Ο Ροβήρος Μανθούλης δεν είναι πια μαζί μας...
«Αγαπητέ μου κάνετε λάθος» θα με διόρθωνε με αυστηρό τόνο. «Δεν θυμάστε τι έγραψα για τον Μίκη;» θα μου υπενθύμιζε: «Οι ποιητές δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ».
Όμως ο Ροβήρος Μανθούλης από σήμερα θα είναι παρέα με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη, την Μελίνα, τη Γεωργία Βασιλειάδου, τον Ορέστη Μακρή, τον Θανάση Βέγγο, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τους φίλους από την ΕΠΟΝ και τον ΕΑΜ, τον Νικηφόρο Βρετάκο, τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Νίκο Γκάτσο. Σίγουρα στο επουράνιο πατάρι του Λουμίδη θα έχουν μαζευτεί και οι μαύροι φίλοι του από τον νότο της Αμερικής και τα γκέτο της Νέας Υόρκης για να του παίζουν τα μπλουζ και να μιλάνε για τα ρεμπέτικα. Εκεί θα είναι μαζεμένοι για να τον υποδεχθούν όλοι όσους γνώρισε στη μυθιστορηματική ζωή του.
Θα γελάει από εκεί ψηλά, γιατί όπως μου έλεγε η ζωή του σημαδεύτηκε από μια σειρά συμπτώσεων. Έτσι και ο θάνατός του. Πέθανε στις 21 Απριλίου του 2022. Θλιβερή επέτειος που μας θυμίζει την άνοδο των αγράμματων Συνταγματαρχών. Η Χούντα τον έστειλε στη Γαλλία.
Η 21η Απριλίου του 1967 ανάγκασε τον Ροβήρο Μανθούλη να μείνει και να διαπρέψει στη Γαλλία.
«Με την ταινία μου “Πρόσωπο με Πρόσωπο” το 1966 προέβλεψα την άνοδο της Χούντας. Έδειχνα την παρέλαση των τανκς στην Αθήνα. Η προβολή της ταινίας ήταν κάτι το συγκλονιστικό το κοινό με σήκωσε στα χέρια σαν να ήμουν ολυμπιονίκης. Ενα χρόνο μετά η ταινία μου συμμετείχε τιμητικά σε φεστιβάλ στη Γαλλία. Ξέρετε ποια ημερομηνία; 21 Απριλίου του 1967! Μπορεί να ήταν η ταινία προφητική αλλά τέτοια σύμπτωση δεν την περίμενε κανείς!» μου εξιστορούσε σε εκείνο το καφέ της πρώτης μας δια ζώσης γνωριμίας, στο Φίλιον στον Κολωνάκι, που ενώ ήταν προγραμματισμένη για καμία ωρίτσα διήρκεσε πέντε ολόκληρες ώρες, με τον Μανθούλη να μου απλώνει όλη την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.
Να μου περιγράφει με απίστευτη διαύγεια, πως τον επηρέασε η πρώτη ταινία που είδε σε θερινό κινηματογράφο στην Κομοτηνή μέχρι την εποχή που πήγαινε στη ∆ιάπλαση των Παίδων, πως εντάχθηκε στις γραμμές του ΕΑΜ των Νέων και στη συνέχεια της ΕΠΟΝ.
«Ξέρετε ότι ήμουν το «χωνί» των Εξαρχείων;» με ρωτούσε, χωρίς φυσικά να περιμένει να του απαντήσω και στη συνέχεια, σαν να ήταν και πάλι παιδί, μου εξηγούσε πως μετέφερε τα αντιστασιακά μηνύματα.
Μου έλεγε για τη σχέση του με Παπάγο αφού ήταν ο προσωπικός του μεταφραστής. Αλλά αυτό το πατάρι του Λουμίδη, η κάθε του περιγραφή και ανάμνηση με τις συγκεντρώσεις όλων των ιερών τεράτων της ελληνικής διανόησης με έκανε να θλίβομαι που δεν ζούσα τότε.
Όλη του η ζωή ένα μυθιστόρημα, ακόμη και το όνομά του, Ροβήρος.
