Ο τραμπισμός ως πολιτικό κεφάλαιο και η ιδεολογική μεταστροφή της αμερικανικής Δεξιάς

Εν τω μεταξύ οι Δημοκρατικοί αρνούνται πεισματικά να επιδείξουν έστω και στοιχειώδη διάθεση αυτοκριτικής.
Υποστηριχτές του Τραμπ
Υποστηριχτές του Τραμπ
via Associated Press

Του Παναγιώτη Παναγιωτόπουλου, υποψήφιου διδάκτωρα στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς – Η ανάλυση περιλαβάνεται στο 21ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ που θα δημοσιευθεί την Παρασκευή 24/7/2024 στο www.enainstitute.org

Το επιχείρημα του Προέδρου Μπάιντεν ότι μόνο οι ελίτ και οι πολιτικοί βαρόνοι που εδρεύουν εντός των Δημοκρατικών επιθυμούσαν την απόσυρσή του από την κούρσα για την προεδρία καταρρίπτεται πανηγυρικά. Ο Μπάιντεν φαίνεται πως είχε χάσει παντελώς το όποιο έρεισμα είχε στις κοινωνικές ομάδες που τον ανέδειξαν σε 46ο πρόεδρο των ΗΠΑ. Τα τελευταία δημοσκοπικά ευρήματα αποκάλυψαν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Δημοκρατικών (σχεδόν τα δύο τρίτα) υποστηρίζει σθεναρά την άποψη πως έπρεπε να αποσυρθεί η υποψηφιότητά του και να αναδειχθεί στο προσκήνιο μια νέα υποψηφιότητα.

Αξίζει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι η νυν αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις, παρότι φαίνεται να αποκτά ισχυρό προβάδισμα στο παιχνίδι του χρίσματος, ενδεχομένως να αποτελεί επιλογή υψηλού πολιτικού ρίσκου, καθώς τα ποσοστά δημοφιλίας της βρίσκονται σε παρόμοια χαμηλά επίπεδα με αυτά του πολιτικού της προϊσταμένου.

Ο Μπάιντεν απομακρύνθηκε από τους συμβούλους στρατηγικής του και από τα επαγγελματικά στελέχη της εκστρατείας του και εγκλωβίστηκε στον στενό κύκλο των συγγενών του, που αποτελείται κυρίως από τη σύζυγο και τον γιο του. Το μείζον πολιτικό ζήτημα που προέκυψε από την προβληματική αυτή κατάσταση δεν είναι ότι ο Μπάιντεν συμβουλευόταν περισσότερο την οικογένειά του, αλλά ότι αποκόπηκε από την πολιτική πραγματικότητα, μη έχοντας τη δυνατότητα να επηρεάσει κομβικά τις συνθήκες που θα κρίνουν το αποτέλεσμα των εκλογών. Γι’ αυτό και η παρέμβαση μεγάλης μερίδας επιφανών στελεχών του Δημοκρατικού Κόμματος αποτέλεσε κίνηση υψηλής συμβολικής αξίας και σημασίας.

Όπως προκύπτει από τα λεγόμενα του γερουσιαστή Μάικλ Μπένετ και της πρώην προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι, οι κύριες ανησυχίες των Δημοκρατικών συνίσταντο στο ότι, εάν παρέμενε ο Μπάιντεν επικεφαλής, εκτός από τις προεδρικές εκλογές, θα τίθεντο σε κίνδυνο και οι εκλογές για το Κογκρέσο που ακολουθούν. Γεγονός καθοριστικής σημασίας, εφόσον, σε περίπτωση που ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικάνους και η προεδρία και το Κογκρέσο, η πορεία προς τον αυταρχισμό και η ροπή στο λαϊκισμό δύσκολα αντιστρέφεται.

