Ο Τιτάνας της μουσικής και ένας Γίγαντας της που διδάχθηκε από αυτόν

Η ΚΟΑ με Μπετόβεν στο Ηρώδειο
.
.
thomas daskalakis

Το καλοκαιρινό μπουρίνι (αν και πιο συντομότερο και όχι τόσο έντονο από της προηγουμένης) μπορεί να μην ματαίωσε την τελευταία συναυλία στο Ωδείον Ηρώδου Αττικού αλλά την έκανε να αρχίσει με πολύ μεγάλη καθυστέρηση.

.
.
thomas daskalakis

Ευτυχώς όμως, παρά την αντιξοότητα, πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση που ολοκλήρωσε το εφετινό Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου το οποίο έφερε τον τίτλο Υποσύνολο (Fragment) καθώς η πανδημία έκανε αναγκαία την υλοποίηση ενός τμήματος μόνο του προγραμματισμού του και έτσι το κοινό που προσήλθε απόλαυσε μια πολύ καλή συναυλία.

Ο Στέφανος Τσιαλής
Ο Στέφανος Τσιαλής
thomas daskalakis

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών Στέφανος Τσιαλής αντιμετώπισε με διαφορετικό τρόπο την συναυλία της αρχαιότερης ελληνικής ορχήστρας για τα διακόσια πενήντα χρόνια από την γέννηση του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν από αυτόν του Γιώργου Πέτρου για την αντίστοιχη της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ πριν μερικές εβδομάδες στο Ηρώδειο. Αντί η ΚΟΑ να παρουσιάσει μόνο κάποια έργα του Μπετόβεν όπως έκανε η τελευταία, ο Στέφανος Τσιαλής προτίμησε να παραθέσει έναν «δημιουργικό διάλογο» ανάμεσα σε ένα έργο του Μπετόβεν και ενός άλλου ενός πολύ σημαντικού και βέβαια πολύ διαφορετικού από εκείνον μεταγενέστερου του συνθέτη. Είναι μια πρακτική η οποία συνάδει απόλυτα με το concept Ήρωες που διέπει τόσο την περυσινή όσο και την επόμενη (’20 – ’21) σεζόν της ΚΟΑ και στο πλαίσιο του εντασσόταν και η συγκεκριμένη συναυλία.

Πριν από αυτό όμως η σύντομη αλλά εντυπωσιακότατη Εισαγωγή του μπαλέτου «Τα Πλάσματα Του Προμηθέα», ενός πρώιμου μεν αλλά ήδη απόλυτα ώριμου έργου που συνέθεσε ο Μπετόβεν σε σχετικά νέα ακόμα ηλικία, μας έβαλε στο κλίμα της συναυλίας δίνοντας μας ταυτόχρονα μιαν όντως θαυμάσια πρόγευση το τι θα επακολουθούσε. Οπως γνωρίζουμε από την «Θεογονία» του Ησιόδου οι Τιτάνες ήταν η ενδιάμεση, ανάμεσα στο πρωτεϊκό ζεύγους Ουρανού – Γαίας και του Δωδεκαθέου του Ολύμπου, γενεά θεοτήτων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Ο ηγέτης τους Κρόνος είχε επαναστατήσει εναντίον του δεσποτικού πατέρα τους Ουρανού όταν όμως και ο ίδιος άρχισε να...τρώει τα παιδιά του για να μην χάσει αντίστοιχα την εξουσία του στο σύμπαν από αυτά η σύζυγος του Ρέα κατάφερε να γλιτώσει ένα τους, τον Δία, που όταν μεγάλωσε ηγήθηκε με την σειρά του της αντίστοιχης εξέγερσης εναντίον του Κρόνου η οποία οδήγησε στην συμβολική πατροκτονία του, ό,τι ακριβώς δηλαδή είχε κάνει ο ίδιος στον Ουρανό. Η εξαιρετικά βίαιη και μακρόχρονη αυτή εξέγερση αποκλήθηκε βέβαια Τιτανομαχία στην οποία οι Τιτάνες εντέλει ηττήθηκαν κατά κράτος από το Δωδεκάθεο και τους συμμάχους του, τους Γίγαντες και τους Εκατόγχειρες, με αποτέλεσμα ο Δίας να γίνει πλέον ο κυρίαρχος του κόσμου. Από τους Τιτάνες όμως και ειδικότερα από τους άμεσους απογόνους τους όπως ο Προμηθέας προερχόταν, αν δεν είχε γεννηθεί, το ανθρώπινο είδος για αυτό άλλωστε και ο τελευταίος το ευεργέτησε χαρίζοντας του το δώρο της φωτιάς, ουσιαστικά δηλαδή του πολιτισμού, πράξη η οποία προκάλεσε την πολύ σκληρή τιμωρία του από τον Δία.

