Οι αμερικανικές εκλογές φαίνεται πως κρίθηκαν υπέρ του Μπάιντεν με μία ελάχιστη διαφορά ψήφων, ιδιαίτερα στις πλέον κομβικές Πολιτείες. Και επειδή τα αποτελέσματα είναι αρκετά οριακά, πιθανότατα, ο απερχόμενος πρόεδρος Τραμπ θα κάνει ό,τι μπορεί για να αμφισβητήσει με όλα τα μέσα μια οριακή ήττα του με πιθανή συνέπεια μία μακρά περίοδο αμφισβητήσεων και διαμαχών. Όμως, είναι μάλλον δύσκολο να ανατρέψει το τελικό αποτέλεσμα – αν και πάντα θα πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι με τον Τραμπ· εξάλλου, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, τίποτε ακόμα δεν έχει τελειώσει.
Και πράγματι, ο Τραμπ αποδείχτηκε ένας πολύ δύσκολος αντίπαλος, ικανός για τις μεγαλύτερες ανατροπές. Και αυτό παρότι είχε απέναντί του τη συντριπτική πλειοψηφία του «συστήματος», δηλαδή το Hollywood, τη Silicon Valley, το Μανχάταν και την Ουάσιγκτον – χαρακτηριστικά, στην πρωτεύουσα, πήρε μόλις το 9% των ψήφων! Πρόκειται λοιπόν για ένα κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο μεγάλης κλίμακας και βάθους, στον βαθμό μάλιστα που επαναλήφθηκε για δεύτερη φορά μετά το 2016. Και εάν δεν υπήρχε η συγκυρία του κορωνοϊού, που έκανε τη ζυγαριά να γύρει σε βάρος του, πιθανά τώρα να πανηγύριζε έναν δεύτερο εκλογικό θρίαμβο.
Και επειδή πρόκειται για ένα τόσο σοβαρό γεγονός, η ανάλυση των αμερικανικών εκλογών μπορεί και πρέπει να διεξαχθεί σε πολλαπλά επίπεδα που δεν είναι δυνατό να εξεταστούν σε ένα εξ ανάγκης περιορισμένο και «γρήγορο» άρθρο, χωρίς καν να έχουν ολοκληρωθεί τα αποτελέσματα.
Κατ’ αρχάς, η άνοδος του Τραμπ και ο πολιτικός απομονωτισμός του εκφράζουν στρεβλά αλλά αδιαμφισβήτητα την υποχώρηση της αμερικανικής ηγεμονίας σε παγκόσμια κλίμακα και την ανάδυση της Ασίας, όπως αυτή αντανακλάται στο εσωτερικό αμερικανικό πεδίο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες του Τραμπ αδιαφορούν για το διεθνές οικολογικό ζήτημα, απορρίπτουν τον ρόλο του ΟΗΕ ή και άλλων οργανισμών όπως ο ΠΟΥ, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας κ.λπ. Παράλληλα, έχουν εγκαταλείψει εν μέρει τη Μέση Ανατολή αφήνοντας χώρο στην τουρκική επιθετικότητα. Όλα αυτά συνοψίζονται στο σύνθημα America first. Μία τέτοια αντίληψη βρίσκει ανταπόκριση σε δύο μεγάλες κοινωνικοοικονομικές κατηγορίες.
Αρχικώς, ένα μεγάλο μέρος του κατασκευαστικού τομέα, των πετρελαϊκών εταιρειών και των παραδοσιακών ανώτερων στρωμάτων, που ακολουθούν τον Τραμπ λόγω της μείωσης των φόρων και της συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας.Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από τους αγρότες, τους βιομηχανικούς εργάτες, τα κατεστραμμένα ή σε κρίση μικρο-ιδιοκτητικά στρώματα – λευκούς αλλά όχι μόνο. Αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, ο Τραμπ προηγείται στις ανώτερες και μέσες εισοδηματικές κατηγορίες –άνω των 100.000 $ ετησίως–, ενώ υπολείπεται κατά πολύ στις χαμηλότερες –κάτω από 50.000 $ ετησίως–, γεγονός που αποτυπώνεται και σε δημοσκοπήσεις και exit polls.
