Δημοσιογράφος: Αγγελική Κουγιάννου / Video Director: Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος
«Τα παιδιά δεν είδαν τις διαστάσεις της καταστροφής. Έχουν την εντύπωση ότι θα γυρίσουν στο σπίτι. Ήταν ο παράδεισος τους εδώ. Και για όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Έτσι πέφτει το βάρος σε εμάς πλέον, να ξαναφτιάξουμε αυτόν τον παράδεισο»
***
Μάτι, 40 περίπου ημέρες μετά από ΕΚΕΙΝΗ την ημέρα, ώρα 8 το πρωί.
Ο εκσκαφέας ψάχνει τη διεύθυνση του σπιτιού. Ή τέλος πάντων, σε ότι έχει απομείνει από το σπίτι. Δουλειά του είναι να γκρεμίζει ότι απέμεινε όρθιο. Για να μπορέσει να χτιστεί ξανά από την αρχή. Οξύμωρο. Σαν τον Φοίνικα και τις στάχτες.
Διασχίζοντας κανείς τη Μαραθώνος, λίγο πριν το Μάτι, αρχίζει σιγά-σιγά το πράσινο τοπίο να γίνεται γκρι και ο γεμισμένος από δέντρα χώρος, να αδειάζει. Ξαφνικά το κενό και το γκρι είναι το μόνο που απομένει. Η μυρωδιά του καπνού είναι ακόμη εκεί για να μας θυμίζει τι έχει συμβεί.
Οι νεκροί έφτασαν πια τους 99, αφού την Τρίτη άφησε την τελευταία της πνοή μια 26χρονη εγκαυματίας. Και οι ζωντανοί προσπαθούν να μαζέψουν τα κομμάτια τους.
Οι εργασίες για τις κατεδαφίσεις των «κόκκινων» σπιτιών έχουν ξεκινήσει ήδη από την προηγούμενη Δευτέρα (20/8). Την ημέρα που η HuffPost Greece επισκέφθηκε το Μάτι (29/8) γινόταν η έκτη κατεδάφιση. Έξι από τα περίπου 300 σπίτια που θα χρειαστεί να κατεδαφιστούν ως κόκκινα. Όπως είναι λογικό, κανένας δεν μπορεί να προβλέψει πόσο θα διαρκέσει η διαδικασία. «Ένα σπίτι μας έφαγε τρεις μέρες. Ήταν μεγάλο», μας λέει άνθρωπος του συνεργείου.
Στη διαδικασία της κατεδάφισης πρέπει να είναι παρών και ο ιδιοκτήτης. Όμως του συγκεκριμένου σπιτιού δεν ήταν. Αντ’ αυτού ήταν εκεί ο γιός του. «Δεν θα έρθει», μου λέει όσο μιλάμε, ενώ έχει διευκρινίσει ότι δεν θέλει να μιλήσει στην κάμερα ούτε να αναφερθεί το όνομά του. Του ξεκλέβω κάποιες λέξεις όσο παρακολουθεί τη διαδικασία και μπαινοβγαίνει στο οικόπεδο για να πάρει κάποια πράγματα που του έχει ζητήσει η μητέρα του. Όχι κάτι αξίας, κειμήλια σημαντικά για εκείνη.
Το σπίτι που σε λίγη ώρα θα μετατρεπόταν σε μπάζα, ήταν η μόνιμη κατοικία του 60χρονου πατέρα του. Ζούσε εκεί τα τελευταία 20 χρόνια. «Όπως καταλαβαίνετε θα ήταν άσχημο για εκείνον ψυχολογικά να το δει να κατεδαφίζεται». Είναι όμως δύσκολο και για τον ίδιο. «Έχω ζήσει σε αυτό το σπίτι πολλά καλοκαίρια και κάποια στιγμή, για τρία περίπου χρόνια, έμενα μόνιμα», μου λέει.