Ακόμα όμως και υπό αυτές τις συνθήκες, οι Δημοκρατικοί αρνούνται πεισματικά να επιδείξουν έστω και στοιχειώδη διάθεση αυτοκριτικής, να αναγνωρίσουν, σε πρώτο βαθμό, και να επιλύσουν, σε δεύτερο, τις δομικές αδυναμίες και τις παθογένειες που ταλανίζουν την αμερικανική κοινωνία. Το κατεστημένο των Δημοκρατικών που κυβέρνησε τα τελευταία τέσσερα σχεδόν χρόνια περιόρισε τη ρητορική του στο γιατί μια ενδεχόμενη επικράτηση Τραμπ θα είναι καταστροφική και δεν προσπάθησε να πείσει για τη δική του αποτελεσματικότητα. Οι Δημοκρατικοί εγκλωβίστηκαν στην πολιτική της άνευ όρων υπεράσπισης της woke ατζέντας, χάνοντας την επαφή με τα προβλήματα του «μέσου Αμερικανού». Εκεί ακριβώς είναι που οι Ρεπουμπλικάνοι στόχευσαν και επικέντρωσαν τον επιχειρησιακό τους σχεδιασμό αλλά και όλη τη στρατηγική τους επικοινωνία.

Οι Δημοκρατικοί αρκέστηκαν στο να ερμηνεύσουν τον τραμπισμό ως ένα πολιτικοκοινωνικό αίτημα των καιρών που εξέφραζε μια συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού με πανομοιότυπα χαρακτηριστικά και ιδιοσυγκρασία, όπως η οργή για τους μετανάστες, η τιμωρητική διάθεση για το πολιτικό σύστημα και η έντονη αμφισβήτηση των θεσμών. Αυτό εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από το ότι στις τελευταίες προεδρικές εκλογές η πληθυσμιακή ομάδα των πολιτών χωρίς πανεπιστημιακό τίτλο σπουδών αποτέλεσε τη μαζικότερη δεξαμενή ψήφων για τους Ρεπουμπλικάνους.

Οι Δημοκρατικοί δεν κατάφεραν να συνειδητοποιήσουν εγκαίρως ότι ο Τραμπ αλλάζει όλο τον πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό των Ρεπουμπλικάνων, με τον τραμπισμό ως πολιτικό ρεύμα να αποκτά πλέον χαρακτηριστικά κανονικότητας. Μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί η επιλογή του Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς ως αντιπροέδρου του Τραμπ. Από τη μια, ο Τραμπ θα επιδίδεται ανενόχλητος στα κηρύγματα μίσους του, θα στοχοποιεί με χυδαίο τρόπο τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Αμερικής, θα ακυρώνει συμφωνίες ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και θα φορολογεί λιγότερο εκείνους που βγάζουν περισσότερα. Από την άλλη, ο αντιπρόεδρος Βανς θα ασχολείται αποκλειστικά με το πώς θα αναβαθμιστεί η ζωή του «μέσου Αμερικανού».

Γι’ αυτό άλλωστε συστήθηκε στο ευρύ κοινό ως άνθρωπος προερχόμενος από τη μεσαία τάξη, με σκοπό να αγωνιστεί για τη μεσαία τάξη και όχι για τις ελίτ. Πρακτικά, η μετατόπιση της αμερικανικής Δεξιάς δεν θα ήταν εφικτή χωρίς τον ιδεολογικά άρτια δομημένο πολιτικό λόγο του Βανς. Περνάμε από ένα τυπικό παράδειγμα λαϊκιστή –στα όρια του επικίνδυνου– πολιτικού, με αντιεπιστημονικό λόγο και με μόνιμη διάθεση πυροδότησης του κοινωνικού διχασμού και των πολιτικών τόνων, σε ένα πρότυπο νεοδεξιού πολιτικού που συνδυάζει στοιχεία διανοουμένου και ακτιβιστή. Πρακτικά, ο Βανς θα μπορούσε να υπερασπιστεί την αντι-woke ατζέντα και ταυτόχρονα να διατυπώσει ένα ρεαλιστικό και επαρκώς τεκμηριωμένο πρόγραμμα για τον περιορισμό των ανισοτήτων. Κάτι το οποίο οι Δημοκρατικοί, ακόμα και τώρα, δεν κάνουν.

