Όπως κάθε φορά, διπλοτσεκάρισε το σκουρόχρωμο και φαρδύ μακρυμάνικο πουκάμισο, ήθελε να κρύβει τις τούφες από αμέτρητες τρίχες που έκρυβαν τα μπράτσα και το κορμί του. Έπειτα έτρεξε και πήρε θέση μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη. Και πάλι έκανε έλεγχο στα φρύδια, χαλάρωσε τη ζώνη από τη μέση, τακτοποίησε τα ψεύτικα μαλλιά, ειδικά εκεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού, εκεί όπου έκρυβε το μεγάλο μυστικό του.
Ήταν έτοιμος πια για να αφήσει την ασφάλεια του σπιτιού του, να ξεπορτίσει για μια τελευταία, αληθινά τελευταία, ευκαιρία.
Έψαχνε κάτι να τον πείσει, ότι αξίζει να είναι διαφορετικός, ότι αξίζει να μην κάνει κακό στο σώμα του, για να είναι ίδιος με το κυρίαρχο είδος.
Είναι κομμάτι δύσκολο μια ζωή να κρύβεσαι, να περπατάς στα δυο πόδια, να μην έχεις ουρά και να μοιάζεις με άνθρωπο. Να καταφέρνεις να ξεγελάς, όμως να έχεις την ικανότητα να βλέπεις πιο πολλά και μέσα σου να νιώθεις τόσο μα τόσο διαφορετικός.
Παιδί ενός απαγορευμένου έρωτα, ενός τριμμάτη και μια αναράας, βρέθηκε να παλεύει μέσα σε ανθρώπινες κοινωνίες, να κρύβεται μετρώντας τα βήματα του. Όμως μέσα του, κάθε μα κάθε φορά, να απορεί και να φοβάται τους ανθρώπους και τα χαΐρια τους.
Η ιστορία του είναι μυστική κι όταν κάποιες στιγμές, είναι αλήθεια λιγοστές, θέλησε να πει μια κουβέντα για το παρελθόν και τους γονείς του, να ξελαφρώσει από τους καημούς του, τότε οι άνθρωποι χασκογελούσαν, δεν πίστευαν λέξη από τα λόγια του και τον έλεγαν κακομοίρη παραμυθά.
Διπλοκλείδωσε την ξωπορτιά κι ακόμα μια φορά ένιωσε το τρίτο μάτι να τσεκάρει έναν περαστικό πιθανό κίνδυνο. Μα ναι, είναι αλήθεια πως παρέλειψα να γράψω για το μεγάλο τρίτο μάτι, εκείνο που είχε στην πίσω πλευρά του κεφαλιού που μάλιστα δεν είχε τσίνορα κι έτσι μπορούσε κάθε στιγμή να βλέπει οτιδήποτε γινόταν πίσω από την πλάτη του!
Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή. Ήταν πολλές δεκαετίες πίσω, όταν ένα τσούρμο από αλλόκοτα πλάσματα έκαναν τη συνηθισμένη επιδρομή τους στο Νότιο άκρο της Καρπάθου. Εκεί που σήμερα βρίσκεται το αεροδρόμιο του νησιού και ακούει στο όνομα Αφιάρτης, μια παραφορά του μυθικού γίγαντα Εφιάλτη, που τα παλιά χρόνια έμενε εκεί.
Σε κείνες τις παραλίες συχνά-πυκνά σεργιάνιζαν πειρατές, κάποιοι από αυτούς τρομοκρατούσαν άγρια τους κατοίκους με τη βιαιότητα τους.
Οι φοβισμένοι ντόπιοι λοιπόν, έλεγαν πως δεν ήταν άνθρωποι, πως ήταν αλλόκοτα πλάσματα, που είχαν τρία μάτια και κάτι χέρια σα κουπιά μεγάλης βάρκας, πως δεν είχαν ανάγκη όπλα, γιατί σα ναταν καμωμένοι από σίδερα! Και δε μιλούσαν μόνο έβγαζαν κραυγές που πάγωναν το αίμα. Αυτούς ονόμασαν τριμμάτιες κι όταν τύχαινε να ξεπέσουν πάνω το νησί τότε τίποτε δεν έστεκε όρθιο.
Κάποτε ένα τσούρμο πεινασμένων από δαύτους σκαρφάλωσε στα βράχια, όμως ήταν η χρονιά του πάνω Αφιάρτη κι οι άνθρωποι, που πάλευαν τα κτήματα, δεν είχαν καμιά δουλειά στις παραλίες.
