Αίσθηση και έντονες συζητήσεις προκάλεσαν οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Άμυνας, Νίκου Δένδια, ως προς την επιδίωξη πώλησης ενός μεγάλου αριθμού αεροσκαφών που υπηρετούν αυτή τη στιγμή στην Πολεμική Αεροπορία.
Σε συνδυασμό με την προμήθεια των Rafale, τον εκσυγχρονισμό ενός μεγάλου αριθμού F-16 σε F-16V και τις εξαγγελίες για προμήθεια μαχητικών F-35, όλα δείχνουν πως μέσα σε λίγα χρόνια η ΠΑ θα έχει ένα αρκετά διαφορετικό «πρόσωπο» σε σχέση με σήμερα, με έναν πολύ πιο σύγχρονο και ικανό στόλο- ωστόσο δεν είναι λίγοι αυτοί που εκφράζουν προβληματισμούς σχετικά με την «οροφή» του (τον συνολικό αριθμό μαχητικών).
Τι έρχεται: Τα πιο σύγχρονα μαχητικά που θα διαθέτει η ΠΑ
Αρχίζοντας με το μαχητικό που αποτελεί τη «ραχοκοκαλιά» της ΠΑ, το F-16, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας είπε πως ως το 2027 πρέπει να έχει «φτιαχτεί ένας ικανός στόλος από αεροσκάφη F-16 Viper (F-16V)». Παράλληλα, είπε πως τα F-16 Block30 και τα Mirage 2000-5 θα πρέπει να πωληθούν- ενώ για τα F-4 Phantom σημείωσε πως πρέπει να αποσυρθούν και «αν μπορέσουν να πωληθούν».
Στο πλαίσιο του παρόντος προγράμματος εκσυγχρονισμού, με τα παρόντα δεδομένα η ΠΑ θα έχει 82 αεροσκάφη F-16V (την πιο σύγχρονη έκδοση του F-16 σήμερα). Τα μαχητικά που μετατρέπονται σε F-16V είναι τα Block52+ και Block52+ adv. Οι δηλώσεις του υπουργού φαίνονται να υποδεικνύουν πως επιδίωξη είναι ο εκσυγχρονισμός στην έκδοση F-16V (Viper) και των 38 F-16 Block50, ώστε να δημιουργηθεί ένας ομοιογενής στόλος από 120 μαχητικά F-16V. Τα F-16 Block30 (32 στον αριθμό), με βάση τις εν λόγω εξαγγελίες, θα επιδιωχθεί να πωληθούν.
Ως προς τα Rafale, o υπουργός Άμυνας είπε πως «έχουμε 24 και θα ήταν καλό να τα φτάσουμε σε 30». Για τα F-35, πάντα με βάση όσα έχουν γίνει γνωστά ως τώρα, επιδιώκεται η προμήθεια μέχρι και 40 μαχητικών του τύπου (και συγκεκριμένα της τέταρτης γενιάς τους), με αρχικό πλάνο την απόκτηση μιας μοίρας σε πρώτη φάση- εκτιμάται περίπου 20 αεροσκάφη.
Οπότε, με βάση αυτά τα δεδομένα, η ελληνική Πολεμική Αεροπορία του όχι και τόσο μακρινού (και σχετικά προβλέψιμου) μέλλοντος εκτιμάται πως μπορεί να διαθέτει μέχρι και 170-190 προηγμένα μαχητικά (F-16V, Rafale, F-35). Ωστόσο, πέραν της αδιαμφισβήτητης αναβάθμισης δυνατοτήτων που συνεπάγεται η παρουσία ενός τέτοιου αριθμού μαχητικών τεχνολογίας αιχμής, στις τάξεις της ΠΑ, οι εξαγγελίες περί επιδίωξης πώλησης των παλαιών F-16 Block30 και των Mirage 2000-5 προκάλεσαν προβληματισμούς σχετικά με το ενδεχόμενο μιας ΠΑ με «οροφή» κάτω από τα 200 αεροσκάφη (αυτή τη στιγμή βρίσκεται, ονομαστικά, μεταξύ 220 και 230 μαχητικών).
