Ενα πιάνο, ένας υπολογιστής, πολλά ηλεκτρονικά εφέ και, κατά δεύτερο λόγο, μια ηλεκτρική κιθάρα, ελάχιστες φορές ένα ακορντεόν και κάποια παραδοσιακά κέλτικα έγχορδα, αρκετά μια ανδρική φωνή και πολύ λιγότερο μια γυναικεία…Πάρα πολύ σπάνια το Ωδείο Ηρώδου Αττικού έχει κυριολεκτικά πλημμυρίσει από ήχο με τόσα λίγα και λιτά μέσα όσο το κατάφεραν οι αδελφοί Μπράιαν και Ρότζερ Ινο.
Ανορθόδοξα ίσως αλλά θα αρχίσω από το τέλος…Στην καθιερωμένη υπόκλιση ο Μπράιαν κι ο Ρότζερ Ινο, οι πρωταγωνιστές της βραδιάς, δεν ήταν στο κέντρο όπως κατά κανόνα συμβαίνει αλλά στις δύο άκρες έχοντας ανάμεσα τους άλλους τρεις μουσικούς που τους συνόδευσαν.
Όχι, δεν ήταν η αναγνώριση τους στους συνεργάτες τους αλλά κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Ηταν δύο άνθρωποι που έχουν κατακτήσει την μεγαλύτερη νίκη για καθένα/καθεμία δημιουργό, τον απόλυτο, πλήρη ήχο των αισθητικών, εκφραστικών και όποιων άλλων μέσων τους. Όταν ο/η αληθινός/ή δημιουργός το επιτύχει αυτό όλα τα υπόλοιπα του φαίνονται πολύ ασήμαντα, αν όχι μάταια.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Στη σκηνή του Ηρωδείου - που ήταν γεμάτο από κόσμο ο οποίος είχε έρθει από αρκετές ευρωπαϊκές χώρες αλλά και από διαφορετικές περιοχές της Βρετανίας όπως θα έλεγε στη συνέχεια εντυπωσιασμένος αλλά και ευγνώμων ο Μπράιαν Ινο - ένα λιτότατο set up, δεξιά για τους θεατές ένα πιάνο και αριστερά ένα τραπέζι με τον υπολογιστή, την κονσόλα και τα racks των εφέ.
Oι αδελφοί Ινο βγήκαν στη σκηνή και κάθισαν στις θέσεις τους, ο Ρότζερ στο πιάνο και ο Μπράιαν στο τραπέζι. Δίπλα στον δεύτερο από την αρχή μέχρι το τέλος ο Πίτερ Τσίλβερς, τυπικά κιμπορντίστας και προγραμματιστής αλλά σε αυτή την περίπτωση ουσιαστικά βοηθός του, προετοίμαζε όλους τους ήχους και τα εφέ ώστε ο ίδιος να έχει να χειρίζεται μόνο την κονσόλα.
Η χωροποίηση του ήχου
Το πρώτο περίπου μισό της συναυλίας ήταν αφιερωμένο στο «Mixing Colours», το album που κυκλοφόρησαν ακριβώς πριν την αρχή της πανδημίας πέρυσι οι αδελφοί Ινο. Είχαν συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν αλλά αυτός είναι ο πρώτος δίσκος που πραγματικά έκαναν από κοινού και σημειωτέον προέκυψε αυθόρμητα, δίχως να το έχουν προγραμματίσει και επίσης ήταν η αφορμή για να πραγματοποιήσουν αυτή την, ιστορική υπό μιαν έννοια, πρώτη κοινή τους συναυλία.
Όπως έχουν εξηγήσει οι ίδιοι την διαδικασία της δημιουργίας του ο Ρότζερ έστελνε ηχογραφήσεις συνθέσεων του στον Μπράιαν ο οποίος τις επεξεργαζόταν στο δικό του στούντιο, κάποιες φορές σε βαθμό που κυριολεκτικά να μεταμορφώνονται.
