Του Αστέριου Χατζημίχου, δικηγόρου και Υπ. Διδάκτορα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών Νομικής ΑΠΘ και του Χρήστου Τάσιου, δικηγόρου
Το Ποινικό Δίκαιο αναντίλεκτα μέσω της τυποποίησης του ποινικού φαινομένου (: προσβολή εννόμων αγαθών και επιβολή ποινής) επιτελεί πρωτίστως μια εγγυητική λειτουργία, αφενός για τους πολίτες που γνωρίζουν εκ των προτέρων ποιες συμπεριφορές συνιστούν εγκλήματα και ποιες όχι (:οριοθέτηση της ελευθερίας των πολιτών) αλλά και για τα έννομα αγαθά, η προστασία των οποίων επιτυγχάνεται δια της πρόβλεψης απειλούμενης ποινής για κάθε διάπραξη εγκλήματος. Κατά συνέπεια, η ποινική νομοθεσία οφείλει να αποβλέπει προς την ως άνω κατεύθυνση (: της εξασφάλισης της εγγυητικής λειτουργεί που πρέπει να επιτελεί το ποινικό δίκαιο) επί τη βάσει της λελογισμένης προστασίας των εννόμων αγαθών και της διασφάλισης της αρχής του κράτους δικαίου και για αυτό άλλωστε, οι ποινικοί κώδικες οφείλουν να θεσπίζονται αλλά και να διατηρούνται ως νομοθετήματα μακράς διαρκείας.
Εντούτοις, αποσπασματικές και βιαστικές τροποποιήσεις των ποινικών κωδίκων (: Ποινικός Κώδικας και Κώδικας Ποινικής Δικονομίας) προς την κατεύθυνση της -αληθούς ή κατά ψευδαίσθηση- επιτάχυνσης της δικαιοσύνης αποτελεί συχνό φαινόμενο που διαιωνίζει το κλίμα κακοδαιμονίας και βιαστικής νομοθέτησης που κυριαρχεί στη χώρα μας. Οι νέοι ποινικοί κώδικες το 2019 – παρά τις όποιες δικαιολογημένες αιτιάσεις για τις επιλογές τους σε κάποια ζητήματα δογματικής υφής- ανανέωσαν και εκσυγχρόνισαν το ποινικό δίκαιο αλλά σύντομα γίναμε θιασώτες τροποποιήσεων του (: αρχικά με τον πρώτο διορθωτικό νόμο του Νοεμβρίου 2019 και στη συνέχεια με τον δεύτερο διορθωτικό νόμο τον Νοέμβριο του 2021). Ιδίως ο τελευταίος διορθωτικός νόμος ( ν. 4855/2021) χαρακτηρίστηκε από μια σπουδή της εκτελεστικής εξουσίας να ολοκληρώσει η Επιτροπή σύνταξης τους τα κείμενα των κωδίκων αλλά και από μια διάθεση να προσαρμοστεί ο νόμος προς την ποινική επικαιρότητα των ημερών εκφράζοντας κατά κάποιο τρόπο το περί δικαίου αίσθημα.
Πριν λίγες εβδομάδες τέθηκε σε διαβούλευση – χωρίς να έχει συσταθεί μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή ευρείας εκπροσώπησης των νομικών- το νομοσχέδιο για τις νέες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και στην Ποινική Δικονομία. Οι εν λόγω εκτεταμένες αλλαγές υποτίθεται σκοπούν στον εκσυγχρονισμό και την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς όμως να φαίνονται λυσιτελείς προς την κατεύθυνση αυτή αλλά επιπλέον συνοδεύονται από απομείωση των θεσμικών εγγυήσεων του κατηγορουμένου και προσλαμβάνουν τιμωρητικό χαρακτήρα, χωρίς μάλιστα να στηρίζονται σε κανένα επιστημονικό δεδομένο για την σκοπιμότητα τους ούτε να συνοδεύονται από επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση για την αύξηση των προβλεπόμενων ποινών.
Για την ορθή απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, ως ελέχθη, προϋποτίθεται η αδιαπραγμάτευτη και απαρέγκλιτη τήρηση της αρχής του κράτους δικαίου δια της εξασφαλίσεως των παρεχόμενων εγγυήσεων του ποινικού νόμου για τους πολίτες και τα έννομα αγαθά τους. Η ασφάλεια δικαίου κατακερματίζεται, όταν το ποινικό δίκαιο καλείται να παρακολουθεί τη διαρκώς ευμετάβλητη ποινική επικαιρότητα και να ποδηγετείται ως προς το περιεχόμενο των ρυθμίσεων του από τις πιέσεις της κοινής γνώμης για αυστηρή τιμωρία των στυγνών εγκληματιών.
