Ουκρανία-Ρωσία και οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες

Φίλοι, εταίροι και ανταγωνιστές της Μόσχας έχουν τις δικές τους βλέψεις για τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία.
bergserg via Getty Images

Η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει φτάσει στους δέκα μήνες, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία και όπως φαίνεται θα εξελιχθεί σ’ έναν πόλεμο χαρακωμάτων. Κάποιοι θεωρούν ότι η έναρξη συνομιλιών και η επίτευξη συμφωνίας βρίσκονται προ των πυλών. Είναι όμως κάτι τέτοιο αποδεκτό από την ρωσική ηγεσία και, αν ναι, πώς θα το παρουσιάσει στο εσωτερικό της μετά από τόσες απώλειες;

Από την άλλη, δεν είναι μόνο το εσωτερικό που θα αντιδράσει είναι και το εξωτερικό, οι χώρες δηλαδή που έχουν στενές σχέσεις με τη Ρωσία και την βλέπουν είτε ως έναν σύμμαχο και εταίρο (Κίνα, Ιράν, Τουρκία) είτε ως προστάτη (Αρμενία) ή ως τον κυρίαρχο κρατικό δρώντα σ’ ένα σύστημα (χώρες Καυκάσου και Κεντρικής Ασίας).

Για την περίπτωση της Ουκρανίας ο Zbigniew Brzezinski είχε γράψει ότι η Ρωσία δεν μπορεί να ανακτήσει την ευρασιατική αυτοκρατορική της υπόσταση, εάν δεν θέσει υπό τον έλεγχό της την Ουκρανία, και πως μια Ρωσία δίχως την Ουκρανία θα στραφεί προς την Ασία, όπου θα αντιμετωπίσει τον εθνικισμό των κρατών της Κεντρικής Ασίας και την συνεχώς αυξανόμενη κινεζική ισχύ [1].

Τόσο στον Καύκασο όσο και στην Κεντρική Ασία η ρωσική πρωτοκαθεδρία δεν έχει αμφισβητηθεί ανοιχτά από κανένα κράτος των δύο συστημάτων ούτε από κάποια άλλη δύναμη. Αυτό δεν σημαίνει άλλες δυνάμεις δεν επιθυμούν την αύξηση της επιρροής τους στον Καύκασο και στην Κ. Ασία.

Για τη Ρωσία ο Καύκασος αποτελεί ένα ανάχωμα έναντι των πολιτικών και θρησκευτικών ταραχών της Μέσης Ανατολής. Επίσης, ο έλεγχος του Καυκάσου σημαίνει και επιρροή στην μεταφορά ενέργειας από την Κεντρική Ασία προς τις δυτικές αγορές. Η ρωσική πρωτοκαθεδρία στον Καύκασο επιβεβαιώθηκε με την διαμεσολάβηση της Μόσχας στον πόλεμο του 2020 μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, την επίτευξη ειρήνευσης και την αποστολή ειρηνευτική δύναμης για πέντε χρόνια, η οποία θα επιβλέπει την τήρηση της συμφωνίας. Να σημειωθεί ότι ανάλογες ειρηνευτικές δυνάμεις είχαν σταλεί στην Αμπχαζία και την Υπερδνειστερία, αλλά μετά την παρέλευση των πέντε ετών δεν αποχώρησαν.

Στα τέλη Οκτωβρίου οι ηγέτες του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας βρέθηκαν στη Μόσχα για συνέχιση των συνομιλιών, ωστόσο με την ρωσική ηγεσία επικεντρωμένη στην Ουκρανία και τις εξελίξεις στο μέτωπο, Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν προχωρήσει στην ανάληψη δικών τους πρωτοβουλιών για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων, όπως φάνηκε και από τη συνάντηση των υπουργών εξωτερικών των δύο κρατών στην Ουάσιγκτον παρουσία του Αμερικανού ομολόγου τους στις 7 Νοεμβρίου [2]

Η Τουρκία από την πλευρά της, κινούμενη με βάση τις επιταγές του Νέο-οθωμανισμού και όπως παρουσιάστηκε και στο άρθρο της 19ης Νοεμβρίου, έχει τις δικές της επιδιώξεις για τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Συσφίγγει συνεχώς τις σχέσεις της με το Αζερμπαϊτζάν και το τελευταίο διάστημα έχει προχωρήσει στην διεξαγωγή μιας σειράς κοινών στρατιωτικών γυμνασίων με το Μπακού. Οι ασκήσεις, εκτός από επιβεβαίωση της στενής συνεργασίας και των καλών σχέσεων των δύο κρατών, λειτουργούν και ως μήνυμα έναντι του Ιράν, το οποίο δείχνει όλο ένα και πιο έντονο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στην περιοχή του Καυκάσου και οι σχέσεις του με το Αζερμπαϊτζάν είναι τεταμένες.