Το συνθετικό ύφος του Ρότζερ Ινο θυμίζει αρκετά εκείνο του Χάρολντ Μπαντ, ενός Αμερικανού συνθέτη (πέθανε σε ηλικία ογδόντα τεσσάρων ετών στα τέλη της περυσινής χρονιάς από επιπλοκές μετά την προσβολή του από τον κόβιντ) με τον οποίο διόλου συμπτωματικά ο μεγαλύτερος αδελφός του είχε κάνει δύο από κοινού δίσκους στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Όπως συνέβαινε και με αυτή του Μπαντ, η γραφή του Ρότζερ Ινο είναι μινιμαλιστική αλλά πολύ μελωδική, ιδιαίτερα ατμοσφαιρική και έχει στο επίκεντρο της το παίξιμο του στο πιάνο. Επίσης είναι σχεδόν πάντα σχετικά χαμηλής έντασης και αργών τέμπο, αμφότερα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τόσο τον Budd όσο βέβαια και τον αδελφό του.
Μετά από ολοφάνερα εξαντλητική μελέτη της ακουστικής του Ηρωδείου – αν και δεν κατόρθωσαν να βάλουν ηχεία και ανάμεσα στο κοινό όπως επιθυμούσαν – στη ζωντανή παρουσίαση του το «Mixing Colours» προχώρησε αρκετά βήματα σε σχέση με την ηχογραφημένη εκδοχή του.
Τα «χρώματα που αναμειγνύονται» στην πραγματικότητα είναι ηχοχρώματα και στο περιβάλλον της ζωντανής εκτέλεσης ο Μπράιαν Ινο το έκανε αυτό κατά πολύ περισσότερο από όσο στον δίσκο.
Επαιρνε τα πιανιστικά θέματα του αδελφού του και – με την πολύτιμη συμβολή του Πήτερ Τσίλβερς - τα επεξεργαζόταν και/ή τους προσέθετε εφέ με αποτέλεσμα ο ήχος να γίνεται σχεδόν…τρισδιάστατος. Μάζες ήχων αλλά και συχνοτήτων που εντέλει αποκτούσαν μια «χωρική» υπόσταση, γίνονταν τμήματα του χώρου όπως ξέρει να κάνει τόσο καλά ο Μπράιαν Ινο από την στιγμή που ανακάλυψε τους τρόπους που λειτουργεί και επί της ουσίας θεμελίωσε εκείνο το οποίο ο ίδιος αποκάλεσε και εξακολουθούμε να λέμε ambient.
Ηχητικές μάζες που μετακινούνταν αργά ανάμεσα και μεταξύ στη σκηνή και το κοινό και, καθώς άλλαζαν θέσεις, μαζί άλλαζαν και τα (ηχο)χρώματα και οι συχνότητες τους, κάτι που κάποιους στιγμές αποδόθηκε με εξαίρετους πραγματικά φωτισμούς όχι μόνο στη σκηνή αλλά και στην ορχήστρα, ακόμα και στο φυσικό σκηνικό και τα διαζώματα του Ηρωδείου, δημιουργώντας μια σαγηνευτική οπτικοακουστική πανδαισία η οποία δεν ήθελε να σε εντυπωσιάσει αλλά μόνο να σε τέρψει και, ίσως ακόμα περισσότερο, να σε κάνει να νιώσεις τμήμα της.
Οικογενειακή υπόθεση
Με καθυστέρηση καθώς αρχικά μιλούσε ανάμεσα στα κομμάτια μόνο ο Ρότζερr ο Μπράιαν Ινο είπε «θα παίξουμε κάνα – δυο ακόμα τέτοια κομμάτια και μετά κάποια άλλα διαφορετικά». Η διαφοροποίηση αυτή σηματοδοτήθηκε από την έξοδο των δύο τελευταίων προσώπων στην σκηνή, μιας κοπέλας και ενός άντρα, που κάθισαν σε δύο καρέκλες οι οποίες βρίσκονταν πίσω από το πιάνο και το τραπέζι του Μπράιαν με τον δεύτερο να παίρνει μια ηλεκτρική κιθάρα. Ο Ρότζερ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την χαρά του, «να σας συστήσω την ανιψιά του Μπράιαν, την Σέσιλι, της οποίας έχω την τιμή να είμαι ο μπαμπάς».