Έτσι, ενώ οι Ποινικοί Κώδικες πρέπει να έχουν τεθεί προς εφαρμογή ως νομοθετήματα μακράς πνοής, αποκρυστάλλωση συνειδητών επιλογών του νομοθέτη ως προς το δέον των ρυθμίσεων τους αλλά και των στόχων της αντεγκληματικής πολιτικής, εμφανίζονται να ποδηγετούνται από την κοινή γνώμη, που επιτάσσει άμεσα αυστηροποίηση των ποινών (: ιδίως ποινών όχι που απειλούνται στο νόμο αλλά εκείνων που πρέπει να εκτιθούν πραγματικά στη φυλακή) και από τον ποινικό λαϊκισμό της κρατικής εξουσίας που εργαλειοποιεί το ποινικό δίκαιο για τη λήψη μικροπολιτικών οφελών.
Η αυστηροποίηση των ποινών όμως ουδόλως επάγεται επίτευξη των στόχων της αντεγκληματικής πολιτικής και της ασφάλειας της κοινωνίας από μη διάπραξη εγκλημάτων. Η πρόβλεψη ανελαστικών ποινών, όπως της ισόβιας κάθειρξης (αλλά και η αύξηση της πραγματικής έκτισης αυτών ) δεν οδηγεί σε αποκλιμάκωση της εγκληματικότητας και εμφανίζεται ως μια ψευδεπίγραφη πανάκεια προς πάταξη της. Μια σοβαρή και υπεύθυνη αντεγκληματική πολιτική πρέπει να βασίζεται σε μελέτη στατιστικών δεδομένων, σωφρονιστική μέριμνα και αποτελεσματική κοινωνική πολική.
Έτσι, στο βωμό της αυστηροποίησης των ποινών δήθεν για την αποτροπή τέλεσης του εγκλήματος προωθούνται ιδίως: αύξηση του ανώτατου ορίου της κάθειρξης από τα 15 στα 20 έτη, αύξηση των εγκλημάτων που απειλούνται με ισόβια, δυνητική τιμώρηση της απλής συνέργειας και της απόπειρας στο έγκλημα με την πλήρη ποινή του φυσικού αυτουργού (: με κατάφωρη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας), δραστικό περιορισμό του θεσμού της αναστολής εκτέλεσης της ποινής στα πλημμελήματα, διατήρηση της άστοχης πρόβλεψης περί απαγόρευσης αναστολής της ποινής στις εγκληματικές οργανώσεις, μείωση της επιρροής των ελαφρυντικών περιστάσεων στην επιμέτρηση της ποινής, αναγωγή διαχρονικά πλημμεληματικών συμπεριφορών σε κακουργήματα, αύξηση της πραγματικής έκτισης της ποινής κτλ.
Εξίσου, προβληματικές είναι και οι αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπου έχουμε ιδίως: πρόβλεψη παραβόλων για την έγκληση και αύξηση εκείνων για την προσφυγή κατά της απόρριψης της, περιορίζεται δραστικά το πεδίο της διαδικασίας στα δικαστικά συμβούλια και προωθείται η απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στα ποινικά ακροατήρια (: που θα οδηγήσει σε αθρόα παραπομπή κατηγορουμένων στο ακροατήριο), αύξηση των ορίων του εκκλητού για την άσκηση έφεσης (: συρρίκνωση δικαιώματος έφεσης), εκδίκαση έφεσης κατά αποφάσεων τριμελούς πλημμελειοδικείου από ένα μονομελή δικαστικό όργανο (μονομελές εφετείο), δραστικό περιορισμό πολυμελών συνθέσεων δικαστηρίων (: αύξηση ύλης μονομελών δικαστικών συνθέσεων), δραστικό περιορισμό στις αναβολές της εκδίκασης της υπόθεσης (: που θα οδηγήσει σε συμφόρηση των πινακίων και αργή απονομή της δικαιοσύνης) και εισαγωγή αναβολόσημου, ανάγνωση προανακριτικών καταθέσεων αστυνομικών στο ακροατήριο και μη εμφάνιση τους στη δίκη ώστε ο κατηγορούμενος να στερείται της δυνατότητας εξέτασης τους ως μάρτυρες (: ρύθμιση εντελώς ασύμβατη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ).
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι προτεινόμενες αλλαγές, που εξυπηρετούν επικοινωνιακές σκοπιμότητες και εμφορούνται από ποινικό λαϊκισμό της εκτελεστικής εξουσίας, χαρακτηρίζουν το νομοσχέδιο εντελώς άστοχο, βαθύτατα οπισθοδρομικό, συντηρητικό και αντίθετο προς το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ, τις θεμελιώδεις εγγυήσεις για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και τις αρχές που πρέπει να διέπουν ένα σύγχρονο φιλελεύθερο σύστημα ποινικού ελέγχου και καταστολής.