Ο θρυλικός κιθαρίστας Ντίκι Μπετς, ο οποίος συνίδρυσε με τους αδερφούς Ολμαν την Allman Brothers Band και έγραψε τη μεγαλύτερη επιτυχία τους, το “Ramblin’ Man” πέθανε σε ηλικία 80 ετών.
Ο Μπετς, μέλος του Rock & Roll Hall of Fame πέθανε στο σπίτι του στο Οσπρεϊ της Φλόριντα, επιβεβαίωσε ο Ντέιβιντ Σπέρο, ο επί 20 χρόνια μάνατζερ του Μπετς. Ο Μπετς έδινε μάχη με τον καρκίνο για περισσότερο από ένα χρόνο και έπασχε από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, δήλωσε ο Σπέρο.
″Ήταν περιτριγυρισμένος από όλη την οικογένειά του και πέθανε ειρηνικά. Δεν πίστευαν ότι πονούσε”, δήλωσε ο Σπέρο τηλεφωνικά.
Ο Mπετς έπαιζε lead guitar μαζί με τον Ντουέιν Ολμαν στο ξεκίνημα των Allman Brothers Band και βοήθησε να αποκτήσει το γκρουπ τον χαρακτηριστικό του ήχο αλλά και να δημιουργήσει ένα νέο είδος - το Southern rock. Καλλιτέχνες από τους Lynyrd Skynyrd μέχρι τον Kid Rock επηρεάστηκαν από τη μουσική των Allman, η οποία συνδύαζε τα μπλουζ, την κάντρι, την R&B και την τζαζ με το ροκ της δεκαετίας του ’60.
Οι Allmans, που ιδρύθηκαν το 1969, ήταν ένα πρωτοποριακό συγκρότημα τζαμ, που αψήφισε την παραδοσιακή έννοια των τρίλεπτων ποπ τραγουδιών, εκτελώντας μακροσκελείς συνθέσεις σε συναυλίες και σε δίσκους. Το συγκρότημα ήταν επίσης αξιοσημείωτο ως ένα από τα πρώτα διεμφυλικά συγκρότημα από τον Νότο των ΗΠΑ.
Ο Ντουέιν Ολμαν πέθανε σε ατύχημα με μοτοσικλέτα το 1971 ενώ ένα ακόμα ιδρυτικό μέλος της μπάντας, ο Μπέρι Όκλεϊ σκοτώθηκε επίσης σε ατύχημα με μοτοσικλέτα ένα χρόνο αργότερα. Έτσι απέμειναν ο Μπετς και ο μικρότερος αδελφός του Ντουέιν, Γκρεγκ Ολμαν, ως ηγέτες του συγκροτήματος, αλλά συχνά συγκρούονταν, και η κατάχρηση ουσιών προκάλεσε περαιτέρω δυσλειτουργία. Η μπάντα διαλύθηκε τουλάχιστον δύο φορές πριν επανασυσταθεί, και είχε περισσότερες από δώδεκα συνθέσεις στην ιστορία της.
Οι Allman Brothers Band εισήχθησαν στο Rock & Roll Hall of Fame το 1995 και κέρδισαν το βραβείο Grammy Lifetime Achievement το 2012. Ο Μπετς εγκατέλειψε οριστικά το συγκρότημα το 2000 και έπαιξε επίσης σόλο και με το δικό του συγκρότημα Great Southern, στο οποίο συμμετείχε ο γιος του, κιθαρίστας Ντουέιν Μπετς.
Ο Forrest Richard Betts γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1943 και μεγάλωσε στην περιοχή Bradenton της Φλόριντα, κοντά στον περίφημο αυτοκινητόδρομο 41 για τον οποίο τραγουδούσε στο “Ramblin’ Man”. Η οικογένειά του ζούσε στην περιοχή από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Ο Μπετς μεγάλωσε ακούγοντας country, bluegrass και western swing και έπαιξε γιουκαλίλι και μπάντζο πριν επικεντρωθεί στην ηλεκτρική κιθάρα επειδή εντυπωσίαζε τα κορίτσια. Στα 16 του έφυγε από το σπίτι του για το πρώτο του ταξίδι, συμμετέχοντας σε τσίρκο για να παίξει σε μια μπάντα.