Η πολιτική του Ιράν, μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, προς τον Καύκασο είχε ως κύριο στόχο τον περιορισμό της επιρροής των ΗΠΑ και του Ισραήλ για λόγους ασφαλείας. Σταδιακά, οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής του Ιράν για τις χώρες του Καυκάσου διευρύνθηκαν. Η μείωση του κινδύνου συγκρούσεων στην περιοχή, η επίλυση του νομικού καθεστώτος της Κασπίας και η αύξηση της επιρροής του ήταν οι νέοι στόχοι της Τεχεράνη. Κάποιοι αναλυτές θεωρούν ότι σε πιθανή άρση των κυρώσεων που του έχουν επιβληθεί η επιρροή του στην περιοχή θα αυξηθεί σημαντικά [3].

Η περιοχή της Κεντρικής Ασίας βρέθηκε υπό τον έλεγχο ενός ηγεμόνα, στο μεγαλύτερο μέρος της, τρεις φορές στην διάρκεια της ιστορίας. Οι δύο πρώτες ήταν την περίοδο των Τζένκινς Χαν και Ταμερλάνου. Την τρίτη φορά ο ηγεμόνας ήταν η Ρωσία, είτε ως αυτοκρατορία των Ρομανώφ είτε ως Σοβιετική Ένωση. Η επέκταση του ρωσικού κράτους στην περιοχή ξεκίνησε από τα μέσα του 19ου αιώνα και δεν έγινε στο πλαίσιο απόκτησης αποικιών και γόνιμων εδαφών, όπως συνέβη με τις δυτικό-ευρωπαϊκές δυνάμεις. Στόχος της επεκτάσεως ήταν η ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας του κράτους, η οποία θα ήταν επακόλουθο της προσάρτησης νέων εδαφών και αύξησης της κρατικής ισχύος [4]

Η Κεντρικής Ασία αποτελεί τον πυρήνα των «ευρασιατικών Βαλκανίων», τα οποία -σε αντίθεση με τα «παραδοσιακά»- παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από οικονομική, ενεργειακή και γεωπολιτική άποψη. Η θέση τους στο κέντρο της Ευρασίας σημαίνει ότι μπορούν να αποτελέσουν τον συνδετικό κρίκο του ανατολικού και του δυτικού άκρου της και το πλούσιο σε πετρέλαιο, φυσικό αέριο και σπάνιες γαίες υπέδαφος τους τα καθιστά ως μια ζώνη «ειδικού ενδιαφέροντος» τόσο για τις δυνάμεις της περιοχής (Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Τουρκία, Ιράν) όσο και για τις ΗΠΑ και την ΕΕ [5].

Οι χώρες της Κεντρικής Ασίας τρεις δεκαετίες, μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους, αναζητούν και προσπαθούν να διαμορφώσουν την εθνική τους ταυτότητα. Επιθυμούν να απογαλακτιστούν από τη Μόσχα και ανοίξουν τις οικονομίες τους στον υπόλοιπο κόσμο, ενώ παράλληλα προσπαθούν να επιλύσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα, τα οποία οφείλονται στην ανομοιογένεια του πληθυσμού, καθώς τα πολιτικά σύνορα των κρατών της περιοχής δεν χαράχτηκαν με βάσει τις εθνοτικές ομάδες και τις περιοχές που αυτές διέμεναν, αλλά πολιτικά κριτήρια γεγονός που προκαλεί εσωτερικές συγκρούσεις.

Από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν πρόθυμες να εμπλακούν στην Κεντρική Ασία, διότι αναγνώρισαν «ειδικά συμφέροντα» της Ρωσίας στη περιοχή. Όμως, αργότερα διεπίστωσαν ότι τα κράτη της περιοχής ήταν υπερβολικά εξαρτημένα από τη Ρωσία και προσπάθησαν να συμβάλουν στην απαγκίστρωση των εν λόγω κρατών από τη Μόσχα. Η Ουάσιγκτον στοχεύει στη μη ύπαρξη μίας ηγεμονικής δύναμης στην περιοχή και στην ελεύθερη πρόσβαση της διεθνούς κοινότητας προς τις οικονομίες της περιοχής και το αντίστροφο [6]

Επιπλέον, η ενίσχυση της αμερικανικής παρουσίας στην Κεντρική Ασία θα ανάγκαζε την Κίνα να μεταφέρει μέρος της συνεχώς διογκούμενης ισχύος της από την περιοχή της Νοτίου Σινικής Θάλασσάς και του Ειρηνικού προς τα δυτικά της σύνορα. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την μερική ανάσχεση της Κίνας στη θάλασσά και την καθυστέρηση της αύξησης και της μετέπειτα επίδειξης της ναυτικής της ισχύος στην περιοχή της Νοτίου Σινικής Θάλασσάς και του Ειρηνικού.

Η Κίνα αποτελεί μια αναδυόμενη δύναμη με τη δυνατότητα να επηρεάζει μία ζώνη από την Κεντρική Ασία έως την τη ρωσική Άπω Ανατολή και τη Νότιο Σινική Θάλασσά έως τον Ινδικό Ωκεανό. Το Πεκίνο ζητά και επιδιώκει την ανακατανομή της ισχύος στο διεθνές σύστημα, γι’ αυτό τον λόγο έχει υιοθετήσει και εφαρμόζει μια δυναμική εξωτερική πολική, η οποία στοχεύει στην εξασφάλιση των απαιτούμενων ενεργειακών πόρων και πρώτων υλών για τη συντήρηση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και του βιοτικού επιπέδου του αστικού της πληθυσμού. Οι στρατηγικές βλέψεις του Πεκίνου προς την Κεντρική Ασία ενισχύθηκαν μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανεξαρτητοποίηση των κρατών της περιοχής, διότι η Κίνα, πλέον, είχε κοινά σύνορα με ασταθή και αδύναμα οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά κράτη και όχι με μια υπερδύναμη, όπως ήταν η ΕΣΣΔ [7].