Όσο μιλάμε, οι μπουλντόζες προσπαθούν να ρίξουν τα καμένα δέντρα που εμποδίζουν την πρόσβαση στο σπίτι. Όταν ξέσπασε η πυρκαγιά, ο πατέρας του ήταν εκεί. «Αντιλήφθηκε γρήγορα ότι η φωτιά θα κατέβαινε. Είναι κάτοικος της περιοχής και γνωρίζει τους ανέμους. Εδώ συνήθως δεν έχει δυτικούς ανέμους, αλλά εκείνη την ημέρα είχε. Έτσι μπόρεσε να καταλάβει ότι η φωτιά θα πάει στα σπίτια. Εγώ ήμουν στη δουλειά. Μιλήσαμε στις 6 περίπου το απόγευμα, την ώρα που έφευγε. Κατάφερε να διαφύγει προς Νέα Μάκρη πριν κοπεί η κυκλοφορία».
Πριν ακόμη αρχίσει το γκρέμισμα, έρχεται και η μητέρα του. Το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να πάρει τα δύο κειμήλια που της έφερε από το οικόπεδο ο γιός της. Το ένα ήταν ένα μικρό άγαλμα ενός λιονταριού. «Είναι το ζώδιό μου», θα μου εξηγήσει λίγο αργότερα.
Από πυρόπληκτος υπεύθυνος των κατεδαφίσεων
Στο σημείο είναι και ο υπεύθυνος της Άκτωρ, Γιώργος Αγγελάκης, της μοναδικής εταιρείας που κάνει αυτή τη στιγμή τις κατεδαφίσεις, δωρεάν. «Είναι μια διαδικασία που δεν είναι καθόλου ευχάριστη, ιδιαίτερα για τους ιδιοκτήτες και ειδικά για εκείνους που είναι η πρώτη τους κατοικία. Έχουν μείνει κυριολεκτικά στο δρόμο και προσπαθούν να ξαναχτίσουν τις ζωές τους. Ο ακριβής αριθμός των σπιτιών προς κατεδάφιση δεν έχει ακόμα οριστικοποιηθεί. Γιατί ακόμα γίνονται έλεγχοι σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό -σε κάποιες περιπτώσεις και σε τρίτο- για να διαπιστωθεί η στατικότητα του σπιτιού». Μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία των επιτροπών, εκδίδεται το πρωτόκολλο κατεδάφισης. Στο οποίο βέβαια πρέπει να συναινέσει ο ιδιοκτήτης. Όπως μας λέει ο κ. Αγγελάκης, μέχρι στιγμής έχουν εκδοθεί περίπου 100 πρωτόκολλα, ενώ συνολικά υπολογίζεται –με τα μέχρι τώρα δεδομένα- ότι θα κατεδαφιστούν συνολικά περίπου 300 κτίρια.
Ο κ. Αγγελάκης είναι γνώστης της διαδικασίας όχι μόνο λόγω της θέσης του. Συνδέεται ακόμη πιο βαθιά με αυτούς τους ανθρώπους που έχασαν τις περιουσίες τους. Έχασε και εκείνος τη δική του την ίδια μέρα, από την ίδια πυρκαγιά. Κάηκε ολοσχερώς το σπίτι του στον Βουτζά. Αρχικά η επιτροπή το χαρακτήρισε κόκκινο αλλά στη δεύτερη αξιολόγηση καταγράφηκε ως κίτρινο, δηλαδή κατάλληλο για ανακατασκευή.
«Ήμουν σε άλλο έργο και η εταιρεία με έφερε εδώ για να είμαι με την οικογένειά μου. Έχουμε διαλυθεί. Τώρα φιλοξενούμαστε σε άλλο σπίτι, όπως όλος ο κόσμος δηλαδή που το σπίτι του κάηκε». Φαίνεται και από τα λεγόμενά του ότι έχει μια παραπάνω ευαισθησία για αυτούς τους ανθρώπους.