Ούτε γάτα δε φαινόταν, μονάχα οι τριμμάτιες, καθώς ανέβαιναν προς τα μεσόγεια, έκαναν θόρυβο γκρεμίζοντας ότι έστεκε μπροστά τους.
Περπάτησαν λίγες εκατοντάδες μέτρα ώσπου απογοητεύτηκαν, έτσι χωρίστηκαν κι ο καθένας μοναχός του έψαχνε κάτι για να γεμίσει το αδειανό στομάχι του. Ένας από αυτούς, τρύπωσε σε ένα μισογκρεμισμένο σταβλάκι κι εκεί είδε μια γυναίκα. Όχι ακριβώς γυναίκα, μα εκείνος ούτε που κατάλαβε τη διαφορά.
Ήταν μια ψιλή κι αδύνατη ολόλευκη γυναίκα, τόσο όμορφη που άθελα του ντράπηκε για τη δική του βρώμα κι ίσως για πρώτη φορά να αναρωτήθηκε για την ομορφιά ή την ασχήμια του.
Άσπρη σα το γάλα, ντυμένη με ένα αραχνούφαντο μεταξωτό, η γυναίκα έμοιαζε να μη πατά στη γη. Του χαμογέλασε και τον προσκάλεσε να χορέψουν! Κι εκείνος ξέχασε τις φωνές του στομαχιού του, άκουσε άλλες, πιο δυνατές, που τον προσκαλούσαν εδώ και τώρα να ζευγαρώσει.
Να μη τα πολυλογώ, η γυναίκα ήταν μια αναράα, ένα ξωτικό, από κείνα που καλύτερα να μη τα συναντήσεις στο δρόμο σου.
Οι άνθρωποι λένε για αυτές ότι μπορούν να σου πάρουν τη μιλιά ή άλλες φορές αλλάζουν τα παιδιά, δηλαδή αρπάζουν τα νεογέννητα μωρά των ανθρώπων και στη θέση τους αφήνουν τα δικά τους.
Η Αναράα κι ο τριμμάτης γίνηκαν ζευγάρι! Το αρσενικό πλάσμα παράτησε τις επιδρομές, κρύφτηκε και πέρασε μια ζωή με τον έρωτα του κι εκείνη, η μάγισσα, έπαψε να χορεύει στα τρίστρατα, έγινε μάνα κι έλεγε τρυφερά παραμύθια στο γιο τους.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια, το αγοράκι τους γίνηκε άντρας κι είχε καταφέρει να κρύψει βαθιά μέσα του το μυστικό του.
Κληρονόμησε το τρίτο μάτι από τον πατέρα, όμως ήταν φτυστός η μάνα του. Είχε τα λεπτά χαρακτηριστικά, το λευκό διάφανο δέρμα και το διαπεραστικό σχεδόν Θεΐκό βλέμμα της.
Τον μεγάλωσαν σαν άνθρωπο, ένας μικρός πρίγκιπας, όμως εκείνο μπορούσε να βλέπει πίσω από την πλάτη του και δεν υπήρχε μέρα να μη διαβάζει την αδικία, να βλέπει την προδοσία και την μπαγαποντιά.
Οι άνθρωποι, έλεγε και ξανάλεγε, εκεί ξεφυσούσε, αναστέναζε και σταματούσε τη κουβέντα του.
Έπαψε να μιλά, μόνο σκεφτόταν, μετρούσε πως θα ήταν αν ζούσε σε ένα τόπο με πλάσματα όπως εκείνος, πως θα ήταν αν όλοι γύρω έβλεπαν τι γίνεται πίσω από την πλάτη τους, αν, όπως εκείνος, είχαν το χάρισμα να διαβάζουν τα προτερήματα και τα ελαττώματα μέσα στα μάτια των άλλων πλασμάτων.
Είχε βαρεθεί, δε μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο, έπρεπε εκείνος να αλλάξει. Υπήρχε μόνο ένας δρόμος να βγάλει το πίσω μάτι. Θα ήταν καλύτερα, αφού δε μπορούσε να διορθώσει το απόλυτα κυρίαρχο είδος να πάψει να το διαβάζει.
Μέσα του ήξερε ότι έκανε λάθος, ότι θα μπορούσαν να ζήσουν και οι διαφορετικοί, όμως κάθε προσπάθεια ακολουθούσε η απογοήτευση.
Το ευαίσθητο πλάσμα στάθηκε ανάποδα μπροστά στον καθρέφτη, έμπηξε ένα ξύλο και ξερίζωσε το μάτι του. Το αίμα έτρεχε σα το σιντριβάνι από την ανοιχτή πληγή, μα εκείνος τα είχε καταφέρει έγινε πια κανονικός άνθρωπος.