Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα συμμετρία ανάμεσα στην είσοδο της Ελλάδας στο πρώτο μνημόνιο - πριν 99 μήνες! - και στην έξοδό της από το τρίτο μνημόνιο, χθες.
Βγαίνουμε όπως ακριβώς μπήκαμε: Με θόρυβο. Με μεγάλη διεθνή δημοσιότητα και αντικρουόμενες εκτιμήσεις διεθνώς. Και με υψηλής έντασης πολιτική αντιπαράθεση στο εσωτερικό.
Πριν οκτώ μήνες το αντικείμενο της αμφισβήτησης ήταν η αναγκαιότητα του μνημονίου ή ακόμη και το ίδιο γεγονός της χρεοκοπίας.
Κινδυνεύαμε πράγματι με χρεοκοπία ή ήταν όλα ένα «παραμύθι με δράκο»; Ή μήπως μια «διεθνής συνομωσία» εναντίον μας;
Σήμερα αυτό που αμφισβητείται είναι το γεγονός το ίδιο της λήξης του (τρίτου) προγράμματος. Βγαίνουμε από τα μνημόνια ή απλώς περνάμε από το τρίτο σ ένα άτυπο τέταρτο;
Τέτοιος θόρυβος δεν σηκώθηκε στις περιπτώσεις των τριών άλλων χωρών που ακολούθησαν την Ελλάδα στην περιπέτεια των «διασώσεων» και των «μνημονίων».
Ούτε η Ιρλανδία, ούτε η Πορτογαλία, ούτε καν η Κύπρος προκάλεσαν τέτοιο θόρυβο διεθνώς. Κι ούτε υπέστησαν τέτοιες πολιτικές αντιδικίες, που αμφισβητούσαν το αυτονόητο.
Η δική τους είσοδος στα μνημόνια (με εξαίρεση την Κύπρο) ήταν μια μάλλον χαμηλόφωνη διαδικασία, ένα δράμα δωματίου εκεί που εμείς ανεβάζαμε αρχαία τραγωδία.
Όταν η τρόικα έφθανε, ανά τρίμηνο, στην Λισαβόνα, το Δουβλίνο ή την Λευκωσία, η είδηση μετά βίας γεμιζε μονόστηλο στις εφημερίδες, ενώ εδώ ανέβαζε επί σκηνής πολυήμερα ή πολύμηνα πολιτικά θρίλερ. Και η έξοδός τους ήταν ακόμη πιο χαμηλόφωνη, χωρίς φανφάρες, χωρίς διεθνή ή εσωτερική αφισβήτηση, χωρίς εντάσεις.
Επανέρχεται συχνά - και δικαιολογημένα - το ερώτημα: Γιατί η Ελλάδα χρειάστηκε οκτώ χρόνια για να πετύχει αυτό που οι άλλοι ολοκλήρωσαν σε τρία;
Γιατί χρειάστηκε σχεδόν διπλάσια χρηματοδότηση απ′ όση έλαβαν οι άλλοι τρεις μαζί; Και γιατί υπέστη πολλαπλάσια οικονομική και κοινωνική οδύνη, μετρημένη σε απώλεια εθνικού εισοδήματος και ανεργία, απ ότι οι άλλοι τρεις;
Η απάντηση, προφανώς, δεν είναι μονοσήμαντη. Η Ελλάδα ξεκίνησε από χειρότερη αφετηρία.
Τα δίδυμα ελλείμματά της ήταν θεαματικά μεγαλύτερα, οι διαρθωτικές αδυναμίες της οικονομίας της βαθύτερες και χρονιότερες. Είχε επιπλέον την ατυχία να είναι (όχι χωρίς δική της υπαιτιότητα) η πρώτη που άνοιξε τον χορό των «διασώσεων». Πλήρωσε το βαρύ τίμημα της θεσμικής και πολιτικής ανετοιμότητας της ευρωζώνης και της πίεσης του γερμανικού λαϊκισμού.
Μα προπάντων πλήρωσε ένα βαρύτατο τίμημα καθαρά ιθαγενές και απολύτως πολιτικό: Η Ελλάδα είναι η μόνη από τις χώρες που υπέστησαν ή απειλήθηκαν με μνημόνια, που απέτυχε να εξασφαλίσει στοιχειώδη πολιτική συναίνεση τη στιγμή που την χτυπούσε ο κεραυνός.
Η μόνη όπου οι βασικές πολιτικές δυνάμεις απέτυχαν να συμφωνήσουν σ έναν ελάχιστο κοινό τόπο και σε μια ελάχιστη συμμετοχή στα πολιτικά βάρη της λιτότητας.
Η μόνη όπου κάθε κυβέρνηση που εφάρμοζε μνημόνιο, με εξαίρεση την περίπτωση της κυβέρνησης Τσίπρα, είχε απέναντί της μια αντιπολίτευση που αμφισβητούσε όχι την ορθότητα της συνταγής ή το μίγμα των μέτρων, αλλά την ίδια την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής και μαζί την εντιμότητα και τον πατριωτισμό των κυβερνώντων.
Μετά από 99 μήνες, έχει αλλάξει κάτι;
Η Ελάδα έχει αλλάξει πολύ, κι όχι πάντα προς το καλύτερο. Είναι σήμερα μια χώρα φτωχότερη, που έχει χάσει το ένα τέταρτο του εθνικού της εισοδήματος και μαζί τον ανθό των μορφωμένων και ταλαντούχων νέων της που ξενιτεύθηκαν.
Είναι μια χώρα πιο απαισιόδοξη και πιο συντηρητική παρά ποτέ στην νεώτερη ιστορία της. Είναι ίσως κάπως σοφότερη. Κι είναι επίσης μια χώρα που βλεπει σιγά-σιγά και με πολύ επώδυνο τρόπο να αλλάζει κάτι στο αντιπαραγωγικό, παρασιτικό οικονομικό της μοντέλο. Μα τίποτε δεν φαίνεται να αλλάζει στα ήθη, στους τρόπους της πολιτικής.
Το διάγγελμα του Αλέξη Τσίπρα, που επέλεξε να μιλήσει περισσότερο ως αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ και λιγότερο ως πρωθυπουργός της χώρας, και οι πολεμικές αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, αυτό βεβαιώνουν. Βγαίνουμε, αν βγαίνουμε τέλος πάντων, όπως ακριβώς μπήκαμε. Με τα πολιτικά μας κόμματα ανίκανα να δουν πέρα από τον ορίζοντα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης.
Όσοι θα ήθελαν να πάρουν μέρος σε μια σοβαρή, μια μη πολιτικάντικη συζήτηση για την επόμενη μέρα και τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, θα πρέπει μάλλον να κάνουν υπομονή. Να περάσουν πρώτα οι επόμενες εκλογές.
Κι όσοι θα επιθυμούσαν μια πιο ουσιαστική και σχετική με τα σημερινά μας πάθη προσέγγιση στον μύθο της Οδύσσειας θα ήταν ίσως χρήσιμο να ανατρέξουν στο σπουδαίο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη (γραμμένο σημαδιακά το 1952) «Οδυσσέα γύρνα σπίτι». Όπου ο αληθινός Οδυσσέας συγκρούεται με τον μύθο του, με το είδωλό του, τον Ελπήνορα, και με την ανάγκη του λαού να πιστέψει στους μύθους.