.
.
thomas daskalakis

Ηταν απόλυτα φυσικό ο Μπετόβεν που έβλεπε τον εαυτό του (και σε εκείνον αντίστοιχα έναν εκπρόσωπο/σύμβολο όλης της ανθρωπότητας) σαν κάποιον ο οποίος μαχόταν μόνιμα εναντίον των υλικών/φυσικών και μη δυσκολιών της ζωής όχι μόνο να εμπνευστεί αλλά ίσως ακόμα και να ταυτιστεί με τον προμηθεϊκό μύθο. Το αποτέλεσμα ήταν ένα έργο που φέρει ήδη απολύτως διαμορφωμένα τα χαρακτηριστικά του συνόλου του ορχηστρικού του με τα χαρίσματα της γραφής του άμεσα αναγνωρίσιμα, σίγουρη, γεμάτη αυτοπεποίθηση αλλά και σοφή αξιοποίηση του συνόλου της ορχήστρας και ολόκληρου του ηχοχρωματικού εύρους της και μιαν αίσθηση – συγκρατημένης μεν, απεριόριστης δε – απελευθερωτικής δύναμης, το οποίο αποδόθηκε άψογα από την ΚΟΑ υπό την μπαγκέτα του καλλιτεχνικού διευθυντή της Σ. Τσιαλή καθώς διηύθυνε ο ίδιος την συναυλία.

Ο Ρώσος Ντμίτρι Σοστακόβιτς (1906 – 1975) δεν είναι μόνο κατά περισσότερο από έναν αιώνα μεταγενέστερος του Μπετόβεν αλλά και οι συνθήκες ζωής του ήταν προφανώς πολύ διαφορετικές από τις δικής του. Είχαν όμως και αρκετά κοινά στοιχεία, αμφότεροι ήταν φύσεις γνήσια και σχεδόν...εκρηκτικά δημιουργικές, άρα αναπόφευκτα και επαναστατικές και, για διαφορετικούς βέβαια λόγους, αντιμετώπισαν πολλά και διάφορα εμπόδια και δυσκολίες στη ζωή τος και έτσι, όχι συμπτωματικά, πέθαναν και οι δύο πρόωρα από ασθένειες (κίρρωση ο Μπετόβεν και καρκίνο των πνευμόνων ο Σοστακόβιτς). Μια πάρα πολύ σημαντική για το έργο αμφοτέρων παραλληλία τους είναι ότι και οι δύο ήρθαν σε αντίθεση ή και σε σύγκρουση ακόμα με τις ηγεσίες των εξίσου απολυταρχικών αν και πάρα πολύ διαφορετικών βέβαια κρατών στα οποία ζούσαν. Ο Μπετόβεν έπρεπε να ανέχεται τους εστεμμένους/ευγενείς που τον χρηματοδοτούσαν καθώς στην εποχή του ελάχιστοι άλλοι τρόποι βιοπορισμού υπήρχαν για έναν συνθέτη αλλά ποτέ δεν έσκυψε το κεφάλι σε κανέναν από αυτούς, συχνά μη τηρώντας καν τα προσχήματα (για παράδειγμα πολλά περισσότερα έργα του είναι αφιερωμένα σε έστω και επιφανείς φίλους του ή σε γυναίκες με τις οποίες ήταν ερωτευμένος παρά στους χορηγούς του). Ο Σοστακόβιτς βρήκε το κατεστημένο της ΕΣΣΔ και ιδιαίτερα προσωπικά τον Στάλιν – που τον θεωρούσε ελιτιστή, δηλαδή όχι αρκετά...λαϊκό και «στρατιώτη της επανάστασης»! – κάποιες φορές ακόμα και ανοιχτά εχθρικό απέναντι του, περιέπεσε όχι μία όπως άλλοι/ες αλλά δύο (!) φορές σε δυσμένεια και μόνον προς το τέλος της ζωής του όταν έγινε, με μεγάλη απροθυμία σημειωτέον, μέλος του κόμματος αφέθηκε επιτέλους να επιδοθεί, πικραμένος αλλά χωρίς περισπασμούς και οχλήσεις πια, στην μουσική του.