«Με βάφτισε στην Κομοτηνή ένας Λοχαγός της Χωροφυλακής, φίλος του πατέρα μου, που διάβασε το βιβλίο του Ιουλίου Βερν «Ροβύρος ο Κατακτητής» το οποίο μόλις είχε εκδοθεί. Ο πατέρας μου βέβαια ήθελε να με βαφτίσει με τo όνομα του πατέρα του, Ιγνάτιο. Ο νονός ήθελε σώνει και καλά να με βγάλει Ροβήρο. Το Ιγνάτιος το εύρισκε πολύ θρησκευτικό. Αλλά μαζί με το Ροβήρος θα μοιάζει αριστοκρατικό, είπε ο πατέρας μου. Τελικά μου έδωσαν και τα δύο ονόματα. Με την εντολή της Αστυνομίας να με φωνάζουν Ροβήρο!».
Και οι ιστορίες δεν είχαν τέλος.
Όμως, από σήμερα, τέρμα τα τηλεφωνήματα στο Παρίσι. Ο Μανθούλης δεν θα ξανασηκώσει το τηλέφωνο για να μου μιλάει με τις ώρες και να κάνει επίδειξη αυτού του τόσο κοφτερού μυαλού, που θυμόταν τα πάντα και τους πάντες.
Τι μου έμαθε; Πολλά!
Ένα από αυτά είναι η υποχρέωση απέναντί του να μην ξεχνάω τι σημαίνει εργασιακό ήθος.
Δεν παρέλειψε ούτε μια Κυριακή να στείλει άρθρο. Πλέον δεν έβλεπε καλά, δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου. Θυμάμαι ένα μέηλ του στο οποίο τα γράμματα ήταν τεράστια και μου ζητούσε συγγνώμη, αφού όπως μου έλεγε ήταν ο μόνος τρόπος για να βλέπει τι γράφει. Πολλές φορές τα κείμενά του ήταν ένας χορός από γράμματα και χρειάστηκαν ”αποκρυπτογράφηση”. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο και ξαναφτιάχναμε το κείμενο.
Τώρα που ήταν στο νοσοκομείο καλούσε την αδελφή του στην Ελλάδα για να την ενημερώσει σχετικά με την πορεία της υγείας του, αλλά και να της ζητήσει να μας καλέσει στη HuffPost για να μας διαβεβαιώσει, ότι μόλις βγει θα γράψει.
Μας είχε υποσχεθεί ένα άρθρο για τις γαλλικές εκλογές...
Το δεύτερο, από τα πολλά, που μου έμαθε ήταν να σέβομαι και να αγαπάω αυτούς με τους οποίους κάνω συνεντεύξεις.
«Ξέρετε τι είναι να σου ανοίγεται ο άλλος και να σου μιλάει; Πρέπει να νιώθεις αγάπη για τον άλλον» μου είχε πει.
Ήταν ολιγαρκής και αγαπούσε την τέχνη του, τον κινηματογράφο και το ντοκιμαντέρ.
«Γνωρίζετε ότι μένω στο ίδιο διαμέρισμα από τότε που ήρθα στο Παρίσι λόγω χούντας και έχω τα ίδια έπιπλα που μου έδωσαν τότε διάφοροι φίλοι;» μου είχε πει για να προσθέσει στη συνέχεια ότι αυτός ήταν που έπεισε την Αλκη Ζέη να μείνει στο διπλανό διαμέρισμα. Και οι ιστορίες δεν είχαν τέλος.
Τον Ροβήρο Μανθούλη τον αγάπησα, αλλά τον αγάπησα τόσο πολύ που δεν μπορούσα να αποστασιοποιηθώ έστω και ελάχιστα, όσο απαιτείται, για να του κάνω συνέντευξη. Δεν μπορούσα...
Ο άοκνος, παραμυθάς, ο 92 ετών έφηβος Ροβήρος Μανθούλης δεν θα μου ξαναπεί ιστορίες, αλλά όπως έλεγε, οι ποιητές δεν πεθαίνουν. Μένουν τα έργα τους και τα λόγια τους για να μας κάνουν παρέα.
Κρατώ αυτά που στο ελάχιστο χρονικό διάστημα μου πρόσφερε απλόχερα.
Καλό ταξίδι Ροβήρε Μανθούλη, θα μου λείψουν, οι ιστορίες σου, τα κείμενά σου και η γλυκιά ταλαιπωρία στην οποία με υπέβαλλες κάθε Κυριακή.