Εάν οι Δημοκρατικοί χάσουν τις εκλογές, η βασική αιτία θα συνίσταται στο ότι έχασαν την επαφή τους με την κοινωνία (κάτι το οποίο είχε αρχίσει να γίνεται από το 2016 με την έλευση της Χίλαρι Κλίντον). Η μεγαλύτερη πολιτική επιτυχία του Ομπάμα ήταν πως ασχολήθηκε με τους λιγότερο προνομιούχους. Το Obamacare, το πρόγραμμα που εξασφάλισε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε ανθρώπους που μέχρι τότε δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν οικονομικά την πρόσβασή τους στις υπηρεσίες υγείας, ίσως αποτελεί το πιο τρανό παράδειγμα της παραπάνω επιχειρηματολογίας.

Το διαχρονικό δόγμα των Δημοκρατικών αποβλέπει σε συνεχή οικονομική ανάπτυξη και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, που αποτυπώνεται στο γεγονός πως από το 1933 έως το 2020 η οικονομία αναπτύχθηκε με μέσο ρυθμό 4,6% ετησίως, κατά τη θητεία Δημοκρατικών Προέδρων σε αντίθεση με το σχεδόν υποδιπλάσιο 2.6%, υπό τη θητεία Ρεπουμπλικανών αντίστοιχα. Η προεδρία Μπάιντεν ναι μεν έμεινε πιστή στην υιοθέτηση του πολιτικοοικονομικού αυτού δόγματος, αλλά η αύξηση του ΑΕΠ επιτεύχθηκε με πολλές στρεβλώσεις, που είχαν άμεσο κοινωνικό αντίκτυπο. Πιο συγκεκριμένα, τα αμερικανικά νοικοκυριά απόλαυσαν σχετικά ικανοποιητικές αυξήσεις του εισοδήματος και του πλούτου τους, αλλά τα εισοδηματικά κέρδη ήταν μεγαλύτερα για τα νοικοκυριά με υψηλά εισοδήματα. Αντίστοιχα, παρότι τα εισοδήματα των λευκών νοικοκυριών αυξήθηκαν, εκείνα των Αφροαμερικανών και των ισπανόφωνων νοικοκυριών κατέγραψαν οριακή πτώση. Πρακτικά, τα νοικοκυριά που ανήκουν στα μεσαία και υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια έγιναν πιο πλούσια, ενώ, αντίθετα, τα νοικοκυριά που βρίσκονται στα χαμηλότερα στρώματα έγιναν πιο φτωχά.

Γι’ αυτό και οι πολιτικές που στοχεύουν στη μείωση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων βρίσκονται στον πυρήνα της πολιτικής των Ρεπουμπλικάνων.

Παράλληλα βέβαια, οι παραπάνω πολιτικές συνυπάρχουν με άλλες που αφορούν την επαναστελέχωση του ομοσπονδιακού εργατικού δυναμικού, ώστε, αντί για δημόσιους υπαλλήλους θεσμικά κατοχυρωμένους, να προκρίνονται πιστοί οπαδοί του Τραμπ, ή με ρυθμίσεις που στοχεύουν στην περικοπή ομοσπονδιακών προγραμμάτων δημόσιας εκπαίδευσης που απευθύνονται σε πολίτες των χαμηλότερων εισοδημάτων.

Άλλες βασικές πολιτικές δεσμεύσεις των Ρεπουμπλικάνων είναι η άμεση αναστολή της εφαρμογής μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η καταστολή –ή ακόμα και η απαγόρευση (σε συγκεκριμένες περιπτώσεις)– της μετανάστευσης.

Οι Δημοκρατικοί όφειλαν να αντιδράσουν – και το έπραξαν. Η αντικατάσταση της υποψηφιότητας Μπάιντεν και η πρόκριση ενός νέου (ή μιας νέας) υποψηφίου που θα συγκεντρώνει τα απαραίτητα ποιοτικά χαρακτηριστικά αποτελεί μονόδρομο για να ανατραπούν τα δεδομένα, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί μέχρι στιγμής.

Δημοφιλή