Η Σέσιλι Ινο, διακεκριμένη εικαστικός και φωτογράφος στην Αγγλία, αποδεικνύεται ότι έχει κληρονομήσει το μουσικό ταλέντο του πατέρα και του θείου της αλλά με ένα πολύ διαφορετικό τρόπο και από τους δύο. Διαθέτει μια πολύ ιδιαίτερη φωνή που φέρνει κάπως στο νου την Ιρλανδή Ενια, ειδικά σε κάποιες συνθέσεις του πατέρα της ((λίγες από αυτές με τον ίδιο να παίζει ακορντεόν) που συνόδευε την ερμηνεία της παίζοντας κάποια παραδοσιακά κελτικά έγχορδα, αν και χωρίς τα πολλαπλά ηχογραφημένα «στρώματα» της φωνής και τα ηλεκτρονικά keyboards που ήταν το «σήμα κατατεθέν» εκείνης.
Μετά από ένα κομμάτι όπου η ερμηνεία της ήταν όντως περισσότερο και από εντυπωσιακή ο Ρότζερ σηκώθηκε από το πιάνο και, ξεχειλίζοντας από απολύτως δικαιολογημένη πατρική υπερηφάνεια, είπε απλά «η κόρη μου». Ακολούθησε ένα εντελώς αυθόρμητο αγκάλιασμα μπαμπά και κόρης με τον αδελφό και θείο Μπράιαν να παρακολουθεί με ένα πλατύ χαμόγελο να φωτίζει την περίσκεψη που δεν εγκαταλείπει ποτέ το πρόσωπο του.
Αλλά και η αγάπη μεταξύ των δύο αδελφών ήταν έκδηλη, όπως όμως και οι πολύ διαφορετικές προσωπικότητες τους. Πολύ πιο εξωστρεφής, επικοινωνιακές και εύθυμος ακόμα ο Ρότζερ, αντίθετα με τον εσωστρεφή στο έπακρο και ολιγόλογο Μπράιαν ο οποίος μάλιστα, όσο παράδοξο και αν είναι, έχει μάλλον και κάποιου είδους stage fright, τρακ πιο απλά δηλαδή, αποτέλεσμα ίσως και των ελάχιστων συναυλιών που πραγματοποιεί.
Ημουν σε θέση από την οποία μπορούσα να παρατηρώ πολύ καλά την σκηνή και δεν τον είδα να κοιτάζει ούτε μια φορά το κοινό στα μάτια ή έστω προς το μέρος του. Όταν δεν κοιτούσε την κονσόλα του το βλέμμα του ήταν καρφωμένο σε ένα σημείο του χώρου, στη μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας προς τα κάτω.
Από την άλλη τα δύο αδέλφια μοιράζονται μια πολύ καλή αίσθηση του χιούμορ με του Μπράιαν και πάλι να είναι πολύ πιο τυπικά βρετανική και βαθιά, υπόγεια ειρωνική. «Σήμερα παίζουμε κάποια τόσο παλιά τραγούδια που δεν θυμάμαι τους στίχους τους και κάποια τόσο καινούρια ώστε δεν έχω προλάβει να τους μάθω», είπε με σπάνιο μα και απολαυστικό αυτοσαρκασμό κάποια στιγμή.
Maverick + visionary = genius
Ο εξηνταδυάχρονος Ρότζερ Ινο μπορεί να έχει μια πολύ καλή και γεμάτη αγάπη σχέση με τον κατά έντεκα χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του, ακόμα και να «κάνει πλάκα» μαζί του κατά το κοινώς λεγόμενο αλλά αναμφίβολα διακατέχεται και από ένα είδος δέους απέναντι του.