Επέστρεψε στην πατρίδα του και μαζί με τον μπασίστα Oκλεϊ εντάχθηκε σε ένα γκρουπ που έγινε το συγκρότημα Second Coming με έδρα το Τζάκσονβιλ της Φλόριντα. Ένα βράδυ του 1969 ο Μπετς και ο Oκλεϊ τζαμάρισαν με τον Ντουέιν Ολμαν, ήδη επιτυχημένο session μουσικό, και τον μικρότερο αδελφό του, και μαζί δημιούργησαν την Allman Brothers Band.
Το συγκρότημα μετακόμισε στο Macon της Τζώρτζια και κυκλοφόρησε το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ του το 1969. Ένα χρόνο αργότερα ήρθε το άλμπουμ “Idlewild South”, με αποκορύφωμα την ορχηστρική σύνθεση του Μπετς “In Memory of Elizabeth Reed”, η οποία σύντομα έγινε αναπόσπαστο κομμάτι στις συναυλίες τους.
Το διπλό live άλμπουμ “At Fillmore East” του 1971, το οποίο θεωρείται σήμερα ένα από τα σπουδαιότερα live άλμπουμ της ροκ μουσικής, γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία και εδραίωσε τη φήμη των Allmans ως μια από τις καλύτερες μπάντες επί σκηνής.
Μαζί με τον Ντουέιν Ολμαν, δημιούργησαν ένα μοναδικό κιθαριστικό δίδυμο με τον πρώτο να παίζει bluesy slide κιθάρα, ενώ τα σόλο και τα τραγούδια του Μπετς είχαν χροιές από country. Όταν έπαιζαν σε αρμονία, το παίξιμό τους ήταν ιδιαίτερα ξεχωριστό.
Το συγκρότημα είχε επίσης δύο ντράμερ - τον Τζέι Τζόχανσον ο οποίος είναι μαύρος, και τον Μπατς Τρακς.
Ο Ντουέιν Ολμαν πέθανε τέσσερις ημέρες μετά την πιστοποίηση του “Fillmore” ως χρυσού δίσκου, αλλά το συγκρότημα συνέχισε και γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία.
Το άλμπουμ “Brothers and Sisters” του 1973 ανέβηκε στο Νο. 1 των charts και περιείχε το “Ramblin’ Man”, με τον Μπετς στα lead φωνητικά. Το τραγούδι έφτασε στο Νο. 2 των singles charts και κρατήθηκε μακριά από το Νο. 1 από το “Half Breed” της Cher, η οποία αργότερα παντρεύτηκε τον Γκρεγκ Ολμαν.
Ο υψίφωνος ήχος της κιθάρας του Μπετς στο “Ramblin’ Man” αντηχούσε στα μπαρ όλης της Αμερικής για δεκαετίες. Το “Ramblin’ Man” ήταν η μοναδική Top Ten επιτυχία των Allmans, αλλά η πιασάρικη 7,5 λεπτών ορχηστρική σύνθεση του Μπετς, το “Jessica”, που ηχογραφήθηκε το 1972, παιζόταν συχνά στο ραδιόφωνο των ΗΠΑ.
Ο Μπετς έγραψε ή συνυπέγραψε επίσης μερικά από τα άλλα πιο αγαπημένα τραγούδια του συγκροτήματος, όπως τα “Blue Sky” και “Southbound”. Στα μεταγενέστερα χρόνια το συγκρότημα παρέμεινε ένα επιτυχημένο σχήμα που περιόδευε με τον Μπετς και τον Γουόρεν Χέινς στην κιθάρα. Ο Γκρεγκ Ολμαν και ο Μπατς Tρακς πέθαναν το 2017.
Αφού εγκατέλειψε οριστικά τους Allmans, ο Μπετς συνέχισε να παίζει με το δικό του συγκρότημα και ζούσε στην περιοχή του Bradenton με τη σύζυγό του, Ντόνα.