Του Γιώργου Καραμπελιά
Η σαρωτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσε με τον πιο αδιάψευστο τρόπο πως, μετά το 2019, η Ελλάδα έχει εισέλθει σε μια νέα ιστορική φάση. Και όπως έχει συμβεί σε ανάλογες ιστορικές στιγμές, μέχρι να εμπεδωθεί η μετάβαση, το πολιτικό σύστημα εμφανίζει μονοπολικά χαρακτηριστικά.
Μονοπολικό, ακριβώς, γιατί ο υποτιθέμενος δεύτερος πόλος, ο ΣΥΡΙΖΑ, κοιτούσε στο παρελθόν και δεν εξέφραζε μια οργανική αντιπολίτευση για το σήμερα. Χρειάστηκαν δύο εκλογικές μάχες, του 2019 και του 2023, για να ολοκληρωθεί η μετάβαση, με την επικράτηση του ενός πόλου και τη συρρίκνωση του δεύτερου. Δηλαδή, η αλλαγή του πολιτικού συστήματος έρχεται από τη Δεξιά και την κεντροδεξιά, όπως συμβαίνει σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, και όχι πλέον από την Αριστερά.
Αντίθετα, οι αλλαγές που είχε φέρει η μεταπολίτευση, μετά τη χούντα, προέρχονταν από τα αριστερά. Το πολιτικό σύστημα είχε διαμορφωθεί από την κίνηση των μαζών και των κομμάτων (ακόμα και η ΝΔ υποχρεώθηκε να ακολουθήσει), με την εμπέδωση μιας σειράς από αιτήματα της Αριστεράς, π.χ. συνδικαλιστικές ελευθερίες, ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, νομιμοποίηση του ΚΚΕ κ.λπ. Η αριστερή ιδεολογία κυριαρχούσε και εκφράστηκε πολιτικά κυρίως μέσω του ΠΑΣΟΚ.
Τα θετικά στοιχεία αυτής της ιστορικής φάσης ολοκληρώθηκαν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Στη συνέχεια ξεκίνησε μια φάση μετάβασης, που κράτησε πολλά χρόνια. Έτσι, το παλιό πολιτικό σύστημα διατηρήθηκε διαμορφώνοντας ένα μοντέλο που εύστοχα ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε χαρακτηρίσει ως καταναλωτικό εκσυγχρονισμό. Δηλαδή, κατασκευάσαμε, π.χ,. τη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, αλλά οι κατασκευαστές και τα υλικά ήταν εισαγωγής.
Το μοντέλο της ύστερης μεταπολίτευσης κυριαρχείται από την εικόνα των μεγάλων ελλειμμάτων, ενώ κυριαρχούν οι εισαγωγές έναντι των εξαγωγών (σχέση 4 προς 1) και έναντι της παραγωγής. Γενικότερα, το κέντρο βάρους είχε πέσει σχεδόν αποκλειστικά στην καταναλωτική διάσταση ενώ υποτιμήθηκε η εθνική και η παραγωγική. Πιστέψαμε ξαφνικά ότι δεν μας ενδιαφέρει η άμυνα, το δημογραφικό ζήτημα και η παραγωγική βάση της χώρας.
Όμως, με την έλευση της παγκόσμιας κρίσης του 2008, αυτό το σύστημα κατέρρευσε με πάταγο και εισήλθαμε στην εποχή των μνημονίων. Εποχή κατά την οποία, δύο ήταν οι φυσιογνωμίες αντιπάλων που σφράγισαν την πορεία μας.
Από την μια ο Σόιμπλε, ο οποίος, με την εμμονική εχθροπαθή στάση του, διέλυσε μαζί με τον ελληνικό λαό και τον παρασιτικό εκσυγχρονισμό. Ενώ το 2008 η Ελλάδα είχε κατά κεφαλήν κατανάλωση υψηλότερη και από την Ιταλία, μετά τα μνημόνια το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25%, και το ατομικό εισόδημα κατά 35%, λόγω φορολογίας. Επρόκειτο για μια οικονομική καταστροφή που προσιδιάζει σε συνθήκες πολέμου.
Στο τέλος αυτής της περιόδου, θα έλθει ο Ερντογάν που, μετά την ολοκλήρωση της οικονομικής μας καταστροφής, και τη μείωση των αμυντικών δαπανών, θα επιδιώξει να μας μετατρέψει σε προτεκτοράτο της Τουρκίας.
Άλλωστε, από το 1975 έως σήμερα, ο συσχετισμός ισχύος γέρνει δραματικά υπέρ της Τουρκίας: την προηγούμενη εβδομάδα στην Τουρκία ψήφισαν σχεδόν 55 εκατ. άνθρωποι, ενώ στην Ελλάδα ψήφισαν την Κυριακή λίγο πάνω από 6 εκατ., όταν, το 1974, στην Τουρκία είχαν ψηφίσει μόλις ένδεκα εκατομμύρια.
Η νέα ιστορική περίοδος
Εισήλθαμε λοιπόν σε μια νέα ιστορική περίοδο, όπου τα ζητήματα που τίθενται στην ελληνική κοινωνία είναι κυριολεκτικά ζητήματα ιστορικής επιβίωσης.
Η μνημονιακή κρίση μας αφύπνισε εν μέρει. Το οικονομικό μοντέλο μεταβάλλεται: στον αγροτικό τομέα, τα τελευταία χρόνια, έχουμε εξισορροπήσει εισαγωγές και εξαγωγές, οι εξαγωγές μας έχουν διπλασιαστεί, καθώς και οι επενδύσεις μεταξύ 2018 και 2022.
Αντίστοιχα, ο Ταγίπ Ερντογάν μας αφύπνισε στο πεδίο της άμυνας και της διπλωματίας: προχωρήσαμε σε έναν ταχύ επανεξοπλισμό, συνάψαμε αμυντικές συμφωνίες με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ και αντιμετωπίσαμε τις τεράστιες μεταναστευτικές ροές.
Στο πεδίο της διπλωματίας, αντιδράσαμε στην τουρκική επιθετικότητα, εκμεταλλευόμενοι τη θετική διεθνή συγκυρία. Πράγματι, επειδή η Τουρκία παριστάνει τον επιτήδειο ουδέτερο μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, πολλές δυτικές χώρες (κυρίως η Γαλλία και δευτερευόντως οι ΗΠΑ) βλέπουν πλέον ανταγωνιστικά, ή τουλάχιστον με μεγάλη περίσκεψη, την Τουρκία. Αν προσθέσουμε και τις αντιδράσεις που προκαλεί στον αραβικό κόσμο, έχουμε την πλήρη εικόνα για το παράθυρο ευκαιρίας που άνοιξε για την Ελλάδα.
Όλα αυτά υποχρέωσαν και ταυτόχρονα επέτρεψαν στην Ελλάδα να περάσει σε μια νέα ιστορική περίοδο.
Και εδώ η Αριστερά όχι μόνο ήταν απούσα αλλά αποτελούσε φρένο. Ταυτισμένη με τον μηδενιστικό καταναλωτισμό της ύστερης μεταπολίτευσης, δεν ακολούθησε την πραγματικότητα. Δεν προτάσσει την ενίσχυση των επενδύσεων στο οικονομικό πεδίο ή τη θωράκιση της χώρας έναντι της τουρκικής επιθετικότητας, η οποία άλλωστε σχετίζεται και με την οικονομία (η Τουρκία δημιούργησε ισχυρή βιομηχανία μέσω της αμυντικής βιομηχανίας).
Αντίθετα, προτείνει να επιστρέψουμε στον «μεταπολιτευτικό παράδεισο» και να πέσει το βάρος στην κατανάλωση. Ωστόσο, οι Έλληνες, έχοντας πάρει το μάθημά τους από κρίση, κατανοούν την ανάγκη της παραγωγικής ανασυγκρότησης καθώς και τον έωλο χαρακτήρα της «ελληνοτουρκικής φιλίας», γι’ αυτό και τιμώρησαν τον ΣΥΡΙΖΑ που βρέθηκε πίσω από την κοινωνία, εξ ου και η συντριπτική ήττα του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, εξαιτίας του ότι μεγεθύνθηκε την εποχή μιας μηδενιστικής εξέγερσης όπως εκείνη του Δεκέμβρη του 2008, και ενός αντιμνημονιακού αχταρμά, όχι μόνο δεν κατόρθωσε να προσαρμοστεί, αλλά, απέναντι στην πραγματικότητα που τον διέψευδε, μεταβλήθηκε σε μια νέου τύπου Αριστερά, μια λουμπενοποιημένη, τοξική «Αριστερά». Φιγούρες όπως ο Πολάκης δεν χωρούσαν στην Αριστερά πριν το 2000. Γι’ αυτό και ο Τσίπρας, παρά την ήττα του 2019, δεν κατάφερε να αλλάξει το κόμμα και να το προσαρμόσει στην νέα εποχή, ακριβώς διότι δεν μπορεί να αλλάξει το DNA του κόμματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να περάσει από ένα κυριολεκτικό καμίνι προκειμένου να υπερβεί τον εαυτό του και να προσαρμοστεί στη νέα εποχή, όπου ο πατριωτικός εκσυγχρονισμός για την εθνική επιβίωση έχει γίνει το βασικό πρόταγμα. Ακόμα και το ΠΑΣΟΚ, παρότι έχει άλλες ιδεολογικές αφετηρίες, δυσκολεύεται να προσαρμοστεί, έχοντας τραφεί και αυτό με την τροφή της μεταπολίτευσης.
Οι εκλογές κατέδειξαν πως βρισκόμαστε ακόμα στην περίοδο ενός μονοπολισμού που έρχεται από τη Δεξιά και την κεντροδεξιά και, δυστυχώς, θα περάσει αρκετός χρόνος για να μεταβληθεί το μονοπολικό μοντέλο. Χρειάζονται μεγάλες ιδεολογικές ανατροπές και σημαντικές ρήξεις, προκειμένου να δημιουργηθεί αντίπαλος πολιτικός πόλος, ώστε να εξισορροπήσει το πολιτικό σύστημα, κάτι αναγκαίο σε βάθος χρόνου, για την πολιτική ευρωστία της χώρας στη δύσκολη εποχή που βρισκόμαστε.