«Βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας χαρακτηρίζεται ο τουρισμός από πολλούς, που επικαλούνται τη σημαντική συνεισφορά του στο ΑΕΠ της χώρας. Το χαρακτηρισμό αυτόν, παρά την προφανή αντίφαση που φέρει, τον δικαιολογούν και οι προσδοκίες που γεννά κάθε άνοιξη το ξεκίνημα της σαιζόν, αλλά και οι πανηγυρισμοί ή απογοητεύσεις στο τέλος της. Εδώ χρειάζεται να σκεφτούμε κάποια πράγματα:
Ο τουρισμός δεν είναι πανάκεια. Ούτε είναι εύκολο χρήμα μακροπρόθεσμα. Είτε θα πρόκειται για ένα προϊόν αξιοπρεπές που θα διαμορφώσει μια φήμη της χώρας και θα έχει μια διάρκεια, είτε θα είναι μια αρπαχτή που θα δυσφημίσει τη χώρα και θα ξεφουσκώσει. Γι’ αυτό χρειάζεται συνειδητοποίηση από τους πολλούς δραστηριοποιούμενους στον τουρισμό και συλλογικό σχεδιασμό.
Κι αυτό γιατί όταν ο τουρισμός μπαίνει στο επίκεντρο δίχως μέτρο, υπάρχουν παράπλευρες συνέπειες στη χώρα. Η κοινωνία διολισθαίνει σε υπηρέτη του τουρισμού και η οικονομία εξαρτάται από αυτόν, άρα από εξωγενείς παράγοντες. Είναι πρόσφατο το παράδειγμα της πανδημίας, όπου το τουριστικό εισόδημα κατέρρευσε και η Ελλάδα επηρεάστηκε ακριβώς γιατί δεν είχε άλλες σημαντικές πηγές εισοδημάτων.
Ακόμα, η έμφαση στον τουρισμό πέραν ενός αποδεκτού μέτρου, καταλήγει να λειτουργεί σε βάρος της τοπικής κοινωνίας: δεν υπάρχουν ακίνητα προς στέγαση των νέων γιατί κατευθύνονται στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, οπότε ανεβαίνουν οι τιμές των ενοικίων· η τιμές της γης ανεβαίνουν κι αυτές και εμποδίζεται πια ο ντόπιος να βρει χώρο για τη στέγαση της οικίας και της εργασίας του.
Η άνοδος των τιμών της γης καταλήγει στο να μοιραστεί αυτή μεταξύ των μεγάλοεπενδυτών και να καταστήσει την τοπική κοινωνία φιλοξενούμενη στον τόπο της αποκόπτοντάς την από το ρίζωμα στο χώρο.
Και βέβαια, η τουριστική υπερεκμετάλλευση, είναι και εξάντληση των φυσικών πόρων, νερού, ενέργειας, διαχείρισης απορριμμάτων, αποχέτευσης κλπ, τις επιπτώσεις τις οποίες πάλι υφίστανται οι τοπικές κοινωνίες.
Τα παραπάνω έχουν ήδη δημιουργήσει ένα κίνημα πολιτών κατά του υπερτουρισμού σε εμβληματικούς προορισμούς όπως στη Βαρκελώνη, ενώ είναι σίγουρο ότι αυτό θα επεκταθεί κι εδώ ως αντίδραση στην αλόγιστη επέκτασή του.
Παράλληλα, το τουριστικό μοντέλο της χώρας πάσχει, πέραν της υπερεκμετάλλευσης και αλλού: Οι προμήθειές του δε γίνονται από την τοπική παραγωγή στο βαθμό που αυτό θα ήταν εφικτό. Προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το κόστος, γίνονται αθρόες εισαγωγές μέτριας ποιότητας προϊόντων διατροφής, ενώ ο μπουφές δεν προβάλλει την τοπική γαστρονομία, άρα δεν έχομε ούτε ζήτηση τοπικής παραγωγής κρέατος, τυριών κλπ. Καταλήγομε πχ να προσφέρεται βούτυρο εισαγωγής ενώ υπάρχουν αντίστοιχα προϊόντα ντόπια. Και ναι μεν γίνεται μια προσπάθεια να προβληθεί το ελληνικό πρωινό, αλλά αυτή ακόμα δεν έχει αγκαλιάσει την πλειοψηφία των τουριστικών καταλυμάτων.
Θέλουμε λοιπόν λιγότερο τουρισμό σε σχέση με την τωρινή κατάχρηση, και πιο ποιοτικό, δηλαδή αυτόν που θα ενδιαφέρεται για την τοπική ιστορία, κοινωνία, κουλτούρα, λαογραφία, γαστρονομία κλπ. Που θα θελήσει να δει τον τόπο από μέσα κι όχι ως σκηνικό των διακοπών του.
Από την άλλη, αυτό δε σημαίνει απαραίτητα μείωση του τουριστικού προϊόντος. Δίχως να είναι αυτοσκοπός η διατήρησή του σε αυτά τα επίπεδα, η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου μπορεί να οδηγήσει σε αποδεκτά κάθε στιγμή επίπεδα που δε θα υπερβαίνουν το μέτρο που οφείλει να θέσει η κοινωνία στην τουριστική της μεγέθυνση (και όχι ανάπτυξη).
Η επιμήκυνση νοείται ως εξάπλωση της τουριστικής περιόδου σε περισσότερους μήνες, σε περισσότερες περιοχές και σε περισσότερες θεματικές ενότητες. Μπορεί να υπάρχει και το χειμώνα τουρισμός, σε περιοχές που στηρίζουν αντίστοιχες παραστάσεις. Μπορεί να προβληθούν περισσότερες περιοχές που σήμερα δεν αποτελούν προορισμό. Και πρέπει να γίνει άνοιγμα σε είδη τουρισμού πέραν του παραθαλάσσιου μοντέλου, πχ ορειβατικός, συνεδριακός, αναρριχητικός, ορειβατικός, πεζοπορικός, ιατρικός κλπ τουρισμός.
Τέλος, επιστρέφοντας στην αρχική διαπίστωση περί «βαριάς βιομηχανίας», αυτό θα πρέπει να ηχήσει ως προειδοποίηση προς την πολιτεία και την κοινωνία ότι θα πρέπει να άρουμε αυτή την αντίφαση, και να ενισχύσουμε τόσο την πρωτογενή παραγωγή όσο και το δευτερογενή τομέα, τη μεταποίηση. Η γνώση και το ταλέντο περισσεύουν εδώ, το θεσμικό πλαίσιο θα πρέπει να ενθαρρύνει και όχι να τιμωρεί την τοπική παραγωγή.
Άρα, ο ρόλος του κράτους μας, που διαχρονικά εμποδίζει τον πολίτη να δημιουργήσει, πρέπει να αλλάξει προσανατολισμό. Αυτά όμως χρειάζονται ξεχωριστή ανάπτυξη, οπότε ας μείνουμε προς το παρόν της ανάγκη της τουριστικής αποανάπτυξης…