Αυτό δεν τον εμπόδισε όμως από το να είναι ο κορυφαίος Ρώσος συνθέτης του εικοστού αιώνα και, από κοινού με τον Ιγκόρ Στραβίνσκι, οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της μουσικής νεωτερικότητας, ακόμα και της πρωτοπορίας, για την χώρα τους. Ως προσωπικότητα ήταν εμμονικός και εξαιρετικά αγχωτικός, στοιχεία που είναι ορατά στο έργο του το οποίο μορφολογικά υπάγεται μεν στην μεγάλη παράδοση της τονικότητας της κλασικής μουσικής όμως πολύ συχνά διασπά πολύ τολμηρά τα όρια της, κυρίως ενορχηστρωτικά ή με τις τεχνικές οδηγίες για την εκτέλεση τους αλλά και κάποιες φορές εισάγοντας ατονικά στοιχεία, για παράδειγμα δωδεκαφφθογγικά (σειραϊκά), Ακόμα συχνότερα όμως είναι έκδηλη σε αυτό μια «υπόγεια» ίσως αλλά πολύ έντονη ειρωνική ή και (αυτό)σαρκαστική διάθεση που κάποτε εκδηλώνεται και με απλούς ηχητικούς υπαινιγμούς. Καθώς στο μεγαλύτερο τμήμα της διαδρομής του η μουσική του εντασσόταν και ακολουθούσε τον ύστερο ρομαντισμό υπό μιαν έννοια θα μπορούσε να θεωρηθεί συνεχιστής, αν όχι και «μαθητής» του Μπετόβεν, θεωρώ όμως ότι πολύ σπουδαιότερη ήταν η υποσυνείδητη επίδραση του τελευταίου στο συνολικό μουσικό όραμα του που διακρίνεται στο εσώτερο μεγαλείο και την συχνά πάλλουσα δύναμη των έργων του. Για αυτό ακριβώς η ιδέα της «αντιπαράθεσης» ενός έργου καθενός στην ίδια συναυλία ήταν εξαρχής τόσο ενδιαφέρουσα μα και συναρπαστική και στην πράξη αποδείχθηκε ακόμα περισσότερο!

.
.
thomas daskalakis

Το Πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο, τρομπέτα και ορχήστρα εγχόρδων σε ντο ελάσσονα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς διαφοροποιείται κατά πολύ από τα κοντσέρτα για κάποιο όργανο και ορχήστρα προγενέστερων ή και συγχρόνων του. Ο συνθέτης δεν χρησιμοποίησε ολόκληρη την συμφωνική ορχήστρα αλλά μόνο το τμήμα των εγχόρδων και το σολιστικό όργανο δεν είναι ένα ως είθισται κατά κανόνα αλλά δύο και μάλιστα αντιθετικά, τόσο ως προς το ηχόχρωμα όσο και στον χαρακτήρα τους. Πρωταγωνιστεί βέβαια το πιάνο με μιαν εξαντλητικά απαιτητική για τον/την εκτελεστή/ια παρτιτούρα (διόλου τυχαία ο δημιουργός ήταν επίσης βιρτουόζος του οργάνου, ένα ακόμα κοινό στοιχείο του με τον Μπετόβεν) χωρίς όμως ο «ρόλος» της τρομπέτας να είναι μικρός ή, πολύ περισσότερο, ασήμαντος.

Πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν και η δομή αλλά και η ανάπτυξη του έργου. Το πρώτο μέρος του, με αρκετές επιδράσεις ή και αναφορές ακόμα στον Μπετόβεν, είναι πάρα πολύ ευχάριστο, με ένα ελαφρά ελεγειακό υπόβαθρο και ταυτόχρονα αυθόρμητα, δίχως καμία σοβαροφάνεια δηλαδή, μεγαλειώδες, με τα κάποτε ακόμα και «παιγνιώδη» πιανιστικά μέρη να παραπέμπουν στον γαλλικό ιμπρεσιονισμό, κυρίως του Ντεμπισί και πολύ λιγότερο του Ράβέλ, ενώ εκείνα της τρομπέτας διαθέτουν έναν ασυνήθιστο για το όργανο δυναμισμό. Το δεύτερο – που για εμένα είναι και το καλύτερο – διαφοροποιείται περισσότερο και από δραστικά με το ελεγειακό στοιχείο να γίνεται ακόμα ισχυρότερο, ως και δραματικό κάποιες στιγμές και τα αληθινά συγκλονιστικά στην σχεδόν γυμνή συναισθηματική έκθεση τους πιανιστικά μέρη να υπογραμμίζονται ή και να συμπληρώνονται από εκείνα της τρομπέτας. Στο μέρος αυτό ο μέγας συνθέτης δημιουργεί μιαν αληθινά υποβλητική ατμοσφαιρικότητα με ένα από τα πολύ σπάνια για το είδος του κοντσέρτου έργα που είναι τόσο «κινηματογραφικά», σε widescreen μάλιστα εκδοχή, ως προς την διάθεση μα και την ανάπτυξη τος, κάνοντας με να σκεφτώ ότι μιαν από τις πολύ πιθανές «πηγές» από τις οποίες ο αείμνηστος «Μαέστρος» των soundtracks Ennio Morricone μπορεί όχι μόνο να εμπνεύστηκε αλλά ακόμα και να μελέτησε για να διαμορφώσει τον μοναδικό τρόπο που χειριζόταν την ορχήστρα στα πιο «επικά» από τα αριστουργήματα του ίσως να ήταν αυτό.