Τι (προορίζεται να) φεύγει
Όπως προαναφέρθηκε, εξαγγέλθηκε η απόσυρση των F-4 (σε υπηρεσία βρίσκονται λίγο παραπάνω από 30) και η επιδίωξη πώλησής τους (αν και θεωρείται πως κάτι τέτοιο θα είναι δύσκολο, καθώς, παρά τους εκσυγχρονισμούς, πρόκειται για παλαιά αεροσκάφη), και επίσης η επιδίωξη πώλησης των F-16 Block30 (32 αεροσκάφη) και των Mirage 2000-5 (24 αεροσκάφη).
Επίσης, υπενθυμίζεται πως γίνονταν κινήσεις για την πώληση αριθμού (λιγότερα από 20) παλαιών ελληνικών μαχητικών Mirage 2000 (προηγούμενη έκδοση από τα Mirage 2000-5), τα οποία είναι ούτως ή άλλως καθηλωμένα εδώ και καιρό (δεν είναι σε θέση να πετάξουν, αρκετά είναι και χωρίς κινητήρες).
Οπότε, με βάση αυτά τα δεδομένα, θα αποσυρθούν/ επιδιωχθεί να πωληθούν μέσα στα επόμενα χρόνια περίπου 90 μαχητικά αεροσκάφη που είναι αυτή τη στιγμή σε υπηρεσία στις τάξεις της ΠΑ (χωρίς να προσμετρώνται τα προαναφερθέντα παλαιά Mirage 2000 και να υπολογίζονται παράγοντες όπως οι βαθμοί διαθεσιμότητας, που δεν είναι δυνατόν να γίνονται γνωστή για ευνόητους λόγους).
Τι αντιπαρατάσσει η Τουρκία
H Τουρκία έλαβε πρόσφατα «πράσινο φως» από τις ΗΠΑ για την αγορά 40 νέων F-16 (F-16V) και κιτ εκσυγχρονισμού για άλλα 79, συν ενός εντυπωσιακού πακέτου εξοπλισμών. Αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με ανοιχτές πηγές, από άποψης αριθμού μαχητικών Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται σε γενικές γραμμές κοντά, με την Ελλάδα να έχει σαφές πλεονέκτημα, λόγω σύγχρονων Rafale και F-16V και επικείμενης απόκτησης F-35, και την Τουρκία να υστερεί, καθώς διαθέτει ως επί το πλείστον F-16 που «γερνούν» (ενώ υπάρχουν αναφορές για ελλείψεις ανταλλακτικών και άλλα προβλήματα, στον απόηχο της επιδείνωσης των σχέσεων με τις ΗΠΑ) και έναν αριθμό παλαιών F-4 Phantom (έστω και εκσυγχρονισμένων, όπως και τα ελληνικά).
Υπενθυμίζεται πως η Τουρκία είχε βασίσει το μέλλον της πολεμικής της αεροπορίας στο F-35, από το πρόγραμμα του οποίου εκδιώχθηκε λόγω της προμήθειας των ρωσικών πυραύλων S-400.
Με βάση τα παρόντα δεδομένα, η Ελλάδα υπερέχει στον αέρα- ωστόσο η Άγκυρα δεν μένει αμέτοχη, καθώς, πέραν της επιδίωξης για την απόκτηση περίπου 120 F-16V, «τρέχει» και δικά της προγράμματα αναβάθμισης F-16 (πρόγραμμα Ozgur), ενώ αναπτύσσει και το δικό της μαχητικό (Kaan), που πραγματοποίησε πρόσφατα την παρθενική του πτήση.
Το Kaan μπορεί να αποτελεί ένα μεγάλο «ερωτηματικό» ως προς τις δυνατότητές του (η Τουρκία ισχυρίζεται πως είναι μαχητικό πέμπτης γενεάς, στην οποία ανήκει και το F-35, ωστόσο, ρεαλιστικά μιλώντας, είναι μάλλον δύσκολο να καταφέρει να κάνει η Τουρκία μέσα σε λίγα σχετικά χρόνια το ίδιο με χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία, με πολύ μεγαλύτερες αμυντικές βιομηχανίες και εμπειρία/ τεχνογνωσία στην αεροπορική τεχνολογία) και τους αριθμούς στους οποίους σκοπεύει να το προμηθευτεί η Τουρκία.
