Πριν από λίγο, πέρασα έξω από ένα μικρό μαγαζί. Απ′ έξω έγραφε σιδηροκατασκευές, και θα ’ταν δε θά΄ταν 30 τ.μ. Έκατσα και το χάζεψα, λιγάκι. Τα εργαλεία του μέσα ήσαν τακτοποιημένα, μαρτυρούσαν ότι τα χειρίζεται άνθρωπος που ξέρει να εκτιμάει τα μέσα της τέχνης του. Αυτό μαρτυρούσε και ο φωτισμός, που ’ταν στημένος από μέσα προς τα έξω, φανερώνοντάς σου απλόχερα το εσωτερικό του εργαστηρίου. Το μαγαζί δεν είχε ταμπέλα, παρά μόνον μια σεμνή, αυτοκόλλητη επιγραφή στην τζαμαρία, κι έτσι όπως έδειχνε απέξω ήταν σαν ο ιδιοκτήτης του καταστήματος να είχε επιλέξει ώστε η νοικοκυροσύνη της εσωτερικής τακτοποίησης να μιλάει από μόνη της για τη δουλειά του, πέρα από κάθε μαρκετίστικη προσποίηση.
Αμέσως το μυαλό έφερε σε μια αναπόφευκτη αντίθεση, την παρουσία αυτού του μαγαζιού, και ότι αυτή αντιπροσώπευε, με τα τρέχοντα ήθη και τις πρακτικές: Όλη αυτήν την φούρια του φαίνεσθαι, τους αντικατοπτρισμούς που κατασκευάζει το μάρκετινγκ μέσα από αυτήν την μεγα-επιστήμη της οφθαλμαπάτης, η οποία λανσάρεται ως το Α και το Ω του σύγχρονου επιχειρείν. Δίχως αμφιβολία, οι υπερβολικά σίγουροι για τον εαυτό τους γιάπηδες και γιάπησσες, που πουλάν φύκια για μεταξωτές κορδέλες λανσάροντάς τα ως το ευγενικότερο απαύγασμα της οικονομικής καπατσοσύνης, θα περιγελούσαν τη θέα αυτού του καταστήματος, γελώντας με την ασημαντότητά του και την ανυπαρξία της «εταιρικής του ταυτότητας».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, αυτό βρίσκεται πολύ εγγύτερα στους προσανατολισμούς των καιρών απ′ ό,τι οι ίδιοι. Αυτού του τύπου οι μάστορες, είναι πολύ περισσότερο «κόκνιτιβ φιγούρες», παραγωγικά υποκείμενα που έχουν ενσωματώσει το «κεφάλαιο-γνώση» πολύ καλύτερα και οικονομικότερα από εκείνους, που για να δουλέψουν χρειάζονται ένα σκασμό χρήματα για υποστηρικτικές υποδομές, και κυρίως την προσποίηση της μόστρας: Ένας καλός σιδεράς, μπορεί σε 30 τ.μ. να φτιάχνει «παπάδες», γιατί το συγκριτικό του πλεονέκτημα είναι άυλο, βρίσκεται μέσα στην ίδια του την ύπαρξη, δεν έχει πραγματοποιηθεί στα φανταχτερά «άσετς», τα οποία συχνά σφάλλουν για το μέτρο της επιτυχίας ή μάλλον γι′ αυτό που κάποτε λέγανε «προκοπή», μια έννοια που όχι τυχαία έχει πάρει διαζύγιο απ′ τα σύγχρονα «σαξές στόρυς».
Άθελά του, ίσως, αυτό το εργαστήρι, στριμωγμένο στη σειρά των καταστημάτων της Αγίου Δημητρίου, έκανε με τον τρόπο του το πιο εύστοχο σχόλιο για τον χθεσινό ανασχηματισμό, που μονοπώλησε την ημερήσια διάταξη. Δίνοντας ένα μέτρο διαφορετικό για το μικρό και το μεγάλο, δείχνοντας πως στις μέρες μας έχει συμβεί μια ριζική αντιστροφή, καθώς υποκείμενα ανάξια λόγου μονοπωλούν την δημόσια αναγνώριση, και πως το άξιο έχει καταφύγει στη λεπτομέρεια μήπως και διασωθεί, περιμένοντας άλλους καιρούς πιο ευαίσθητους στα μηνύματά του για να ξαναφανεί.
Κατά τα άλλα απογοήτευση· απογοήτευση υπέρμετρη... Η μόνη κατάσταση που μπορεί να περιγράψει την μορφή που έχει πάρει το συλλογικό μας πρόσωπο, μέσα από εκείνους που έχουν τη δύναμη και το εκφράζουν, στις μέρες μας.