«Η μεγαλοφυία του Μπράιαν», είπε αυθόρμητα σε μια στιγμή, κάτι που δεν ακούς να λέγεται ανάμεσα σε αδέλφια ακόμα και αν είναι απόλυτα αληθινό. Ο ίδιος είναι μουσικός μεγάλης αξίας και ταλέντου, για την ακρίβεια από τυπικής πλευράς είναι πολύ καλύτερος από τον Μπράιαν, το παίξιμο του στο πιάνο είναι επιπέδου σολίστ.
Η μεγάλη διαφορά όμως είναι ότι ο Μπράιαν Ινο, πριν ακόμα από το επίσημο ξεκίνημα του της διαδρομής του με τους Roxy Music και μέχρι σήμερα, ήταν κάτι...αρκετά περισσότερο από απλά μουσικός!
Ο τρόπος που αντιλαμβανόταν, συνελάμβανε τον ήχο και τα μέρη του εξαρχής, το πως το εφάρμοσε στη συνέχεια τόσο στις προσωπικές δισκογραφικές εργασίες του όσο και στις πολλές εκλεκτές συνεργασίες αλλά και στις παραγωγές του για κορυφαία ονόματα της διεθνούς μουσικής (Ντέιβιντ Μπόουι, Talking Heads, U2) πήγαινε πολύ πιο μακριά από τις συνηθισμένες διαστάσεις – και διαχωρισμούς – της ιδιότητας του/της μουσικού, συνθέτης/στιχουργός/εκτελεστής/ερμηνευτής.
Ο Μπράιαν Ινο ανέκαθεν αντιμετώπιζε την ηχητική εμπειρία - που μέρος της είναι και η μουσική – ως ένα αδιαίρετο σύνολο, επιμένοντας να την «βλέπει» σχεδόν όσο και να την ακούει και πηγαίνοντας κόντρα σε όλους τους μέχρι τότε κανόνες και αρχές της με το να θέτει τους δικούς του, συνήθως διαφορετικούς κάθε φορά. Ενας ασυμβίβαστος, σχεδόν εκ γενετής, maverick και ταυτόχρονα ένας ενορασικός visionary, o συνδυασμός που νομοτελειακά έχει ως αποτέλεσμα μια genius.
Στο πρώτο μέρος ουσιαστικά δεν έκανε σχεδόν τίποτα, ακόμα και οι πολύ λεπτές κινήσεις των χεριών του στην κονσόλα δεν διακρίνονταν. Το έβλεπες όμως ή μάλλον το ένιωθες ότι δεν επέβλεπε απλώς αλλά εκείνος ήλεγχε τα πάντα. Ακόμα και όταν παίζει μαζί με άλλους, πιθανότατα και όταν συνεργάζεται με άλλους στο στούντιο, ουσιαστικά λειτουργεί μόνος του.
Σοβαρός, απόλυτα προσηλωμένος στα κουμπιά της κονσόλας και στην οθόνη του υπολογιστή του αλλά στην ουσία «βλέποντας» αυτό που υπάρχει κάθε φορά στο μυαλό του, εντελώς ξεκάθαρο και συγκροτημένο πριν ακόμα υλοποιηθεί.
Ενας εγκεφαλικός ανθρωπιστής
Στο δεύτερο μέρος όμως όλα άλλαξαν. Εκεί πήρε τα πράγματα πάνω του καθώς στη μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας του ήταν τραγούδια που ερμήνευε ο ίδιος. Με την εξαίρεση ενός και μόνο παλαιότερου τραγουδιού, του «Julie With…» (από το πέμπτο προσωπικό album του, το «Before And After Science» του ’77) που οι στίχοι του είναι από τους πιο φιλοσοφικούς που έγραψε ποτέ κάτω από την επιφανειακή καθημερινότητα τους, όλα όχι απλά νέα αλλά τραγούδια που ακούστηκαν για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ στο Ηρώδειο και όλα τους επίσης με πολύ εσωτερικό κα βαθύ στιχουργικό περιεχόμενο.
