Το άρμα μάχης «γεννήθηκε» στη Βρετανία- ωστόσο ο βρετανικός στρατός ενδεχομένως να το εγκαταλείψει, σύμφωνα με δημοσίευμα του BBC.
Το κύριο άρμα μάχης του, Challenger 2, θεωρείται ήδη πεπαλαιωμένο, καθώς είναι σε υπηρεσία χωρίς ουσιώδη αναβάθμιση από το 1998. Θεωρητικά ο βρετανικός στρατός διαθέτει ακόμα 227 άρματα του τύπου, αλλά στην πράξη μόνο τα μισά είναι εκτός αποθήκευσης και έτοιμα για υπηρεσία.
Εδώ και μια δεκαετία εξετάζονται διάφορες επιλογές, από την αγορά γερμανικών Leopard 2 μέχρι εκσυγχρονισμό του Challenger 2 με νέο πυργίσκο και όπλο, ωστόσο ανώτεροι αξιωματούχοι του στρατού επιβεβαίωσαν στο BBC πως εξετάζεται το ενδεχόμενω συνολικής απόσυρσής τους.
Τέτοιου είδους σκέψεις υπάρχουν στα ανώτατα κλιμάκια, με τον επικεφαλής του στρατού, στρατηγό σερ Μαρκ Κάρλτον Σμιθ να δηλώνει πως η απειλή του άρματος μάχης μειώνεται στον σύγχρονο πόλεμο. «Η κύρια απειλή είναι λιγότερο πύραυλοι και άρματα μάχης. Είναι η αξιοποίηση ως όπλων αυτών των στοιχείων της παγκοσμιοποίησης που μας έχουν κάνει ασφαλείς και ευημερούντες, όπως η κινητικότητα αγαθών, ανθρώπων, δεδομένων και ιδεών».
Σε αυτό το πλαίσιο συζητούνται από τους επικεφαλής του κλάδου της εθνικής άμυνας επενδύσεις σε δυνατότητες που «ανατέλλουν», όπως ο κυβερνοπόλεμος και ο ηλεκτρονικός πόλεμος, και η μείωση δυνατοτήτων που «δύουν», χωρίς να προσδιορίζεται ποιες είναι αυτές. Ο υπουργός Άμυνας, Μπεν Γουάλας, έχει επίσης κάνει λόγο για αλλαγές, υποσχόμενος επενδύσις στο Διάστημα, στον κυβερνοχώρο και σε νέα μη επανδρωμένα συστήματα σε ξηρά, θάλασσα και αέρα.
Ο βρετανικός στρατός έχει μείνει με ένα εύρος πεπαλαιωμένου εξοπλισμού, λόγω περικοπών, προβληματικής διαχείρισης και μακροχρόνιων επιχειρήσεων εναντίον ανταρτικών δυνάμεων όπως στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Αυτή τη στιγμή διαθέτει 15 είδη τεθωρακισμένων σε υπηρεσία, και κάποια είναι στο τέλος της υπηρεσιακής τους ζωής.
Ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των 700 τεθωρακισμένων οχημάτων Warrior του στρατού έχει περάσει καθυστερήσεις και προβλήματα όσον αφορά στα κόστη. Επίσης, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει μείνει πίσω σε πυροβολικό, αντιπυραυλική άμυνα και ισχύ πυρός- και πλέον πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η επιλογή είναι μεταξύ εκσυγχρονισμού της θωράκισης και της έμφασης στην ισχύ πυρός και την κινητικότητα, καθώς δεν μπορούν να γίνουν και τα δύο.
Η Βρετανία δεν θα ήταν η πρώτη χώρα που εγκαταλείπει το άρμα μάχης: Ο ολλανδικός στρατός το έχει πρακτικά κάνει, αν και έχει ακόμα λίγα άρματα, και έχει στρατιώτες σε γερμανικές τεθωρακισμένες μονάδες. Επίσης, το Σώμα Πεζοναυτών των ΗΠΑ εστιάζει και αυτό στην κινητικότητα, καθώς η μεταφορά αρμάτων μάχης ανά τον κόσμο είναι πολυέξοδη- ωστόσο ο στρατός των ΗΠΑ επενδύει ακόμα στα βαρέα τεθωρακισμένα, και γενικότερα μιλώντας, παρά τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στον πόλεμο, οι μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις του κόσμου εξακολουθούν να επενδύουν στα άρματα μάχης και τα τεθωρακισμένα εν γένει.
Σε κάθε περίπτωση, οι αξιολογήσεις πάνω στον τομέα της άμυνας στη Βρετανία έχουν οδηγήσει σε εικασίες περί περικοπών στις ένοπλες δυνάμεις. Η Ντάουνινγκ Στριτ έχει χαρακτηρίσει το Integrated Defence and Security Review ως την πιο εκτενή διαδικασία του είδους της από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ωστόσο η οικονομική πίεση είναι μεγάλη, και δεν είναι μόνο τα άρματα μάχης που εξετάζονται, μα και τα είδη και οι αριθμοί πολεμικών πλοίων και αεροσκαφών και το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων. Εν τέλει η απόφαση για το αν τα άρματα μάχης θα παραμείνουν στις τάξεις του βρετανικού στρατού θα είναι μάλλον πολιτική.