Όταν τον ρωτάμε να μοιραστεί μαζί μας κάτι που του έμεινε από τη διαδικασία των κατεδαφίσεων, θα θυμηθεί την ιστορία ενός νιόπαντρου ζευγαριού. «Είχαν παντρευτεί πριν ένα μήνα και ζούσαν στο Μάτι. Γκρεμίσαμε το σπίτι τους προχθές. Ήταν συγκινητικό γιατί ξεκίνησαν την καινούρια τους ζωή με μια καταστροφή. Ευτυχώς γλίτωσαν. Είναι νέοι άνθρωποι, θα το ξαναφτιάξουν. Για πολλούς ανθρώπους που είναι σε μεγάλη ηλικία τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Δεν έχουν το κουράγιο να αρχίσουν ξανά από την αρχή».
Το πρόβλημα με τον αμίαντο
Τόσο ο κ. Αγγελάκης όσο και οι κάτοικοι της περιοχής, μας ανέδειξαν το πολύ σοβαρό ζήτημα του αμίαντου, που υπάρχει ακόμη την περιοχή. Ο αμίαντος χρησιμοποιείτο ευρέως στις παλιές κατασκευές. Είναι το γνωστό ελενίτ. Όσο ο αμίαντος δεν έχει θρυμματοποιηθεί, είναι ακίνδυνος. Όταν όμως θρυμματοποιηθεί, είναι καρκινογόνος εάν φτάσει στον πνεύμονα. Τώρα είναι παντού. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό, μέχρι να περισυλλεγεί όλος, να φοράνε μάσκες όσοι βρίσκονται στην περιοχή. Δυστυχώς είδαμε ελάχιστους με μάσκες.
Το άψυχο Μάτι που προσπαθεί να αναδυθεί από τις στάχτες του
Οι δρόμοι γύρω από το σπίτι που μόλις έχει κατεδαφιστεί είναι έρημοι, άδειοι. Από ανθρώπους, από φωνές, ακόμη και από τη φύση την ίδια. Λες και ήρθε σε μια στιγμή ένα πέπλο γκρι χρώματος, που κάλυψε αυτόματα οτιδήποτε έμψυχο υπήρχε κάποτε. Εξαίρεση κάποια διάσπαρτα άθικτα από τη φωτιά σπίτια που σε κάνει να αναρωτιέσαι, «μα πως δεν κάηκαν;».
Πίσω από το σπίτι που μόλις έχει κατεδαφιστεί, ήταν οι κατασκηνώσεις του Οίκου Ναύτου. Στην παιδική χαρά είναι λες και ο χρόνος έχει σταματήσει. Μόνο ο δυνατός βορειοανατολικός άνεμος έρχεται που και που για να δώσει ζωή στις άψυχες πλέον κούνιες.
Τα χρώματα στα σίδερα έχουν ξεθωριάσει, οι σκουριασμένες βίδες στα παιδικά καθίσματα έχουν μείνει μόνες τους χωρίς ξύλο για να συγκρατήσουν, άμορφες μάζες διάσπαρτες στον χώρο, που είναι αδύνατον να καταλάβεις τι ήταν κάποτε.
Κατευθυνόμαστε προς το Κόκκινο Λιμανάκι. Οι δρόμοι και η ρυμοτομία αλλάζουν. Χάνονται τα τετράγωνα, βλέπουμε τη θάλασσα αλλά μπροστά της βρίσκονται κτίρια και τοίχοι που δεν μπορείς να περάσεις. Ένα- δύο μόνο μικρά μονοπάτια. Άντε να τα βρεις στον πανικό και αν δεν ξέρεις την περιοχή. Άντε να τα βρεις όσο η θερμότητα της φωτιάς σου καίει το δέρμα. Και η θάλασσα δεν συναντάται με την στεριά με κάποια παραλία. Γκρεμός, 20-30 μέτρα. Μόνο κάποια μικρά σκαλάκια που ξέρουν μόνο οι γνώστες της περιοχής. Έτσι ήταν και το οικόπεδο που χάθηκαν 27 άνθρωποι, προσπαθώντας να βρουν τον δρόμο για τη θάλασσα. Οικόπεδο, περίφραξη και μετά γκρεμός.
