Επίθετα με αρνητικό φορτίο (κλειστός, χαμηλό, άδειες, κούφιος, ανεξήγητα, μαύρες, σπασμένα…),πολλές αρνήσεις με την κυριαρχία του “δεν” και φυσικά ο απαραίτητος Πληθυντικός αριθμός για να δηλώσει την καθολικότητα των εμπειριών και της γενικευμένης άποψης για την Μοίρα της Ελλάδας.
Τοπία, Εικόνες, Σκηνές καθημερινότητας και Βιώματα που πλέκουν τον διαχρονικό ιστό του Ελληνισμού στη διαχρονία του. Τα Ουσιαστικά παρασύρονται κι αυτά από το αρνητικό ρεύμα των άλλων και αποκτούν κι αυτά ένα μυστηριακό χαρακτήρα που στο τέλος προκαλούν το Ερώτημα που εδώ και αιώνες αναζητά μία λογική ερμηνεία, μία πειστική απάντηση.
“Πώς γεννηθήκαν πώς δυναμώσαν τα παιδιά μας;”
Ήταν η βαθιά γνώση του Σεφέρη για τα της Ελλάδας της εποχής του (Πρεσβευτής γαρ…), η αρχαιογνωσία του, η ευαισθησία του, η Ελληνομάθειά του, η παθολογική του αγάπη για την αρχαία Ελλάδα και την Παράδοση, το όραμά του για μία άλλη Ελλάδα; Πολλά τα ερωτήματα και τα διλήμματα, όσα και όλα εκείνα που απογοήτευαν τον Ποιητή.
Ο Σεφέρης, αν και πολιτικό ον, σε αυτό το ποίημα δεν πολιτικολογεί. Βαθιά λυρικός, στοχαστικός, ενίοτε και αισθαντικός, αμφίσημος αλλά και αποκαλυπτικός-ρεαλιστικός εκθέτει με τον δικό του τρόπο όσα τον βασανίζουν ως Έλληνα διαχρονικά.
Ίσως η πρώτη ανάγνωση του ποιήματος να δίνει μία αίσθηση απαισιοδοξίας, ένα ανθρώπινο κλίμα μελαγχολίας και ένα αίσθημα – βίωμα αδιεξόδου για την φθορά και την πτώση του Ελληνισμού. Τα αρνητικά συναισθήματα πλεονάζουν σκιαγραφώντας ένα γκρίζο τοπίο, ακόμη κι εκεί που το φωτεινό μπλε κυριαρχεί. Το κενό, ο αποκλεισμός, η στέρηση (τα πολλά δεν…) και ίσως η βαθιά νοσταλγία μιας άλλης εκδοχής της ζωής και της Ελλάδας φαίνεται να κυριαρχούν απόλυτα, ως εάν η έξοδος από αυτό το γκρίζο τοπίο να συνιστά μία ιστορική χίμαιρα για τη χώρα μας.
«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί»
Ίσως κάποιος άλλος αναγνώστης σε μία άλλη, δεύτερη ανάγνωση, του ποιήματος να ανιχνεύει μία υπόρρητη εξομολόγηση - έναν υπόκωφο μονόλογο, ένα κρυφό παράπονο και γιατί όχι μία καταγγελία ή μία ελπίδα για κάτι ελπιδοφόρο. Κι αυτό γιατί ο ποιητής μέσα από το «μάς φαίνεται παράξενο» υποδηλώνει έναν ανομολόγητο θαυμασμό για τις των Ελλήνων και τις δυνατότητές τους να αντοχές επιβιώσουν μέσα από τις πιο αντίξοες συνθήκες (συμπληγάδες).
Η τραγική μοίρα του Ελληνισμού πληγώνει τον Σεφέρη, αλλά δεν τον απογοητεύει απόλυτα. Μπορεί οι όροι «τραγικός και δραματικός» να είναι ελληνικής έμπνευσης και κατασκευής ή και βίωμα καθαρά ελληνικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως γεννά και την αθεράπευτη μοιρολατρία και κατά συνέπεια την παραίτηση. Πιστεύει ενδόμυχα πως είναι καταστάσεις που μπορούμε ως άτομα και λαός να τις υπερβούμε. Το «πώς» είναι το ζητούμενο και το «πότε».
Για τον ποιητή το ατομικό μετασχηματίζεται σε καθολικό και πανανθρώπινο και για αυτό κυριαρχεί απόλυτα στο ποίημα το α’ Πληθυντικό Πρόσωπο. Η αγωνία, ο πόνος, η μοίρα, το νόημα της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης είναι κοινά βιώματα και ερωτήματα που χιλιάδες χρόνια τώρα βασανίζουν όχι μόνον την ελληνική φιλοσοφία, αλλά και την παγκόσμια σκέψη.
Ο Σεφερικός λόγος με την πολυχρησία και πολυσημία κάποιων συμβόλων του (συμπληγάδες, πέτρες, θάλασσα, άγαλμα…) υποδηλώνει το βάρος της παράδοσής μας στη μνήμη μας, ατομική και συλλογική. Το Ιδεώδες για τον Σεφέρη είναι το μεγάλο ζητούμενο. Μόνο που αυτό δεν περιγράφεται εύκολα, αλλά και δύσκολα πραγματώνεται γι αυτό και το αίσθημα της αέναης στέρησης που συνοδεύει την ποίησή του.
Μπορεί η Ελλάδα να τον “πληγώνει” τον Ποιητή, αλλά δεν παύει να σαλπίζει με τον πιο ηχηρό και εμφαντικό τρόπο ένα μήνυμα ελπίδας, αγώνα και προσπάθειας για κάτι υπερβατικό.
«Λίγο ακόμα να σηκωθούμε ψηλότερα»
Ωστόσο ο Σεφέρης για αυτήν την υπέρβαση, ατομική και εθνική, θέτει μία προϋπόθεση: Να σκοτώσουμε το Τέρας με ό,τι αυτό υποδηλώνει:
«Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε».