Ο Τραμπ και η τεχνο-ολιγαρχία

Η μαζική προσχώρηση του κόσμου της τεχνολογίας προδιαγράφει μία άλλη εκδοχή καπιταλισμού που τείνει να συνδεθεί με τον Τραμπισμό 2.0. Οι καιροί αλλάζουν...
Στιγμιότυπο από την ορκωμοσία του Τραμπ μεταξύ των καλεσμένων ήταν οι Mark Zuckerberg, Jeff Bezos, Sundar Pichai και Elon Musk.
Στιγμιότυπο από την ορκωμοσία του Τραμπ μεταξύ των καλεσμένων ήταν οι Mark Zuckerberg, Jeff Bezos, Sundar Pichai και Elon Musk.
via Associated Press

Η παρουσία στην ορκωμοσία του Τραμπ των μεγάλων ονομάτων της υψηλής τεχνολογίας –με τον Τζέφ Μπέζος της Amazon, τον Μάρκ Ζάκερμπεργκ της Facebook/Meta, και τους διευθύνοντες συμβούλους της Google/Alphabet και της Apple, Σουντάρ Πιτσάι και Τιμ Κούκ να κάνουν την μεγαλύτερη αίσθηση– συζητήθηκε εκτενώς στα ΜΜΕ και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.

Πολύ πιο μαζική ήταν η παρουσία του κόσμου της υψηλής τεχνολογίας στα πάρτι που οργανώθηκαν στην Ουάσιγκτον προς τιμήν του νέου προέδρου. Μερικά, μάλιστα, διοργανώθηκαν από την X, την Uber, ή τον στενό σύμβουλο των Τραμπ/Βανς Πήτερ Θηλ και έγιναν σημείο αναφοράς για τον χώρο της καινοτομίας, των κρυπτονομισμάτων και των επενδυτικών σχημάτων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο.

Η παρουσία τους ήταν τόσο βαρύνουσα ώστε ορισμένοι, όπως ο Σιγιάμ Σανκάρ, διευθύνων σύμβουλος της Παλάντιρ, ενός άλλου εταιρικού κολοσσού που δραστηριοποιείται στην ανάλυση μεταδεδομένων και είναι προνομιακός εργολήπτης του αμερικανικού κράτους και του στρατού, να κάνει λόγο ακόμα και για την διαμόρφωση μιας ”τεχνολογικής δεξιάς”. Πρόκειται για μια αξιοσημείωτη διαφορά της δεύτερης θητείας του Τραμπ από την πρώτη. Το μπλοκ της διακυβέρνησής που σχηματίζεται είναι λιγότερο πρόχειρο και δεν έχει τα αυτοσχεδιαστικά χαρακτηριστικά που είχε την πρώτη φορά.

Κι αν το περίφημο “Project 2025″ του Heritage Foundation, προσφέρει έναν συστηματικό οδηγό χάρτη για το πώς ο Τραμπισμός θα ελέγξει το βαθύ κράτος (τους περίφημου ”αρμούς της εξουσίας”). Η μαζική προσχώρηση του κόσμου της τεχνολογίας προδιαγράφει μία άλλη εκδοχή καπιταλισμού που τείνει να συνδεθεί με τον Τραμπισμό 2.0.

Και όχι, δεν έχει να κάνει καθόλου με τον λαϊκισμό της συνιστώσας του MAGA, που έλκει την δυναμική του από τα κατώτερα στρώματα και τις μεσαίες τάξεις, τον ”καθημερινό Τζο” (average Joe) της αμερικανικής κοινωνίας που έδωσε στον Τραμπ αυτήν την χαρακτηριστική ορμή που του επέτρεψε να αλώσει (παραλίγο και κυριολεκτικά στις 6 Ιανουαρίου 2021) την Ουάσιγκτον.

Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Θυμάται κάνεις την σκληρή αντιπαράθεση του Τραμπ με τον Μάρκ Ζάκερμπεργκ το 2020, που κατέληξε στην... διαγραφή του πρώτου από το Facebook. Και παλαιότερα, μπορεί να ανακαλέσει κάνεις την εχθρότητα με την οποία ο Τραμπ της πρώτης θητείας, αντιμετώπιζε την Σίλικον Βάλεϊ, όταν την θεωρούσε μία από την συστημική κοιτίδα της woke ατζέντας μαζί με το Χόλυγουντ, ή την αποστροφή του για τον κόσμο των κρυπτονομισμάτων.

Μέσα στην θητεία του Μπάιντεν όμως η σχέση μεταξύ του Τραμπ και του τεχνολογικού κεφαλαίου επαναπροσδιορίστηκε ριζικά. Δεν είναι μόνον ότι ο ίδιος ο Τραμπ προέβη σε αυτές τις θεαματικές στροφές των 180ο που συνηθίζει. Είναι ότι και το ίδιο το τεχνολογικό κεφάλαιο, μια πτέρυγά του τουλάχιστον, αλλάζει πολιτικούς προσανατολισμούς και χαρακτήρα.

Σημαντικό ρόλο ως προς το τελευταίο διαδραμάτισε η πολιτική του ίδιου του Μπάιντεν, και των Δημοκρατικών που προέβησαν σε μια σειρά κινήσεων οι οποίες αποσκοπούσαν να αντιμετωπίσουν την υπό διαμόρφωση ολιγαρχία, για την οποία εξ άλλου προειδοποίησε και στην τελευταία του ομιλία.

Έτσι, ο απερχόμενος πρόεδρος αποπειράθηκε να ελέγξει τα ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά του τεχνολογικού κεφαλαίου –επί θητείας του, για παράδειγμα, παραπέμφθηκε η Google βάσει του αντιμονοπωλιακού νόμου και επιχειρήθηκε ο κατακερματισμός του. Με την περίφημη εκτελεστική διαταγή για την τεχνητή νοημοσύνη που λίγες μέρες πριν ακύρωσε ο Τραμπ, επιδιώχθηκε η εισαγωγή πολιτικών ελέγχου και δεοντολογίας στην ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, αντίστοιχων αν και ηπιότερων με την ευρωπαϊκή ΑΙ ACT.

(εδώ υπάρχει και ένα παράδοξο· συνήθως οι εκκλήσεις αλλά και τα μέτρα για τον δημοκρατικό έλεγχο της ΤΝ, την κατίσχυση κανόνων βιοηθικής και δεοντολογίας –όλη αυτή η πίεση για την «ευθυγράμμισή» της με τις ανθρώπινες αξίες, και τον ανθρωποκεντρικό της χαρακτήρα– η οποία αποτελεί αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη ανταπόκρισης σ’ ένα ευρύτερο αίτημα για τον κοινωνικό έλεγχο της τεχνολογίας, εμφανίζεται να διαπλέκεται έντονα με την woke ατζέντα. Που καλεί, για παράδειγμα, στο φιλτράρισμα των δεδομένων έτσι ώστε τα μοντέλα ΤΝ να εκπαιδεύονται στην «απολεύκανση», στον πολυπολιτισμό, να ενσωματώνουν σαν αξία την αποδόμηση του δυτικού πολιτισμού κ.ο.κ. Έτσι, ίσως, να εξηγείται και η ανοχή που επιδεικνύει το τεχνολογικό κεφάλαιο στην antiwoke ατζέντα του νυν Αμερικάνου προέδρου, από εκεί που άλλοτε αποτελούσε έναν από τους κατ’ εξοχήν χώρους όπου η ιδεολογία της αφύπνισης κυριαρχούσε. Αυτή όμως η παράμετρος θέλει περισσότερο ανάλυση και θα επανέλθουμε στο μέλλον).

Ταυτόχρονα ο Μπάιντεν, αποπειράθηκε μέσω της φορολογίας να ελέγξει τον ιλιγγιώδη πλουτισμό των βαρόνων της τεχνολογίας –και σε αυτό, μπορούμε να πούμε πως απέτυχε οικτρά καθώς τα υπερκέρδη τους κατά την θητεία του ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Θέλησε δε να δώσει με τα θηριώδη μεταπανδημικά πακέτα ανασυγκρότησης μια αύρα new deal αναδιανομής στην πολιτική του. Δεν είναι ότι επιδίωξε να καθηλώσει το τεχνολογικό κεφάλαιο με αυτά. Η επένδυση, για παράδειγμα, 500 δισ. για την δημιουργία υποδομών υψηλής τεχνολογίας στο Τέξας, το πρόγραμμα Stargate που θα τρέξουν από κοινού οι SoftBank, OpenAI, Oracle, και MGX Oracle, για την δημιουργία μεγα-data centers και την ενεργειακή τους κάλυψη, σχεδιάστηκε από την προηγούμενη Προεδρία.

Απλώς οι Δημοκρατικοί, χρησιμοποίησαν αυτήν την τεράστια μόχλευση των τρισεκατομμυρίων για να επαναφέρουν την πρωτοβουλία των κινήσεων στα χέρια τους κράτους, και να αποτρέψουν την υπερσυγκέντρωση ταυτόχρονα της πολιτικής και της οικονομικής εξουσίας στα χέρια της τεχνο-ολιγαρχίας. Από την σκοπιά της ταξικής ανάλυσης, θα λέγαμε ότι ήταν μια αντιπαράθεση για την εξουσία, ανάμεσα σε πόλους της γραφειοκρατίας και των διανοουμένων –το σύμπλεγμα της εξουσίας των δημοκρατικών που περιλαμβάνει και το ευρύτερο οικοσύστημα των ΜΚΟ, των πανεπιστημίων, το «ανθρωπιστικό κεφάλαιο» των Ιδρυμάτων τύπου Σόρος ή μερίδες του παραδοσιακού Τύπου– με την ολιγαρχία του τεχνολογικού κεφαλαίου. .

Μια αντιπαράθεση την έκβαση της οποίας γνωρίζουμε ήδη από την επικράτηση της υποψηφιότητας της Χάρις –η οποία είναι μια πολιτική φιγούρα κατ’ εξοχήν συνδεδεμένη με την Σίλικον Βάλεϊ– στους Δημοκρατικούς, που έτσι προσπάθησαν να πάρουν τις αποστάσεις τους από την πολιτική του Μπάιντεν. Αλλά κυρίως φαίνεται από την ανάδειξη ανθρώπων της τεχνο-ολιγαρχίας σε σημαίνοντες ρόλους της 2ης θητείας Τραμπ, όπως ο Ίλον Μασκ ή ο Ντέιβιντ Σάκς, Κυρίως, όμως, φαίνεται από την μεταστροφή του Μαρκ Ζάκενμπεργκ, και από την αλλαγή στάσης του Σαμ Άλτμαν, του διευθύνοντος συμβούλου της Open ΑΙ (Chat Gtp), η οποία ελέγχεται από την κατ’ εξοχήν συνδεδεμένη με τους Δημοκρατικούς Microsoft. Που άλλοτε τους χρηματοδοτούσε, αλλά που εσχάτως μεταστράφηκε υπέρ του Τραμπ, και μάλιστα ήλθε σε αντιπαράθεση με το Δημοκρατικό Κόμμα για τις χορηγίες του προς την υποψηφιότητά του. Ο Άλτμαν, διόλου τυχαία, βρέθηκε δίπλα στον Τραμπ στις πρώτες μέρες της δεύτερης θητείας του, καθώς είναι η Open AI που θα ευεργετηθεί από το Star Gate, την επένδυση μισού τρισ.$ για τις υποδομές της υψηλής τεχνολογίας που θα γίνει στο Τέξας.

Ωστόσο, αυτή η φαινομενικά μόνο ανοίκεια σύμπλευση του Τραμπ με το τεχνολογικό κεφάλαιο δεν συμβαίνει μόνον εξαιτίας της ανάγκης που έχει το τελευταίο να αποστασιοποιηθεί από τους δημοκρατικούς εξαιτίας των επιλογών που έκανε η κυβέρνηση Μπάιντεν. Είναι και ότι οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, έχουν μεταβάλει από πολλές απόψεις τον χαρακτήρα και τους προσανατολισμούς του κεφαλαίου αυτού, μακριά από το μοντέλο της ανοιχτής, συμπεριληπτικής και υπερφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Είναι για παράδειγμα οι τεράστιες ενεργειακές ανάγκες της Τεχνητής Νοημοσύνης, που δεν είναι πια καθόλου «πράσινη» και «αειφορική». Η σημασία της, τόσο ως προς την εσωτερική πάλη για την επικράτηση που λαμβάνει χώρα και μέσα στον τεχνολογικό κλάδο αλλά και στην ευρύτερη οικονομία, ακόμα, η ευρύτερη πολιτική και κοινωνική ισχύ που απελευθερώνει, την αναδεικνύει σε υπέρτατο κριτή του ανταγωνισμού. Κι έτσι, διαμορφώνεται το πλαίσιο για να υπάρξει μια προσέγγιση ανάμεσα στους ολιγάρχες της υψηλής τεχνολογίας, και τα τραστ της ενέργειας, κυρίως των ορυκτών καυσίμων και των πυρηνικών. Δεν είναι τυχαίο ότι, εσχάτως η αναζήτηση του βέλτιστου ενεργειακού σχήματος για τα μεγα-data centers, προσανατολίζεται προς τους αρθρωτούς πυρηνικούς αντιδραστήρες.

Και βέβαια, υπάρχει ο στρατός. Αν κάτι ξεχνούν όσοι σπεύδουν να εξηγήσουν ότι το πλεονέκτημα των ΗΠΑ στις υψηλές τεχνολογίες έναντι της Ευρώπης οφείλεται αποκλειστικά στην εταιριοκρατία των πρώτων, και την υπαρκτή τάση της δεύτερης να καταπιέζει τον ελεύθερο ανταγωνισμό με μια ασφυκτική νομοθεσία, ξεχνούν πως ήταν το στρατιωτικο-τεχνολογικό σύμπλεγμα που τις γέννησε μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο. Και ότι αν οι ΗΠΑ υπερτερούν και η ΕΕ υστερεί, είναι διότι οι πρώτοι έχουν τον μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο ενώ η δεύτερη έχει αφήσει την δική της στρατιωτική δυνατότητα να μαραζώσει, σε σημείο ώστε σήμερα να απειλείται η αυτοδυναμία της.

Έτσι λοιπόν, σήμερα, μέσα στα πεδία των μαχών –της Ουκρανίας, πρωτίστως, αλλά και την αντιπαράθεση του Ισραήλ με τον λεγόμενο «άξονα της Αντίστασης» αναδεικνύεται μια νέα μορφή πολέμου υπερτεχνολογικοποιημένου, πληροφορικοποιημένου, όπου αναδεικνύεται όχι η υποκατάσταση του ανθρώπου από τις μηχανές, αλλά η σύμφυσή τους σε κοινές πλατφόρμες. Τα μη επανδρωμένα οχήματα σε αέρα, θάλασσα και στεριά, οι υπερεξελιγμένες τεχνικές επιτήρησης/παρακολούθησης, οι εφαρμογές ΤΝ που προσφέρουν εκτίμηση κινδύνου/εκτίμηση της κατάστασης, έγκαιρη προειδοποίηση, βέλτιστη επιλογή στόχων και στόχευσης κ.ο.κ. συγκροτούν ένα νέο πλαίσιο ανάπτυξης των τεχνολογιών αυτών. Που ξεπερνά κατά πολύ σε σημασία την ανάλυση και την κατεύθυνση των καταναλωτικών προτιμήσεων, ή άλλες εφαρμογές της ΤΝ στο μάρκετινγκ που κυριαρχούσαν μέχρι πρότινος.

Τα αλλεπάλληλα πακέτα βοήθειας των δισεκατομμυρίων, εξ άλλου, με τα οποία η αμερικανική κυβέρνηση χρηματοδοτεί την πολεμική βιομηχανία ώστε να τροφοδοτεί την Ουκρανία ή το Ισραήλ, δημιουργούν ένα περιβάλλον επάρκειας κεφαλαίων που επιτρέπει εκ νέου την γιγάντωση της έρευνας και της ανάπτυξης (R&D) της στρατιωτικής τεχνολογίας. Ενδεχομένως, λοιπόν, αυτή η ανάδυση της «τεχνολογικής δεξιάς» να έχει συστημικές και όχι μόνον ευκαιριακές διαστάσεις. Και ήδη οι προσανατολισμοί του τεχνολογικού κεφαλαίου τείνουν να απομακρύνονται από το υπόδειγμα της ανοιχτής, υπερφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης με το οποίο έχουν συνδεθεί κατ’ εξοχήν οι Δημοκρατικοί.

Και υπάρχει, βέβαια, και η διάσταση της προσαρμοστικότητας. Το νέο διεθνές περιβάλλον είναι ένα περιβάλλον πολυκρίσεων, μακριά από την αμεριμνησία της παγκοσμιοποίησης. Οι γεωπολιτικές συγκρούσεις και η κλιματική αλλαγή σκοτεινιάζουν τον ορίζοντα, κυρίως κλονίζουν την καταναλωτική πίστη, συνακολούθως την πίστη ότι το καταναλωτικό μοντέλο θα επεκτείνεται εσαεί. Σε όλο αυτό το οικοσύστημα των βαρόνων της υψηλής τεχνολογίας κυριαρχεί η αίσθηση του προκατακλυσμιαίου, τα αποκαλυψιακά οράματα, ο μεσσιανικός ιδεασμός μιας επερχόμενης συντέλειας.

Την ίδια στιγμή, ο ξέφρενος πλουτισμός τους, που έχει σπάσει κάθε ρεκόρ και έχει εκτοξεύσει τις ανισότητες σε εντάσεις που παραπέμπουν όχι σε κάποια «χρυσή εποχή» αλλά στην λεγόμενη «επίχρυση», των ΗΠΑ των τελών του 19ου αιώνα όπου και κυριαρχούσε η ανομία ενός αχαλίνωτου καπιταλισμού, συγκεντρώνει την μήνιν του ίδιου του «καθημερινού Τζο». Με τον οποίον στις τελευταίες εκλογές μπορεί να ψήφισαν τον ίδιο πρόεδρο (σε ένα ταξικό έκτρωμα για το οποίο ευθύνεται κυρίως η Woke ατζέντα, που αποψίλωσε τους Δημοκρατικούς από κάθε λαϊκή βάση), ωστόσο δεν έχουν καθόλου κοινή προοπτική: σύμφωνα με το Pew Research Center, ένα 66% των Αμερικάνων εμφανώς σοκαρισμένοι από την εκτόξευση των ανισοτήτων, επιθυμούν θεμελιώδεις ή ριζικές αλλαγές στο μοντέλο· αυτό δεν συνεπάγεται σοσιαλισμό ή κατ’ ανάγκην στήριξη στους Δημοκρατικούς, αλλά υποστήριξη συγκεκριμένων πολιτικών εναντίον αυτού του υπερπλούσιου 1% που γεμίζει ανασφάλεια την τεχνο-ολιγαρχία. Όσο πιο δυσθεώρητος είναι ο πλούτος της, τόσο πιο πολύ αγχώνεται για τις τύχες του.

Γι’ αυτό επιλέγει τον Τραμπ, πιστεύοντας ότι βρίσκεται πιο κοντά στις δικές τους προτιμήσεις για έναν καπιταλισμό περισσότερο χειραφετημένο, ασύδοτο και αρπακτικό. Ταυτόχρονα, όμως είναι και ότι μέσα στην εποχή της γεωπολιτικής πολυπολικότητας, όπου η περιβαλλοντική κρίση δημιουργεί αμφιβολίες για το αιώνιο της αφθονίας, μπορεί να ετοιμάζεται να απεκδυθεί της πολιτισμικής ελευθεριότητας, και της οικουμενικής και πολυπολιτισμικής ιδεολογίας με την οποία συνδέθηκε τα τελευταία 40-50 χρόνια –περίπου, στρεφόμενος προς αυταρχικότερες επιλογές, ή επιστρέφοντας στην λογική της εδαφικής επέκτασης.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η σύμπλευση του Τραμπ με την τεχνολογική ολιγαρχία είναι κάτι παραπάνω από ευκαιριακή και εκφράζει βαθύτερες αλλαγές που συντελούνται στις μέρες μας. Ακόμα και αν λόγω της εκρηκτικότητας των χαρακτήρων που εμπλέκονται και της μουσολινικής τους ιδιοσυγκρασίας (χαρακτηριστική ως προς αυτό η έκρηξη του Μασκ για την στήριξη Τραμπ στην επένδυση που ευνοεί την Open AI του ανταγωνιστή, αντίδικου αλλά και αντίζηλού του Σαμ Άλτμαν) δεν μακροημερεύσει.

Δημοφιλή