.
.
thomas daskalakis

Τέλος το τρίτο μέρος είναι μια ακόμα ανατροπή με τον μοντερνιστή Σοστακόβιτς να «βγαίνει μπροστά» αποφασιστικά όσο λίγες άλλες φορές με υψηλότατες εντάσεις, τις δυναμικές να αυξάνονται συνεχώς τείνοντας προς μια σχεδόν...«ηφαιστειογενή» κορύφωση και συνεχή, σχεδόν ατονικά clusters του πιάνου και οξύτατα ξεσπάσματα της τρομπέτας. Ο Σ. Τσιαλής κατηύθυνε την ΚΟΑ σε μιαν άριστη εκτέλεση αυτού του τόσο δύσκολου έργου με την πιανίστρια Αλεξία Μουζά να είναι περισσότερο και από εξαίρετη δίχως όμως να υπολείπεται καθόλου ο Γιάννης Καραμπέτσος στην τρομπέτα.

Η Εβδομη Συμφωνία σε λα μείζονα (1811 – ’12) ίσως να μην επέχει περίοπτη όσο άλλες αλλά σίγουρα η θέση της είναι κομβική ανάμεσα στο ανάλογο έργο του Μπετόβεν καθώς βρίσκεται ανάμεσα στους ογκόλιθους της φόρμας, την Πέμπτη και την Έκτη και την κορύφωση της με την Ογδοη και, πάνω από όλα, την Ενάτη (Χορωδιακή ή λεγόμενη κοινώς Συμφωνία Της Χαράς) που δεν είναι απλά το απόλυτο αριστούργημα του συνθέτη και του συμφωνικού είδους αλλά πιθανότατα και το ζενίθ της τέχνης της μουσικής, τουλάχιστον όσον αφορά στην (δυτική) κλασική παράδοση της. Στην Εβδομη πάντως ο μέγιστος συμφωνιστής όλων των εποχών δεν επιχειρεί να κατακτήσει νέες αισθητικές κορυφές αλλά, υπό μιαν έννοια, ελέγχει και επιβεβαιώνει τα δημιουργικά αλλά και εκφραστικά μέσα του πριν κοιτάξει πάλι προς τα άνω, απολαμβάνοντας όμως ίσως, με μιαν άδολη υποσυνείδητη χαρά, το πόσο σωστά και αποτελεσματικά είναι, ειδικά στο υποδειγματικής τελειότητας μα και λαμπερό και για αυτό δικαιολογημένα δημοφιλέστατο δεύτερο μέρος της. Η ελεγειακή διάθεση που χαρακτήριζε τα έργα του της ύστερης περιόδου σε αυτή την περίπτωση απουσιάζει σχεδόν παντελώς, αντίθετα το συγκεκριμένο – ίσως και σαν «αντίδοτο» στο ότι ήδη είχε αρχίσει να υποφέρει από την κώφωση η οποία θα οδηγούσε στην πλήρη απώλεια της ακοής του – αποπνέει αγάπη για την ζωή και βέβαια ακτινοβολεί πραγματική ομορφιά. Ο Μπετόβεν κάνει εδώ αυτό που τελικά μόνον εκείνος ήξερε να κάνει και για αυτό καλύτερα από κάθε άλλον ομότεχνο του, δεν ασχολείται με λεπτομέρειες αλλά χρησιμοποιεί την συμφωνική ορχήστρα σαν ένα όργανο αξιοποιώντας στο έπακρο όχι μόνο τα έγχορδα αλλά και – το στοιχείο το οποίο τον διαφοροποιούσε από όλους τους υπόλοιπους συμφωνιστές, τουλάχιστον της εποχής του – τα πνευστά, έξι διαφορετικά, ξύλινα και χάλκινα, με δύο εκτελεστές/ιες για καθένα τους και με τα δύο τυμπάνια να ωθούν σχεδόν ακατάπαυστα και ακατανίκητα προς τα εμπρός. Το έργο βασίζεται στον όγκο αλλά και τον ηχοχρωματικό πλούτο της ορχήστρας για να εκφράσει τον δυναμισμό που αποτελεί το επίκεντρο του, με πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη των θεμάτων του και σχεδόν αλλεπάλληλες μετατροπίες τους, συνεχή παιχνίδια με τις δυναμικές με «θεαματικά» crescendi και ακαριαία περάσματα από τον σχεδόν ψίθυρο στον βρυχηθμό λεόντων που δεν απειλούν ούτε θέλουν να εκφοβίσουν αλλά απλώς δηλώνουν ήρεμοι και γεμάτη από σίγουρη δύναμη την παρουσία τους, όπως ακριβώς έπραξε και ο ίδιος ο Μπετόβεν με την λόγω σύνθεση του. Αποδόθηκε ιδανικά από την ΚΟΑ, με την απαιτούμενη συνολική ρωμαλεότητα μα και διαύγεια των πνευστών και δικαιολογημένα καταχειροκροτήθηκε, όπως άλλωστε και ολόκληρη η συναυλία η οποία ήταν μια από τις καλύτερες εμφανίσεις της ορχήστρας.

Χωρίς να υποβαθμίζω καθόλου την αξία αλλά και την αισθητική απόλαυση του έργου του Ντμίτρι Σοστακόβιτς (αντίθετα λειτούργησαν συμπληρωματικά ως προς το «κυρίως θέμα») η συναυλία αυτή, όπως βέβαια και εκείνη της ΕΣΟ της ΕΡΤ που είχε προηγηθεί, κατέδειξαν για άλλη μια φορά όχι μόνο την σημασία αλλά και την χρησιμότητα του μπετοβενικού έργου. Ο Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν μουσικά μεν ήταν, αν όχι ο κυριότερος, σίγουρα πάντως ο λαμπρότερος εκπρόσωπος του ρεύματος του ρομαντισμού αλλά ως προσωπικότητα ήταν φορέας το Διαφωτισμού όσο ελάχιστοι άλλοι. Πίστευε ακράδαντα στις αξίες – κατά σειρά σπουδαιότητας – του ανθρωπισμού, της εσώτερης και μόνης αληθινής ελευθερίας, της υψηλής αισθητικής, της προσήλωσης στην προσωπική θεώρηση της ζωής και κοσμοθεωρία καθενός/καθεμίας (για τον ίδιο ήταν το αέναα εξελισσόμενο δημιουργικό όραμα του) ακόμα και στον έρωτα σαν φιλοσοφική δύναμη ζωής και αναγέννησης. Δεν αρκέστηκε όμως σε αυτό αλλά με το αδάμαστο πνεύμα του που δεν υποχωρούσε μπροστά σε κανέναν και τίποτα ο δύσκολος, ιδιότροπος και πολύ μοναχικός επί της ουσίας αυτός άνθρωπος τις υπερασπίστηκε σθεναρά σε όλη του την ζωή, για τον εαυτό του και όλη την ανθρωπότητα. Υπό μιαν έννοια δηλαδή ο Τιτάνας της μουσικής ήταν όντως και ένας Ήρωας, με την πιο ουσιώδη έννοια της λέξης! Τις αξίες αυτές βέβαια δεν τις αποτύπωσε απλά αλλά τις διατράνωσε και τις άφησε ως υποθήκη στην ανθρωπότητα στο έργο του. Για αυτό ακριβώς το τελευταίο, σε μιαν εποχή που τόσα εμποδίζουν και τόσοι/ες προσπαθούν να επιβάλλουν σε όλους και όλες μας τις όποιες θελήσεις τους ώστε να μην βελτιωθούμε, εξελιχθούμε και εντέλει ολοκληρωθούμε ως ανθρώπινα όντα, υπερβαίνει ακόμα και την τεράστια μουσική αξία του και γίνεται κυριολεκτικά ανεκτίμητο.

.
.
thomas daskalakis
|

Δημοφιλή