Ωστόσο όλα δείχνουν πως θα αποτελέσει παράγοντα που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν στις μελλοντικές ισορροπίες δυνάμεων, δεδομένου ότι θα είναι εγχώριας παραγωγής μαχητικό- ενώ υπενθυμίζεται και η έμφαση που δίνει η Τουρκία στον τομέα των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, αναπτύσσοντας και μη επανδρωμένο αεριωθούμενο «μαχητικό» (Kizilelma).
Οι προβληματισμοί περί «οροφής» και τα δεδομένα
Σε αυτό το πλαίσιο, το ενδεχόμενο μιας ΠΑ με πιθανώς λιγότερα από 200 μαχητικά απέναντι σε μια Τουρκία που φαίνεται να κάνει μεγάλες προσπάθειες για να καλύψει την απόσταση που υπάρχει αυτή τη στιγμή στον αέρα, είναι απόλυτα λογικό να προκαλεί προβληματισμούς σχετικά με το αν η αμυντική θωράκιση της χώρας μας έχει το περιθώριο για μια τέτοια (ενδεχόμενη) μείωση- άλλωστε ένας από τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν ως προς τις απαιτήσεις και ανάγκες της ΠΑ είναι το βάρος των αναχαιτίσεων στο Αιγαίο (ακόμα και αν εδώ και καιρό επικρατεί ησυχία στο μέτωπο αυτό, δεδομένης της βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αυτό είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει ανά πάσα στιγμή).
Στην άλλη πλευρά, ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν στη συγκεκριμένη «εξίσωση»: Πρώτος και ιδιαίτερα σημαντικός είναι ότι οι κινήσεις αυτές κινούνται προς την κατεύθυνση ενός «νοικοκυρέματος»/ εξορθολογισμού. Η επίτευξη οικονομίας κλίμακας και μείωσης της πολυτυπίας στην ΠΑ, με ομογενοποίηση του στόλου θα έχει ως αποτέλεσμα σημαντική εξοικονόμηση πόρων, με πολύ σημαντικά οφέλη:
Όσο περισσότεροι είναι οι τύποι αεροπλάνων, ελικοπτέρων ή άλλων συστημάτων που πρέπει να συντηρηθούν, τόσο υψηλότερο είναι το κόστος, λόγω αναγκών για διαφορετικά ανταλλακτικά, τεχνογνωσία κλπ- συγκεκριμένα για την ΠΑ υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες συνυπηρετούσαν αξιοσημείωτα πολλοί διαφορετικοί τύποι, κάτι που γίνεται εύκολα αντιληπτό αν δει κανείς τη λίστα των πολεμικών αεροπλάνων που έχουν υπηρετήσει σε αυτήν κατά την ιστορία της- και δεν λαμβάνονται καν υπόψιν οι άλλοι τύποι αεροσκαφών που είναι σε υπηρεσία (μεταγωγικά, εκπαιδευτικά, ελικόπτερα, πυροσβεστικά κλπ).
Δεύτερο και εξίσου σημαντικό είναι να γίνεται αντιληπτό πως οι δυνατότητες των αεροσκαφών για τα οποία υπάρχει πρόθεση να φύγουν δεν είναι ίδιες με αυτές των αεροσκαφών που θα έρθουν: Με πολύ απλά λόγια, υπάρχει τεράστια απόσταση, πχ, ανάμεσα σε ένα F-4 Phantom και ένα F-35, ή ανάμεσα σε ένα Mirage 2000-5 και ένα Rafale (υπενθυμίζεται πως τo Rafale προορίζεται να είναι ο αντικαταστάτης του εμβληματικού Mirage στον «γαλλικό» στόλο της ΠΑ), οπότε δεν είναι ακριβές ή ρεαλιστικό η συζήτηση να μπαίνει στη λογική «ένα με ένα» ως προς τα αεροσκάφη της ΠΑ, δεδομένου ότι μιλάμε για κατά πολύ ανώτερα ποιοτικά/ τεχνολογικά μαχητικά.
Όπως σημειώνουν στρατιωτικές πηγές, σκοπός είναι να εξασφαλίζεται η αποτρεπτική ισχύς, και ως εκ τούτου απαιτείται σωστός προγραμματισμός/σχεδιασμός ως προς τις αποσύρσεις/ πωλήσεις και αφίξεις/ αντικαταστάσεις, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η απαιτούμενη ισορροπία, ακόμα και με ενδεχομένως λιγότερα στον αριθμό (αλλά πολύ ανώτερα) μαχητικά αεροσκάφη.
