τον κόσμο του αγώνα: είτε με τη μορφή της συγκέντρωσης στα Προπύλαια, είτε με περιφρουρήσεις ελεύθερων χώρων, είτε ως επαγρύπνηση. Το τι θα διαλέξει ο καθένας/μια είναι υπόθεση του/της, σημασία έχει να διαλέξει κάτι. Εκείνη την μέρα, την Κυριακή 4 Φλεβάρη όλος ο κόσμος του αγώνα, αναρχικοί, κομμουνιστές, αριστεροί... όλοι οι αντιφασίστες όπως κι αν προσδιορίζονται δεν μπορούν να κάτσουν σπίτι τους επιτρέποντας στην ακροδεξιά να προσπαθήσει να ξαναπατήσει πόδι στο πεζοδρόμιο, να σύρει πίσω της χιλιάδες ανενόχλητη».