Tο Συμβούλιο της Επικρατείας (το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας) με την πρόσφατη απόφαση 330/2018 έκρινε ότι κάθε σύζυγος μπορεί να υποβάλλει χωριστή ηλεκτρονική δήλωση φόρου εισοδήματος. Και έγινε χαμός! Όχι αυτή τη φορά από «εκκλησιαστικούς κύκλους», αλλά από τους ποικιλώνυμους σχολιαστές της ζώσας καθημερινότητας που αρέσκονται να προσθέτουν «μπόλικη πιπεράτη σάλτσα» στις εκτιμήσεις τους.
Τι έγινε, λοιπόν, στη συγκεκριμένη υπόθεση; Το Δικαστήριο για άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια απέδειξε ότι μπορεί να βρίσκεται μπροστά από τη Δημόσια διοίκηση και να της δείχνει το δρόμο, ερμηνεύοντας ορθά τις αρχές της ισότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, σύμφωνα πάντα με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Πιο συγκεκριμένα το ανώτατο δικαστήριο έκανε δεκτή προσφυγή φορολογουμένου κατά της σιωπηρής άρνησης της φορολογικής αρχής στο αίτημά του να υποβάλλει χωριστή ηλεκτρονική δήλωση φόρου εισοδήματος και όχι κοινή δήλωση με τη σύζυγό του, να εκδίδεται χωριστό εκκαθαριστικό σημείωμα, να προσδιορίζεται χωριστά το αποτέλεσμα της εκκαθάρισης και οι δόσεις πληρωμής.
Τι σημασία έχει αυτό για τον απλό πολίτη ιδίως για τη γυναίκα; Σημαίνει ότι επιτέλους η φορολογική διοίκηση καλείται να σεβαστεί την περιουσιακή αυτοτέλεια της συζύγου και στο πλαίσιο ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς της να της δώσει το δικαίωμα να επιλέξει αν θέλει να υποβάλει κοινή δήλωση εισοδήματος ή όχι. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι επιτέλους – την εποχή της οικονομικής κρίσης – θα παύσουν οι αναίτιες κατασχέσεις των φορολογικών αρχών και οι ποινικές διώξεις σε βάρος συζύγου που θεωρείται από τις εισαγγελικές αρχές συνυπόχρεος για την καταβολή χρεών που προκύπτουν από την κοινή φορολογική δήλωση, ασχέτως εάν προέρχονται από τη δραστηριότητα του έτερου συζύγου.
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι το ΝΔ 3323/1955 (Φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων), που ίσχυε μέχρι το νόμο 2238/1994, προέβλεπε την προσθήκη των εισοδημάτων της συζύγου σε αυτά του συζύγου, ο οποίος φορολογούταν για το σύνολο των (οικογενειακών) εισοδημάτων. Ο νομοθέτης δηλαδή τη μακρινή δεκαετία του 1950 θεωρούσε είτε ότι η σύζυγος δεν εργάζεται είτε ότι το εισόδημα της συζύγου κατά κυριότητα ανήκε στο σύζυγο. Η αλλαγή έγινε το 1984 με το νόμο 1473 στο πλαίσιο νομοθετικών ρυθμίσεων που υλοποιούσαν τη συνταγματική επιταγή για την ισότητα και την ισονομία των δύο φύλων. Έκτοτε, οι σύζυγοι και προσφάτως όσοι υπογράφουν σύμφωνο συμβίωσης υποβάλουν κοινή δήλωση, ενώ τα εισοδήματά τους εκκαθαρίζονται χωριστά.
Μέχρι σήμερα, όμως, η υποβολή ξεχωριστής φορολογικής δήλωσης επιτρέπονταν μόνον στις περιπτώσεις που είχε διακοπεί η έγγαμη συμβίωση κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης ή ο ένας από τους δύο συζύγους ήταν σε κατάσταση πτώχευσης ή είχε υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση.
Ωστόσο, η ενσκήψασα πρωτοφανής οικονομική κρίση κατέδειξε την παραδοξότητα ενός φορολογικού συστήματος που αποδέχονταν μεν ότι η περιουσία των συζύγων δεν διέπεται από καθεστώς «κοινοκτημοσύνης», αλλά την ίδια ώρα προχωρούσε σε αναγκαστικά μέτρα είσπραξης και σε υποβολή μηνυτήριων αναφορών και στους δύο συζύγους ακόμη και εάν τα χρέη είχαν δημιουργηθεί από τον έναν. Που οφείλονταν αυτή η τραγελαφική κατάσταση; Στο γεγονός ότι σύμφωνα με το νόμο ναι μεν ο ένας σύζυγος (συνήθως ο ανήρ) είχε διαδικαστική υποχρέωση για υποβολή κοινής φορολογικής δήλωσης μολονότι η εκπλήρωση της οφειλής βάρυνε έκαστο των συζύγων, ωστόσο στα κιτάπια της εφορίας (τα περιλάλητα βιβλία εισπρακτέων εσόδων) εγγράφονταν ως απαίτηση από τον δηλούντα σύζυγο το ποσό που προκύπτει από την άθροιση των φορολογικών οφειλών αμφοτέρων των συζύγων. Τούτο προφανώς δεν έβρισκε έρεισμα σε διάταξη νόμου αλλά αποτελούσε τελικώς, κατ′ ουσίαν, απόρροια του ότι ο σύζυγος ορίζεται κατά το νόμο ως υπόχρεος υποβολής δήλωσης και για τα εισοδήματα της συζύγου.
Συνεπώς, με την απόφασή του το ΣτΕ επιτάσσει στη φορολογική διοίκηση όπως εφεξής:
α) προβαίνει σε ξεχωριστή βεβαίωση του φόρου εισοδήματος για κάθε σύζυγο. Με το σημερινό σύστημα όπως προαναφέρθηκε η βεβαίωση γίνεται στο όνομα του συζύγου.
β) επιβάλλει μέτρα αναγκαστικής είσπραξης μόνο στο σύζυγο ο οποίος δεν εκπληρώνει τις φορολογικές του υποχρεώσεις. Με το σημερινό σύστημα η φορολογική διοίκηση μπορεί να επιβάλλει μέτρα αναγκαστικής είσπραξης και στους δυο συζύγους όταν δεν εξοφλείται στο σύνολό του ο φόρος εισοδήματος που βεβαιώνεται με το κοινό εκκαθαριστικό. Σημειωτέον ότι η μόνη άμυνα που είχε μέχρι σήμερα ο μη οφειλέτης σύζυγος ήταν η αίτηση διαχωρισμού χρεών προς την εφορία, την οποία όμως συνήθως έκανε αφού είχε αναιτίως κατασχεθεί από το Δημόσιο η περιουσία του.
Τέλος, όσα είδαν το φως της δημοσιότητας με αφορμή την απόφαση αυτή περί στρεβλώσεων στον υπολογισμό των τεκμηρίων ή για φόρτο εργασίας των φορολογικών αρχών για την εκκαθάριση περισσότερων δηλώσεων δεν αντέχουν στην κριτική. Και τούτο διότι στην πρώτη περίπτωση μια απλή άθροιση των αυτοτελών δηλώσεων των συζύγων θα δίνει την απάντηση στο πρόβλημα της κάλυψης ή μη τεκμηρίων, ενώ ο ισχυρισμός περί δυσκολίας εκκαθάρισης περισσότερων δηλώσεων την εποχή της τεχνολογικής επανάστασης και των οπτικών ινών μόνον θυμηδία προκαλεί…