Αξίζει να υπενθυμιστεί πως, στο πέρασμα των δεκαετιών, η «οροφή» έχει μειωθεί ξανά- ενδεικτικά, κάποτε ήταν σε υπηρεσία πάνω από 300 μαχητικά, σε εποχές που υπηρετούσαν «θρύλοι» όπως το A-7 Corsair, το Mirage F-1, το F-5 κ.α. Επίσης, οι απαιτήσεις των σύγχρονων επιχειρήσεων, και ιδιαίτερα της δικτυοκεντρικής φιλοσοφίας (πλατφόρμες που «μιλούν» μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας πληροφορίες) επιτάσσουν αεροσκάφη που ανήκουν σε αυτή τη νέα εποχή – και αυτά που δεν μπορούν να ακολουθήσουν αναπόφευκτα θα βγαίνουν εκτός υπηρεσίας.
Τρίτο και επίσης σημαντικό, το οποίο επίσης υπογραμμίζουν οι εν λόγω πηγές, είναι πως οι εξαγγελίες έχουν να κάνουν με πρόθεση πώλησης- και δεν υπάρχουν ακόμα πληροφορίες για πιθανούς/ επίδοξους αγοραστές για τα αεροσκάφη αυτά, ώστε να μιλάμε για μια διαδικασία που έχει ήδη δρομολογηθεί, ώστε να προεξοφλείται από τώρα μια πτώση της «οροφής» -άλλωστε, σημειώνεται πως ο ίδιος ο υπουργός, πέραν των αναφορών σε προθέσεις πώλησης, δεν αναφέρθηκε ο ίδιος σε μείωση «οροφής» ώστε να εκλαμβάνεται κάτι τέτοιο ως δεδομένο.
Όπως και να έχει, οποιαδήποτε κίνηση λάβει χώρα είναι βέβαιο πως θα γίνει με προσοχή, με τις αποχωρήσεις να γίνονται με βάση τις νέες αφίξεις, ώστε να μην προκύψουν κενά στη θωράκιση της χώρας (ενώ αναμένονται και αλλαγές σε οργανωτικό επίπεδο, όπως η δημιουργία δύο μοιρών Rafale με τα διαθέσιμα μαχητικά, ώστε να καλύπτονται οι επιχειρησιακές απαιτήσεις).
Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να σημειωθεί πως η πώληση των F-16 Block30 έχει τεθεί στο παρελθόν ξανά «στο τραπέζι», με υποψήφιους αγοραστές την Κροατία, τη Βουλγαρία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ωστόσο οι όποιες επαφές δεν είχαν δώσει αποτελέσματα.
Ως προς αναφορές οι οποίες συνδέσουν τις εξαγγελίες με την Ουκρανία, η οποία αναζητά μαχητικά (κυρίως F-16) για να αναβαθμίσει την πολεμική της αεροπορία απέναντι στη ρωσική εισβολή, δεν υπάρχουν ακόμα πληροφορίες για κάτι τέτοιο- η όποια συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Ουκρανίας στον αεροπορικό τομέα αυτή τη στιγμή αφορά στον τομέα της εκπαίδευσης χειριστών, η οποία αναμένεται να λάβει χώρα όχι σε ελληνικό ή ουκρανικό έδαφος, και, σε κάθε περίπτωση, δεν έχει αρχίσει ακόμα.
Επίσης, πάντα στο πλαίσιο της πρόθεσης πώλησης, πρέπει να σημειωθεί πως, εφόσον τίθεται θέμα πώλησης, τότε- όπως τονίζουν οι συγκεκριμένες πηγές- είναι καλύτερο να επιχειρείται να πωληθούν αεροσκάφη τα οποία είναι σε καλή κατάσταση και μπορούν να πετούν ακόμα, διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος να μείνουν «στο ράφι» μετά την απόσυρσή τους από την υπηρεσία (χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των παλαιών, καθηλωμένων Mirage 2000 που αναφέρθηκαν νωρίτερα, η πώληση των οποίων, αν και επιδιώκεται, ρεαλιστικά θεωρείται δύσκολη «εξίσωση»).