Ο ίδιος σέβεται πολύ την pop(ular) μουσική και τους κώδικες της αν και δεν νιώθει ότι ανήκει σε αυτήν. Δεν έχει άλλωστε τίποτα το κοινό μαζί της, ουδέποτε υπήρξε «ποπ είδωλο» και ούτε άλλωστε τον ενδιέφερε αυτό, αν και στην αρχή το image του ήταν ακόμα και εξτρεμιστικό από μια στιγμή και μετά απλά αδιαφόρησε απόλυτα για αυτό, δεν ήταν και ούτε έγινε ποτέ «τραγουδιστής» και το γνωρίζει πολύ καλά.
Καθώς όμως στεκόταν όρθιος και εντελώς ακίνητος, με το μικρόφωνο στο ένα χέρι και το άλλα στην κονσόλα για να ρυθμίζει τον ήχο και τα εφέ της φωνής του, αυτός ο άνθρωπος που, αν δεν τον αναγνωρίσεις, στον δρόμο σίγουρα περνάει απαρατήρητος και έχει πραγματοποιήσει ελάχιστες ζωντανές εμφανίσεις σε σύγκριση με άλλους/ες ομοτέχνους του, είναι από τους πιο συναρπαστικούς, καθηλωτικούς μαγνητικούς ακόμα θα μπορούσα να πω performers που έχω παρακολουθήσει ποτέ! Κόντρα και στην σχεδόν μονότονη και εντελώς άχρωμη φωνή του που σε μια – δυο περιπτώσεις ήταν απλή ομιλία και όχι τίποτα που να έχει σχέση με το τραγούδι όπως το ξέρουμε.
Ηταν σε αυτά τα νέα τραγούδια που φάνηκε πιο καθαρά η φύση αλλά και η τρομερή δύναμη της «ήρεμης» μουσικής του. Αν και το πιάνο του αδελφού του εξακολούθησε να είναι παρόν ήταν οι ήχοι από τα προγραμματισμένα synthesizers του και η κιθάρα του Leo Abrahams (ενός λαμπρού μουσικού με κλασικές σπουδές στο όργανο του, θαυμάσιες προσωπικές εργασίες και πολλές εκλεκτές συνεργασίες καθώς και κάποιες παραγωγές σε δίσκους σημαντικών ονομάτων) που κατά κύριο λόγο διαμόρφωναν την συνοδεία της φωνής του. Μελωδίες που δεν μοιάζουν με κανενός άλλου, ανορθόδοξες αρμονίες, στιγμές ατονικότητας και ένα απεριόριστο σχεδόν φάσμα συχνοτήτων, άλλοτε τραχιών και άλλοτε ατμοσφαιρικών, συναποτελούν ένα σύνολο που είναι αποκλειστικά δικό του και μόνο, έχει την ταυτότητα του Μπράιαν Ινο από την πρώτη στιγμή μέχρι την τελευταία.
Με τον ίδιο να έχει τον απόλυτο έλεγχο ακόμα και της παραμικρής λεπτομέρειας του, φυσικά παρόντα στη σκηνή αλλά ταυτόχρονα και παράδοξα αποστασιοποιημένο, σα να βρισκόταν κάπου αλλού, σε έναν τόπο και δημιουργικό πεδίο που υπάρχει μέσα στο μυαλό του και μόνον εκεί.
Και όμως, αυτός ο εγκεφαλικός όσο δεν γίνεται άλλο δημιουργός δεν μοιάζει με κανέναν άλλο/η ανάλογο/η του. Ηταν στη διάρκεια αυτού του μέρους που κατάλαβα γιατί αντέδρασε λίγο εκνευρισμένα όταν στην διαδικτυακή συνέντευξη Τύπου αυτού και του αδελφού του του είχα αναφέρει τον Πυθαγόρα (αν βέβαια με άφηνε να προχωρήσω στο ότι δεν εννοούσα τον μαθηματικό Πυθαγόρα αλλά την «μουσική των ουρανίων σφαιρών» για την οποία μίλησε πρώτος ίσως να μην αντιδρούσε έτσι αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία).
