Θα’θελα να μιλήσω για δύο Έλληνες ηθοποιούς, σπάνιους στο βασίλειο της κωμωδίας. Όχι γιατί τους έχω γνωρίσει και χρησιμοποιήσει αλλά γιατί είναι κάποιοι που οι Αρχαίοι θα τους ονόμαζαν ουράνιους χορευτές. Οι τραγικοί ηθοποιοί έρχονται από παλάτια και στέμματα.
Οι κωμικοί έρχονται από την Κώμη. Δηλαδή από το χωριό και τα στρέμματα. Για να μας κάνουν να χορεύουμε, για να μας βγάλουν από τον εαυτό μας. Γιατί και ο Βέγγος χορευτής είναι. Χορευτής ποιητής. Όλοι οι ηθοποιοί ποιητές είναι, αλλά οι μεγάλοι κωμικοί είναι ποιητές ψυχαναλυτές. Τους βρίσκουμε απέναντι και είναι αυτοί το έργο. Με μέτριους κωμικούς η προσοχή μας θα ήταν περισσότερο στραμμένη στην υπόθεση του έργου.
Οι τραγικοί ποιητές έρχονται βέβαια να μας μεγαλώσουν με το έργο. Με ένα ταλέντο που περνάει μέσα από τα λόγια. Με τον Βέγγο και την Βασιλειάδου αυτοί είναι και το έργο και οι συγγραφείς του.
Ο ρόλος του ηθοποιού είναι ούτως ή άλλως μαιευτικός. Να μας κάνει να γίνουμε φίλοι με τον εαυτό μας. Το ίδιο δεν θα συμβεί διαβάζοντας το έργο. Με έναν κορυφαίο κωμικό ξεχνάμε ποιοι ήμασταν λίγο πριν το έργο.
Κάπως έτσι συμβαίνει με ηθοποιούς όπως ο Βέγγος και η Βασιλειάδου. Δεν είναι τυχαία η αγάπη που εισέπρατταν κάθε φορά από το κοινό. Το ατύχημα είναι ότι είναι ότι οι αξίες στο θέατρο και στον κινηματογράφο, όπως σε όλες τις τέχνες, χρειάζονται ένα κοινό υπερευαίσθητο. Που να έχει σιγά-σιγά προετοιμαστεί για τις μεγάλες στιγμές τόσο στην ζωή όσο και στην τέχνη. Ενίοτε παρεμβάλλεται η γνώση ως τέχνη. Αλλά στην τέχνη της κωμωδίας ο θεατής γοητεύεται από τον ηθοποιό, γίνεται οπαδός του σε ότι κάνει, γιατί ένας καλός κωμικός θα είναι κωμικός σε ό,τι κάνει. Σε έργα που τον στεφανώνουν και σε όσα άλλα θα αναλάβει να επιβάλλεται και στο πιο παιδαριώδες κοινό.
Ο Βέγγος, όταν πήρε το βραβείο του καλύτερου ηθοποιού της χρονιάς από την Ένωση Κριτικών για τον ρόλο του στην ταινία μου «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ» (επίσης καλύτερης της χρονιάς. 1962) μου είπε «πω πω τι έπαθα! Με βλέπουν στο δρόμο και μου λένε κρίμα δεν είσαι ο Βέγγος που ξέραμε!». Τι να κάνουμε, συνήθως τα βραβεία δίνονται στις λιγότερο λαϊκές ταινίας. Το περίεργο είναι ότι το «Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ» (τίτλος που έρχεται γάντι στον Βέγγο, ο οποίος είναι μια μόνο από τις αρετές της ταινίας) είναι πάντα δημοφιλέστατη. Και μάλιστα έχει γίνει ένα είδος «εθνικής ταινίας». Ίσως γιατί επειδή οι παραγωγοί έχουν αποφύγει τα κατοχικά θέματα, το «Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ!» μεταδίδεται κάθε χρόνο στην εθνική εορτή της 28 Οκτωβρίου. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο.
Ο ρόλος του Βέγγου στην ταινία είναι πιότερο δραματικός. Ζει με τον φίλο του στη μικρή τους κατοχική κάμερα. Και ’όταν δεν αντέχει άλλο, με την παραμικρή ευχάριστη είδηση στα μέτωπα, ο Βέγγος θα ξεσπάσει, θα σηκωθεί νικητής, θα σημαδέψει τον αόρατο Φύρερ με τον μύλο του καφέ που βρήκε μπροστά του και θα φωνάξει το περίφημο «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ!».
Η Γεωργία Βασιλειάδου είναι «δραματικά κωμική». Μάλιστα όταν γυρίζαμε την «Κυρία Δήμαρχο» στο στούντιο της Ανζερβός μου εκμυστηρεύτηκε ότι το όνειρό της ήταν να παίξει ρόλους δραματικούς, τραγικούς. Όταν τελικά της δώσαν την ευκαιρία έγινε μια περιζήτητη κωμική ηθοποιός. Όμορφη δήθεν άσκημη ήταν ένα πρόσωπο βαθύτατα ανθρώπινο που ήξερες ότι θα μπορούσε να σε παρασύρει να ακούσεις μια ανθρώπινη ιστορία από το παίξιμό της. Ήταν σοβαρή, ήσυχη, πειστική, εκπρόσωπος ενός κοινού - για να μην πω λαού - ευγενέστατου και και ευαίσθητου σε αυτό που ονομάζουμε ουμανισμό. Όταν μας οδηγεί ο κωμικός.