Ένα από αυτά τα σπίτια έχει την αυλόπορτα ανοιχτή και μέσα κάνουν εργασίες. Παίρνουμε το θάρρος να μπούμε. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να δούμε πως φτάνεις προς τη θάλασσα. Ο ιδιοκτήτης μας δίνει την άδεια να βγάλουμε κάποιες εικόνες.
«Δεν υπάρχει καμία βοήθεια», μας λέει αμέσως. «Προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε με το Δήμο, με το Υπουργείο και τίποτα. Ένα αλαλούμ. Ο ένας δεν ξέρει, ο άλλος λέει ότι δεν είναι αρμόδιοι. Από την οικονομική βοήθεια δεν έχουμε πάρει τίποτα ακόμα. Ούτε τα 500 ευρώ για τις πρώτες μας ανάγκες. Ότι κάνουμε τώρα είναι με δικά μας έξοδα και τη βοήθεια φίλων και συγγενών».
Το σπίτι είναι η μόνιμη κατοικία του ίδιου και των γονιών του.
«Καιγόμασταν και μέσα στη θάλασσα»
Ήταν εκεί εκείνη τη Μαύρη Δευτέρα.
«Εγώ ήμουν πάνω στο δωμάτιο. Ξαφνικά κόβεται το ρεύμα. Κατεβαίνω κάτω και βλέπουμε καπνούς. Ερχόντουσαν από τα δυτικά. Ήταν ένας άνεμος που δεν φυσάει συχνά εδώ. Κοιτάμε γύρω-γύρω και ξαφνικά αρχίζουν να πυκνώνουν οι καπνοί. Αρχίσαμε με τον πατέρα μου να καταβρέχουμε την είσοδο.
Πολύ γρήγορα οι καπνοί πύκνωσαν και χαμήλωσαν. Μετά από λίγο άρχισαν να πέφτουν καύτρες και αμέσως μετά κομμάτια ξύλου πυρακτωμένα. Τότε ήταν που πετάξαμε το λάστιχο, δεν είχε νόημα.
Αρχίσαμε να τρέχουμε προς τα κάτω, προς τη θάλασσα. Μπροστά οι γονείς μου, πίσω εγώ με τον σκύλο. Καθώς κατεβαίναμε τη στροφή, έρχεται από την απέναντι πλευρά άλλη φλόγα. Μας καψάλισε η θερμότητα. Τρέχαμε προς τη θάλασσα και μας ακολουθούσε η φωτιά. Καιγόμασταν και μέσα στη θάλασσα! Χωρίς υπερβολή. Κάποιες φορές ερχόταν δυνατά, άλλες δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Μέσα ήμασταν περίπου 10 άτομα. Δίπλα μας ήταν μια γυναίκα με δύο μωρά παιδιά, τεσσάρων μηνών, δίδυμα και ένα άλλο 7 χρονών. Να κλαίνε όλοι μαζί σε πανικό. Δύο γυναίκες ηλικιωμένες, ένας άντρας με εγκαύματα. Όσο νύχτωνε είδαμε εικόνες Αποκάλυψης. Η θάλασσα είχε γίνει ένας μαύρος βούρκος, μαύρος ο ουρανός, πυρακτωμένα αντικείμενα έπεφταν από πάνω μας. Οι εικόνες μου θύμισαν ένα ντοκιμαντέρ που είχα δει για τη Χιροσίμα».
Οι βάρκες ήρθαν μετά από περίπου 6 ώρες. «Έφτασαν με μεγάλη δυσκολία γιατί είχε τα βράχια. Πήραν πρώτα τον εγκαυματία, τη γυναίκα με τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Εγώ με τους γονείς μου φύγαμε στο τέλος με άλλη βάρκα. Πήγαμε και κάποιους άλλους από μια άλλη παραλία και έτσι μας πήγαν στο λιμάνι της Ραφήνας, περίπου στη μία τη νύχτα. Μετά πήγαμε στο νοσοκομείο που μείναμε δύο μέρες».