Για το Πεκίνο η μετασοβιετική Κεντρική Ασία δεν αποτελεί χώρο- σε πρώτο τουλάχιστον χρόνο- ανταγωνισμού, αλλά πεδίο οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας έναντι του μέτα-ψυχροπολεμικού κόσμου, στον οποίο οι ΗΠΑ έχουν ηγεμονικό ρόλο. Για το Πεκίνο οι χώρες της Κεντρικής Ασίας είναι μια νέα αγορά για τα κινεζικά προϊόντα και πηγή προμήθειας πετρελαίου και φυσικού αερίου για την κάλυψη της συνεχώς αυξανόμενης βιομηχανικής του παραγωγής και οικιακής κατανάλωσης [8].

Η κινεζική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αναγνωρίζουν τις επιπτώσεις που θα είχε ένας αποκλεισμός ή περιορισμός των θαλασσίων οδών από τις ΗΠΑ. Έτσι, η δια ξηράς μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου από την Κεντρική Ασία μέσω αγωγών, που δεν ελέγχονται από τις ΗΠΑ ή συμμαχικό τους κράτος, αποτελεί την εναλλακτική και χρήσιμη λύση για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του Πεκίνου [9] .

Το Ιράν βλέπει τις χώρες της Κεντρικής Ασίας ως νέους πιθανούς πολιτικούς και εμπορικούς εταίρους. Επίσης, στα πλαίσια διαμόρφωσης της εθνικής τους ταυτότητας και συνείδησης οι πληθυσμοί των κρατών της Κεντρικής Ασίας, σε αντίθεση με τις πολιτικές ελίτ, ενστερνίζονται τις ισλαμικές αρχές και αυτοπροσδιορίζονται με βάση τη θρησκεία. Η απήχηση της θρησκείας στις κοινωνίες της περιοχής θεωρείται από την Τεχεράνη μια καλή ευκαιρία διάδοσης των αρχών της Ιρανικής Επανάστασης, με απώτερο στόχο την διαμόρφωση και εγκαθίδρυση αντίστοιχων καθεστώτων και στην Κεντρική Ασία.

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι φίλοι, εταίροι και ανταγωνιστές της Μόσχας έχουν τις δικές τους βλέψεις για τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Μέχρι στιγμής, σέβονται τα πρωτεία της Μόσχας, όμως η κυριαρχία της Ρωσίας εξαρτάται- ως έναν βαθμό- από την έκβαση του πολέμου με την Ουκρανία. Το αποτέλεσμα θα δείξει εάν η Ρωσία μπορεί να διατηρήσει την επιρροή της στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και κατά πόσο μπορεί να κρατήσει την επιρροή άλλων κρατικών δρώντων σ’ αυτές σε χαμηλά επίπεδα. Επομένως, Ουκρανία θα καθορίσει το status της Ρωσίας ως μεγάλη ή παρακμάζουσα μεγάλη δύναμη.

Παραπομπές και σύνδεσμοι

[1] Brzezinski Zbigniew, «Η Μεγάλη Σκακιέρα: η αμερικανική υπεροχή και οι γεωστρατηγικές της επιταγές», εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1998, σ.88

[3] Paul Amanda, ‘Iran’s policy in the South Caucasus- Between pragmatism and realpolitik’ in The South Caucasus, Between integration and fragmentation’, May 2015, pp 53-54, 59.

[4] Μαρκέτος Ν. Θρασύβουλος, «Η Γεωπολιτική Πρακτική της Ρωσίας στη Μετασοβιετική Κεντρική Ασία», εκδ. Σύλλογος προς Διάδοσίν Ωφέλιμων Βιβλίων, Αθήνα, 2008, σσ. 20, 75-76

[5] Brzezinski Zbigniew, «Η Μεγάλη Σκακιέρα» σ. 217.

[6] Κάπλαν Ντ. Ρόμπερτ, «Η Εκδίκηση της Γεωγραφίας», (μτφ) Σπύρος Κατσούλας, εκδ. Μελάνι, Αθήνα, 2017, σ. 357

[7] Νταβούτογλου Αχμέτ, «Το Στρατηγικό Βάθος: Η Διεθνής Θέση της Τουρκίας», (επ) Σαρρής Νεοκλής, (μτφ) Ραπτόπουλος Νικόλαος εκδ. Ποιότητα, Αθήνα, 2010, σ.713

[8] Μαρκέτος Ν. Θρασύβουλος, «Η Γεωπολιτική Πρακτική της Ρωσίας στη Μετασοβιετική Κεντρική Ασία», σσ . 272-273, 276

Δημοφιλή