Την ταινία δέχτηκα να την κάνω, και γιατί ήταν η πρώτη μου μεγάλου μήκους και διότι θα είχα να κάνω με την Γεωργία Βασιλειάδου. Όταν μιλούσες μαζί της καταλάβαινες γιατί ήθελε να παίζει σε τραγωδίες. Το ίδιο «τραγικό» μέγεθος είχαν οι ταινίες της. Μόνο σε ουμανιστικές κωμωδίες ήταν ικανή να παίξει. Και συχνά σ΄ αυτές που ήταν έργο όχι του συγγραφέα αλλά της ίδιας της Βασιλειάδου. Γιατί το έργο ήταν η ίδια. Χώρια που ήταν μια Κυρία. Και δεν είναι άτυχος ο τίτλος «Η Κυρία Δήμαρχος». Μια ταινία «δημοτική» εκατό τοις εκατό. Και δεν είναι παράλογο ότι η Κυρία Ντόρα Μπακογιάννη είχε φέρει την «Κυρία Δήμαρχο» στο εκλογικό της κέντρο όπου και την έπαιζαν συνέχεια. Όταν η Κα Μπακογιάννη ήταν υποψήφια για τον Δήμο της Αθήνας. Και ίσως να κέρδισε τις εκλογές χάρη στην Γεωργία Βασιλειάδου!
Για να δώσω στην «Κυρία Δήμαρχο» και φυσικά στην Βασιλειάδου ότι καλύτερο, πήρα μαζί μου τον Φώτη Μεσθεναίο για την κάμερα, τον Μίνωα Αργυράκη για τους αρχικούς τίτλους, τον Μάνο Χατζηδάκι για τη μουσική. Δεν ήταν ίσως η ταινία όπως θα την περίμενε ο ΚυρΑντώνης, ο Ζερβος, ο παραγωγός. Αλλά ήταν όπως την περίμενε το κοινό της Βασιλειάδου. Και δεν είναι τυχαίο ότι με την Κυρία Δήμαρχο έγιναν τα «εγκαίνια» της ψευδο-δημόσιας τηλεόρασης, ΕΔΤ, από αυτούς που είχαν ρίξει το «Μαύρο» στην ΕΡΤ. Για να πάρουν πίσω τους τηλεθεατές που κοίταζαν πλέον την ΕΡΤ-Οpen η οποία συνέχισε να υπάρχει χάρη στο επιμονή και την υπομονή του προσωπικού της ΕΡΤ που βρέθηκε στο δρόμο, αλλά που δεν σταμάτησε να μεταδίδει. Ήταν κάτι που για πρώτη φορά έγινε στην παγκόσμια τηλεόραση. Μια κυβερνητική ανοησία που έκανε τον γύρο του κόσμου.
Τώρα, η «Κυρία Δήμαρχος» και η ίδια η Γεωργία Βασιλειάδου παρά λίγο να τιναχτεί στον αέρα από ένα δραματικό συμβάν στο γύρισμα που δεν είχε ευτυχώς άσχημο τέλος και που υπογράφει το πόσο αφιερωμένη ήταν η Γεωργία Βασιλειάδου στη δουλειά της, ότι και αν συνέβαινε δίπλα της ή στην ίδια.
Η υποψήφια Δήμαρχος, η Βασιλειάδου, έχει βγάλει έναν πύρινο λόγο στους ψηφοφόρους της που ήταν συγκεντρωμένοι στην ταβέρνα της, στο πλατεία του χωριού. Και ανεβαίνει περήφανη την σκάλα που οδηγεί στο απάνω πάτωμα που είναι το σπίτι της.
Την ειδοποιήσαμε ο Φώτης κι΄ εγώ πως όταν φτάσει κοντά στον χάρτινο τοίχο, γιατί ήταν χάρτινος, όπως σε πολλά σκηνικά του κινηματογράφου, όταν λοιπόν φτάσει μπροστά του δεν θα φαίνεται πια από την κάμερα και θα πρέπει να σταματήσει. Εκεί τελειώνει το πλάνο. Να μην παρασυρθεί από τον τοίχο που πράγματι έμοιαζε αληθινός. Η Γεωργία, μέσα στην προεκλογική της ορμή, διασχίζει τον τοίχο, το χαρτί υποχωρεί και η Γεωργία πέφτει στο κενό. Δηλαδή πάνω στα τρία βαρέλια κρασιού της ταβέρνας στα οποία θα πέσουν το κεφάλι, το σώμα, και τα πόδια της Γεωργίας και θα γίνει μια μεγάλη σιωπή. Η δική μας που μένουμε άφωνοι και τρομοκρατημένοι και φυσικά της Γεωργίας που μένει ακίνητη.
Μόλις που προλάβαμε να φωνάξουμε τις πρώτες βοήθειες, η Βασιλειάδου σηκώνεται, πίνει νερό και ύστερα από λίγο συνεχίζει το γύρισμα! Αθάνατη η Βασιλειάδου! Μπορεί να είχες άλλα όνειρα αλλά ο λαός μας σε χρειάζονταν. Όπως και τον Βέγγο.