Όσο τραβάμε πλάνα από τον γκρεμό, μια γυναίκα από το δίπλα οικόπεδο αρχίσει να φωνάζει. «Μην βγάλετε καθόλου το σπίτι μου». Τη διαβεβαιώσαμε ότι δεν τραβάμε το σπίτι, μόνο τη θάλασσα και μόνο τότε ηρέμησε.
«Αλήθεια, ποιο είναι το οικόπεδο που βρέθηκαν οι 27 άνθρωποι νεκροί», ρωτάω διστακτικά τον…. «Αυτό εδώ δίπλα», μου λέει χαμηλόφωνα, ενώ η γυναίκα συνεχίζει να μας παρακολουθεί.
«Τα έβλεπα στις ταινίες και έλεγα ”δεν γίνονται αυτά”»
Φεύγοντας από το Μάτι βρίσκουμε το σπίτι του κ. Γιώργου Καρουσάκη. Ο ίδιος ήταν μέσα με εργάτες που μάζευαν τα μπάζα.
Την ώρα της πυρκαγιάς στο σπίτι ήταν η πεθερά του με τα δύο του παιδιά. Ηλικίας εννέα και επτάμιση ετών.
«Μου είπε μια συνάδελφός ότι έχει πάρει φωτιά ο Βουτζάς. Έφυγα τρέχοντας από το γραφείο. Στα φανάρια πριν από τη Ραφήνα, στο Πικέρμι, με σταμάτησε η αστυνομία. Δεν άφηναν κανέναν να περάσει. Κατάφερα να περάσω και έφτασα μέχρι τη Ραφήνα. Εκεί πάλι δεν άφηναν τίποτα να περάσει. Παράτησα το αυτοκίνητο και ήρθα μέχρι εδώ τρέχοντας. Καιγόντουσαν τα πάντα. Όταν λέμε τα πάντα, τα πάντα. Καταφέραμε και γλιτώσαμε 10 λεπτά πριν καεί το σπίτι.
Προς τα που φύγατε;
Προς το στρατόπεδο των αξιωματικών. Είχαν ρίξει το συρματόπλεγμα για να περάσει ο κόσμος προς τη θάλασσα. Άφησα εκεί τα παιδιά με την πεθερά μου και γύρισα προς τα πίσω να βοηθήσω, μήπως προλαβαίναμε να περισώσουμε κάτι.
Δεν φοβηθήκατε;
Φοβήθηκα πάρα πολύ.
Και γιατί γυρίσατε;
Πρώτον, για να βοηθήσω ένα γείτονα και δεύτερον γιατί δεν καταλαβαίνεις εκείνη τη στιγμή πως αντιδράς. Όταν βλέπεις την περιουσία σου να καίγεται και έχεις μέσα τα υπάρχοντά σου… Είναι η βλακεία της στιγμής, να σώσεις ότι μπορείς, να βοηθήσεις κάποιον γείτονα».
Όσο μιλάμε οι εργάτες συνεχίζουν τη δουλειά τους. Τους πληρώνει ο ίδιος, χωρίς κανένα βοήθημα από το κράτος, όπως μας λέει. Περπατάμε προς το σπίτι και συνεχίζει να διηγείται εκείνη την μαύρη ημέρα που δεν θα ξεχάσει ποτέ.
«Επικρατούσε πανικός. Ο κόσμος έτρεχε. Φώναζε. Φοβόταν. Ήταν πάρα πολύ γρήγορη φωτιά. Δεν κατάλαβε κανένας πως έφτασε τόσο γρήγορα εδώ. Ο αέρας που φυσάει αυτή τη στιγμή είναι πάρα-πάρα πολύ ήπιος σε σχέση με εκείνη την ημέρα. Οι φλόγες ήταν τεράστιες, ένιωθα ότι καίγομαι από τη θερμότητα.
