Οι 32 ώρες του Ερντογάν στην Ελλάδα

Οι 32 ώρες του Ερντογάν στην Ελλάδα
SOPA Images via Getty Images

Ξεκίνησε με πάταγο στο προεδρικό μέγαρο, ολοκληρώθηκε χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις στην Κομοτηνή. Αλλά τι αφήνει πίσω της αυτή η ασυνήθιστη επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στην Ελλάδα;

Το εύκολο είναι να αναζητήσει κανείς απάντηση στο ερώτημα από την σκοπιά της εσωτερικής πολιτικής σκηνής. Ποιος κέρδισε, ποιος έχασε; Έκανε καλό στην κυβέρνηση ή της έκανε ζημιά; Η «εικόνα» του πρωθυπουργού βγήκε ενισχυμένη ή τραυματισμένη; Έχει δίκιο η αντιπολίτευση όταν κατηγορεί για ελλιπή και επιπόλαιη προετοιμασία του ταξιδιού; Έχουν λόγο να πανηγυρίζουν οι φίλοι της κυβέρνησης για σθεναρή στάση του Αλέξη Τσίπρα στην συνέντευξη Τύπου απέναντι στον Τούρκο πρόεδρο;

Τετριμμένα ερωτήματα, εύκολες απαντήσεις. Εύκολες- επειδή είναι ασήμαντες. Στο παιχνίδι των εντυπώσεων, το παιχνίδι του spin ισχύει ο νόμος των φθινουσών αποδόσεων. Χρειάζεται όλο και μεγαλύτερες επενδύσεις σε χρήμα, χρόνο, μέσα και ενέργεια για όλο και μικρότερες αποδόσεις στην διαμόρφωση των συνειδήσεων ενός υπερ-κορεσμένου κοινού. Που εξατμίζονται, άλλωστε, όλο και πιο γρήγορα.

Ας μείνουμε στα βασικά, λοιπόν:

Όχι, δεν έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι δεν έπρεπε να προσκληθεί ο Ερντογάν - επειδή έχει εκτραπεί σε μια ακραία, αυταρχική εκδοχή διακυβέρνησης στο εσωτερικό, επειδή έχουν διαταραχθεί οι σχέσεις του με τα παραδοσιακά του στηρίγματα στην Δύση, επειδή έχουν ενταθεί οι αεροναυτικές προκλήσεις στο Αιγαίο ή επειδή οι ελληνοτουρκικές σχέσεις περνούν μέρες γκρίζες, οπισθοχωρούν πίσω από τα κεκτημένα των «ήρεμων υδάτων» των τελευταίων 20 χρόνων. Όλοι αυτοί οι λόγοι θα ήταν επιχειρήματα περί του αντιθέτου, υπέρ της ανάγκης να αποκατασταθούν οι κομμένες γέφυρες επικοινωνίας στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο.

Ναι, η επίσκεψη ήταν μια διπλωματική άσκηση υψηλού ρίσκου. Δεν μπορούσε παρά να είναι- λαμβάνοντας υπ΄ όψιν την προσωπικότητα του επισκέπτη και την κατάσταση στην χώρα του. Κι είναι ένα ερώτημα αν η ελληνική πλευρά είχε πλήρη συνείδηση του ρίσκου αυτού. Ναι, η εκτροπή της επίσκεψης σε ένα απρογραμμάτιστο debate on camera εφ όλης της ύλης των ελληνοτουρκικών διαφορών ήταν δυσάρεστη, επικίνδυνη, απείλησε να οδηγήσει σε ναυάγιο όλο το ταξίδι και έπρεπε οπωσδήποτε να έχει αποφευχθεί. Ναι, η ελληνική πλευρά, δια του πρωθυπουργού, απάντησε με επάρκεια και μετριοπάθεια, στον σωστό τόνο, χωρίς υπερβολές, στις θέσεις Ερντογάν. Αλλά όχι- αυτό δεν αρκεί για να καταστήσει επιτυχημένο το εγχείρημα. Δεν προσκαλέσαμε τον Ερντογάν για να «μας την πει» ή για να τον «ταπώσουμε» σε ένα παιχνίδι ηγετικού γοήτρου δίχως νόημα. Τον καλέσαμε για να ανακόψουμε την φθορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Το πραγματικό ερώτημα, συνεπώς, είναι αυτό: Βελτιώθηκαν, επιδεινώθηκαν ή έμειναν ανεπηρέαστες οι σχέσεις αυτές μετά το ταξίδι του Ερντογάν; Για να απαντήσουμε θα έπρεπε να έχουμε γνώση όσων συζητήθηκαν όχι εμπρός στις κάμερες αλλά πίσω από τις κλειστές πόρτες. Και θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε τα αποτελέσματα, αν υπάρχουν αποτελέσματα, στην πράξη. Ως τότε μένουν απλώς οι εντυπώσεις από το πρωτότυπο talk show που παρακολουθήσαμε live.

Μα τι αφήνει πίσω της, πέραν των εντυπώσεων, πέραν και των εφήμερων επιπτώσεων στην αέναη χορογραφία των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών, η πρώτη επίσκεψη Τούρκου Προέδρου στην Ελλάδα, μετά 67 έτη;

Την επίγνωση, νομίζω, της ανάγκης για έναν νέο σχεδιασμό μιας εθνικής στρατηγικής για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Φθάσαμε ως εδώ με την λεγόμενη στρατηγική του Ελσίνκι- εμείς υποστηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και σε αντάλλαγμα εξασφαλίζουμε ηρεμία στα ανατολικά μας σύνορα. Κι αν οι ιστορικές διαφορές δεν επιλύονται, πάντως δεν ανακινούνται, ούτε επιδεινώνονται. Αυτή η στρατηγική, για προφανείς λόγους έφθασε στα όριά της. Η επίσκεψη Ερντογάν το επιβεβαίωσε. Αλλά η σύλληψη και η υιοθέτηση μιας νέας εθνικής στρατηγικής, δεν προκύπτει από διπλωματικούς αυτοσχεδιασμούς. Χωρίς ένα μίνιμουμ εθνικής συναίνεσης είναι, κυριολεκτικά, mission impossible.

Δημοφιλή