Η «Μήδεια» έντυσε στα λευκά την επικράτεια. Χιονίζει ως και στο κέντρο της Αθήνας. Σιάτιστα, Κομοτηνή, Φλώρινα και Γρεβενά, Δράμα και Νευροκόπι με ψύχος πολικό. Νησιά Βορειοανατολικού Αιγαίου, σαν τα ανεμοδαρμένα ύψη.
Η επιχειρηματική δραστηριότητα και το λιανεμπόριο, υπό του μηδενός. Οι ελπίδες ανάκαμψης, σε βαθεία κατάψυξη.
Η βιωσιμότητα του μικρομεσαίου σε βαθειά, χειμερία νάρκη.
Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις το γέλιο ή μάλλον, το γελοίον της αρκούδας…
Άνοιξαν χώροι για τους άστεγους. Λίγη ζέστη ως αντίδοτο στην πάγια αναλγησία.
Συσσίτιο σούπας για να χορτάσει ελαχίστως ο πεινασμένος για ζωή. Επιδόματα θέρμανσης για τους ξεπαγιασμένους Έλληνες που μήτε το κονάκι τους μήτε το κορμάκι τους μπορούν να ζεστάνουν.
Πυκνό σύννεφο καραντίνας πάνω από τις ασύδοτα διευρυμένες μεγαλουπόλεις, των μεγάλων ονείρων και των μικρών ευκαιριών. Των κλειστών μαγαζιών και των ολάνοιχτων, πεινασμένων στομάτων. Των πολλών που δυστυχούν, έναντι των ολίγων που βυσσοδομούν στο ημιθανές σώμα της οικονομίας…
Στη χειμαζόμενη επί μακρόν Σάμο, ο γαιοσείστης δεν ξεχνά να τρίζει τα δόντια του καθημερινά και μαζί, τα θεμέλια των έτοιμων να καταρρεύσουν σπιτιών. Οι κάτοικοι επιβιώνουν χάριν της κοινωνικής αλληλεγγύης, της εθελοντικής υποστήριξης και της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Καταφέρονται με αγανάκτηση στις βεγγέρες και τα μπαλκονάτα τραπεζώματα του πρωθυπουργού που πήγε μεν στη Νικαριά, αλλά «ξέχασε» το νησί του Πυθαγόρα.
Δεν είναι μόνον οι σεισμοπαθείς που νοιώθουν πως ζουν τη μέρα της μαρμότας, δεν είναι μόνον οι επιχειρήσεις που είδαν όλο τους το εμπόρευμα να το παρασύρει το διπλό τσουνάμι και στη συνέχεια οι πλημμύρες, δεν είναι οι κατολισθήσεις βράχων και οι καταρρεύσεις οικιών και εκκλησιών…
Είναι η αίσθηση του «παραμελημένου» επί μακρόν, του παρατημένου -στο έλεος του θεού, των καιρικών συνθηκών και της κρατικής αδιαφορίας- τόπου…
Γεροντάκι αξύριστο και άπλυτο για μέρες. Με σαράντα τρία λερά κασκόλ τυλιγμένα στο λαιμό.
Με γερμένους ώμους, εφημερίδες κατάσαρκα και ένα χιλιοτρύπητο παλτό που μπάζει κρύο, χειρότερα κι από χαραμάδα ξύλινης πόρτας.
Γάντια, από δυο ζευγάρια στα χέρια, με τα ρυπαρά ακροδάχτυλα να ξεπροβάλλουν από τα ξηλώματα, σα νυχοπόδαρα γερακιού.
Στη πλάτη, σα το σαλιγκάρι, φορά όλη του την «περιουσία».
Κατατρεγμένος από ανθρώπους και σκύλους. Το κρύο έξω, είναι ανατριχιαστικό σκληρό. Το κρύο μέσα στο καλύβι που έχει καταφύγει, έχει την αποφορά της απελπισίας.
Η γριά του, πέθανε ολομόναχη και διασωληνωμένη. Το σπίτι του, μισογκρεμισμένο από το σεισμό, κρίθηκε ακατάλληλο. Τα παιδιά του, στην αλλοδαπή.
Ένα πιάτο φαί, από τη φιλεύσπλαχνη γειτόνισσα, έρχεται δυο-τρεις φορές την εβδομάδα. Τις άλλες, δεν περισσεύει από το φτωχικό της τσουκάλι. Ο γεροντάκος, το εξαφανίζει ταχυδακτυλουργικά.
Τόσο γρήγορα, όσο άλλοι έσβηναν από τη λίστα Λαγκάρντ τα ονόματα συγγενών τους…
Τόσο επιτήδεια, όσο «σκούπισε» η πανδημία και οι μεταλλάξεις της, τη ζωή από τα πρόσωπα εκατομμυρίων ανθρώπων.
Τόσο πεινασμένα, όσο οι κάθε λογής διεφθαρμένοι, διέγραψαν την αξιοπρέπεια και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης από το λεξιλόγιο δεκάδων ηθοποιών, αθλητριών, ανθρώπινων υπάρξεων.
Όσο η επικαιρότητα περιορίζεται στους αποκλεισμένους από την κακοκαιρία, στους αποκλεισμένους από τις ευκαιρίες ανέλιξης αν δε δώσουν ως αντάλλαγμα το κορμί και την ψυχή τους, και σε όλους εμάς τους «ελεύθερους-πολιορκημένους» έγκλειστους κι απέλπιδες λόγω πανδημίας, τόσο ο κάθε γεράκος θα τρέφεται από τα αποφάγια της φιλανθρωπίας που έχει αντικαταστήσει το προνοιακό κράτος, η κάθε κοπελίτσα θα βλέπει τα όνειρά της και όχι μόνο να βιάζονται κι ο κάθε ταλαντούχος νέος θα αναγκάζεται, κυριολεκτικά και μεταφορικά, να κατεβάζει το εσώρουχό του…
Ο άστεγος ψάχνει απάγκιο να κοιμηθεί τις νύχτες, ο επιχειρηματίας ψιχία υποσχέσεων, τα ισχυρά βιογραφικά μια πατρίδα που να μην τα διώχνει, οι ηθοποιοί εκείνους που ήθος κι όχι ύβρι ποιούν, οι αθλήτριες τη στήριξη του ευ αγωνίζεσθαι, οι εργαζόμενοι με αναστολή μια μη υποστολή των εργασιακών τους κεκτημένων, οι άνεργοι μια ελπίδα επιβίωσης, οι συνταξιούχοι την αξιοπρεπή διαβίωση, οι άνθρωποι την επαφή με ανθρώπους…
Παγώσαμε. Πάγωσαν όλα μέσα μας.
Πάγωσε και κάθε δραστηριότητα ενώ οι διδάκτορες της πολιτικοοικονομικής «κρυογονικής» επιδίδονται σε μεταχρονολογημένες, υποσχετικές επεμβάσεις…
Πατρίδα μου, «ωχράν σε βλέπω και λευκήν, ως νεκρικήν σινδόνην…»