Πότε καταλάβατε ότι πρέπει να φύγετε από εδώ;
Όταν είχαν καεί τα πάντα. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Πηγαίνοντας προς τα πάνω στη γωνία (σ.σ. μου δείχνει τη Μαραθώνος) ένιωσα ότι θα πέσω κάτω. Για καλή μου τύχη ήταν εκεί ένας εθελοντής με ένα τζιπάκι. Μου έδωσαν νερό και με βοήθησαν να συνεχίσω. Από εκεί περπάτησα προς τη Ραφήνα, όπου βρήκα και άλλους εθελοντές που μου έδωσαν νερό. Έτσι κατάφερα και έφτασα στη Ραφήνα. Ξαναγύρισα μετά από 2 ώρες που είχαν καεί πλέον τα πάντα. Ξέρω ότι αυτή η μέρα θα μου μείνει χαραγμένη για πάντα… Αυτά που έζησα… Τα έβλεπα στις ταινίες και έλεγα «δεν γίνονται αυτά».
Η φωνή του σπάει αρκετές φορές και δυσκολεύεται να συνεχίσει.
«Καταστάσεις τραγικές. Ο κόσμος φώναζε για βοήθεια, άκουγες ουρλιαχτά, άκουγες εκρήξεις στα σπίτια από φιάλες. Είναι εικόνες και ήχοι που δεν σβήνουν… Εκείνο το απόγευμα που έφυγα τρέχοντας προς τη θάλασσα είδα ένα ζώο –δεν ήξερα τι ήταν- να τρέχει με φωτιά πάνω του..
Την επόμενη μέρα επέστρεψα από την κάτω μεριά που έχει γίνει το μεγάλο κακό. Που είχαν καεί άνθρωποι λόγω… του οποιοδήποτε έκανε το λάθος να στείλει τον κόσμο προς τα εκεί. Τους έστελναν στο πιο πύρινο σημείο. Είδα πως ήταν πριν καν πάει η αστυνομία. Εικόνες τραγικές, καμένους ανθρώπους, αυτοκίνητα, καμένα ζώα. Βλέποντας όλα αυτά και ακούγοντας το επόμενο πρωινό τι έχει συμβεί, δεν το πίστευα. Έλεγα ότι όπως έφυγα εγώ, θα έχουν φύγει και όλοι οι άλλοι.
Ούτε εσείς είχατε καταλάβει την έκταση τότε;
Όχι, εγώ απλά έβλεπα ανθρώπους να τρέχουν, να φωνάζουν. Να φωνάζουν την πυροσβεστική και δεν υπήρχε τίποτα. Όσες ώρες ήμουνα εγώ εδώ, δεν πέρασε ούτε ένα πυροσβεστικό όχημα.
Τα παιδιά τι θυμούνται;
Από την επόμενη μέρα πήγαν σε ένα χώρο που τον έχουν μετατρέψει σε έναν ωραίο παιδότοπο και περνάνε πολύ καλά. Έχουν την αίσθηση ότι είναι σε μία κατασκήνωση. Δεν είδαν τις διαστάσεις της μεγάλης καταστροφής. Έχουν την εντύπωση ότι μόλις τελειώσει η κατασκήνωση, θα γυρίσουν πίσω στο σπίτι τους. Ήταν ο παράδεισος τους εδώ. Και για όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Έτσι πέφτει το βάρος σε εμάς πλέον να ξαναφτιάξουμε αυτόν τον παράδεισο για τα παιδιά μας, για εμάς, για όλους.
Και το κράτος;
Το κράτος, που σε εμάς εμφανίζεται με το πρόσωπο της Δημαρχίας, λειτουργεί με απίστευτα αργούς ρυθμούς -αν λειτουργεί. Κάνουμε αιτήσεις, περιμένουμε πότε θα μας πουν αν θα έρθει κάποιος».
Όσο περπατάμε στον μισοκαμένο κήπο του κ. Καρουσάκη («δεν έχω ξαναδεί τόσο περίεργη φωτιά, κάηκε ολοσχερώς το σπίτι και το γκαζόν έμεινε άθικτο», μου λέει κάποια στιγμή), βλέπω στο χώμα να έχουν ανθίσει μικρά κυκλάμινα. «Εδώ έχει ανθίσει ξανά», του λέω. «Αν μας αφήσει το κράτος, εμείς θα ξαναφτιάξουμε το Μάτι», μου απαντά.