«Φτάνει πια με αυτή την υπόθεση ότι η μουσική είναι μόνο μαθηματικά», μου είχε πει. Δεν είναι ότι δεν αναγνωρίζει την σημασία των μαθηματικών, της επιστήμης, ακόμα και της τεχνολογίας στην μουσική, ανέκαθεν τα χρησιμοποιούσε όλα αυτά και το κάνει όλο και περισσότερο στο πέρασμα του χρόνου. Απλά αρνείται να την περιορίσει μόνο σε αυτά γιατί για εκείνον πηγή της μουσικής του είναι κάτι άλλο, πολύ μεγαλύτερο.
Μια στέρεα, απολύτως συγκροτημένη φιλοσοφική θεώρηση με τον άνθρωπο στο επίκεντρο που τον τοποθετεί στη σωστή θέση του, τόσο σε σχέση με τον εσωτερικό κόσμο του όσο και με το σύμπαν του οποίου άλλωστε είναι ένα από τα αναρίθμητα μέρη.
Με την μουσική να είναι τρόπος αντίληψης και ταυτόχρονα μέσο επαφής και επικοινωνίας με αμφότερους αυτούς τους κόσμους που ανάμεσα τους ισορροπεί η ύπαρξη μας. Θα τον αποκαλούσα «φιλόσοφο του ήχου» αλλά ακόμα και αυτό θα ήταν περιοριστικό για αυτό που αληθινά είναι ο αινιγματικός και θαυμαστός κύριος Μπράιαν Ινο…
Οι κραυγές των ανθρώπων και η σιωπή των θεών
Προανήγγειλε το τελευταίο κομμάτι λέγοντας «χθες το βράδυ (την Τρίτη δηλαδή) που κάναμε πρόβα εδώ ο αέρας μύριζε καμένο και η κάπνα από την φωτιά ήταν σχεδόν από πάνω μας. Σκέφτηκα τότε, βρισκόμαστε στον καλύτερο τόπο του δυτικού πολιτισμού και πιθανότατα ήδη βλέπουμε το τέλος του» για να συμπληρώσει όμως ο πάντα πιο εύθυμος και λιγότερο πεσιμιστής αδελφός του «αλλά τουλάχιστον θα έχει έναν ευτυχισμένο επίλογο».
Καθώς άκουγα το υπέροχο τραγούδι σκεφτόμουν ότι, αν είχα την ευκαιρία να του μιλήσω μετά, θα του έλεγα πως όσο υπάρχουν εγκεφαλικοί ανθρωπιστές όπως αυτός το τέλος του κόσμου δεν θα έρθει, όσο και αν προσπαθεί για το αντίθετο η απάνθρωπη ματαιοδοξία και απληστία των Ετον Μασκ και Τζεφ Μπίζος.
Επειδή όμως φυσικά δεν την είχα θα τελειώσω αυτό το κείμενο με έναν άλλο τρόπο. Το πρώτο πράγμα που είπε ο Ρότζερ Ινο όταν βγήκαν στη σκηνή ήταν «απόψε ο Μπράιαν και εγώ παίζουμε για τους θεούς».
Μπορώ λοιπόν να τους διαβεβαιώσω ότι αν οι θεοί και ειδικά η προστάτιδα της Αθήνας Παλλάς Αθηνά - ανάμεσα σε άλλα η θεά της φρόνησης, της σοφίας, της κατανόησης αλλά και της φιλοξενίας, περισσότερο ίσως ακόμα και από τον πατέρα της Δία – τους άκουγαν όχι μόνο θα ενέκριναν αλλά και θα χαμογελούσαν πλήρως ικανοποιημένοι αισθητικά, γεμάτοι πνευματικά και με μια γαλήνια, Ολύμπια ίσως ηρεμία και ισορροπία να απλώνεται σιγά – σιγά στην ψυχή τους.
Κύριοι Μπράιαν και Ρότζερ Ινο σας ευχαριστούμε από καρδιάς για αυτό το ένα και μοναδικό ραντεβού με τους ήχους σας και την ουσία τους που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.