Απέναντί του, στο στρατόπεδο του Μπάιντεν, που κηρύσσει μία επιστροφή της Αμερικής στις «διεθνείς της υποχρεώσεις», στη σύμβαση για την κλιματική αλλαγή και τους πολυμερείς οργανισμούς κάθε είδους, συσπειρώνονται και εδώ δύο μεγάλες κοινωνικο-οικονομικές κατηγορίες: αρχικώς οι δυνάμεις του ψηφιακού και παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, οι ακαδημαϊκές και καλλιτεχνικές ελίτ, σε συμμαχία με τα εκτεταμένα στρώματα των αποφοίτων των πανεπιστημίων του τριτογενή τομέα, κυρίως των γυναικών. Και κατά δεύτερο λόγο, συσπειρώνει ένα συντριπτικά πλειοψηφικό τμήμα των μειονοτήτων κάθε είδους, κατ’ εξοχήν των μαύρων, αλλά και των σημαντικών στις ΗΠΑ σεξουαλικών μειονοτήτων. Στο στρατόπεδο του Μπάιντεν βρίσκονται, από τη μία, τα μαστόδοντα της πληροφορικής και από την άλλη οι φτωχοί των μητροπόλεων· έτσι, ο Μπάιντεν υπερέχει σχεδόν πάνω από 10 μονάδες στην κατώτερη εισοδηματική ομάδα, και γενικότερα στον πληθυσμό των μητροπόλεων
Εξάλλου, τα εκλογικά αποτελέσματα παρουσιάζουν μία υψηλότατη πόλωση ανάμεσα σε όλες τις μητροπολιτικές περιοχές, όπου συχνά το ποσοστό του Μπάιντεν φθάνει και ξεπερνά το 70%, και τις αγροτικές, μικροαστικές «πετρελαϊκές» και παλιές βιομηχανικές περιοχές, όπου συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο. Διαφορά που αντανακλάται και στη γεωγραφική κατανομή των ψήφων: η Ανατολική και η Δυτική Ακτή ψηφίζουν μαζικά Δημοκρατικούς ενώ οι κέντρο-δυτικές και ένα μεγάλο μέρος από τις κέντρο-ανατολικές Πολιτείες ψηφίζουν Τραμπ. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε επί μακρόν σε αυτό τον κατάλογο αλλά πιστεύω ότι έχουμε ήδη αποκτήσει μία πρώτη εικόνα.
Το δεύτερο επίπεδο ανάλυσης, ίσως ακόμα πιο σημαντικό, είναι το γεγονός της ακραίας πολιτικής και συναισθηματικής πόλωσης ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα.
Από τη μία πλευρά, τα μαζικά κινήματα που ξέσπασαν μετά τον θάνατο του George Floyd εκφυλίστηκαν πολύ συχνά σε συγκρούσεις τόσο με την αστυνομία όσο και με αντίπαλες ακροδεξιές ομάδες, ενώ πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες καταστροφές καταστημάτων, δημοσίων κτιρίων και τραπεζών· παράλληλα, κατεδαφίστηκαν και πολλά πολιτιστικά σύμβολα της αμερικανικής πολιτείας, όπως ανδριάντες και κτίρια. Σε αυτές τις κινήσεις πρωτοστάτησαν ακροαριστερές φοιτητικές ομάδες ανάλογες με τις αντιεξουσιαστικές ομάδες της χώρας μας. Η δράση τους, λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, ενίσχυσε με τη σειρά της τις ήδη ενεργές ακροδεξιές ή ανοιχτά φασιστικές ομάδες που συντάσσονταν με τον Τραμπ –ο οποίος και τους κάλυπτε–, διακωμωδούσαν τα μέτρα για τον κορωνοϊό και προέβαιναν σε ένοπλες κινητοποιήσεις. Εξάλλου, η δική τους παρουσία στο στρατόπεδό του τον οδήγησε συχνά και στις ακραίες τοποθετήσεις του σχετικά με τον κορωνοϊό. [Ο Τραμπ ακολουθούσε εδώ τους «ψεκασμένους» οπαδούς του καθώς και τους πληττόμενους από τα λοκ ντάουν μικρομαγαζάτορες].
Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο «αναρχο-αντίφα» εκφυλισμός πολλών από τις κινητοποιήσεις ενάντια στην αστυνομική βία έστειλε στο στρατόπεδο του Τραμπ εκατομμύρια φιλειρηνικούς πολίτες και νοικοκυραίους. Αντίστροφα και συμμετρικά, η στάση του Τραμπ σε σχέση με τον κορωνοϊό και τις 240 χιλιάδες θανάτους –πολλοί από τους οποίους αποτέλεσαν τα θύματα της πολιτικής του– έστειλε έναν σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων, ιδιαίτερα ηλικιωμένων, προς την πλευρά του Μπάιντεν .
Γενικότερα δηλαδή, σε όλα τα επίπεδα, οι αντιθέσεις εμφανίζονται σε όξυνση. Τόσο σε εκείνο της οικονομίας, όπου οι κοινωνικές αντιθέσεις μοιάζουν να έχουν εκτιναχθεί, έχοντας ακυρώσει τις κατακτήσεις του Ρούζβελτ και του Κέννεντυ –σήμερα, σύμφωνα με τον Τομά Πικετί, οι εισοδηματικές ανισότητες στις ΗΠΑ είναι ανάλογες με εκείνες των αρχών του 20ού αιώνα! Το ίδιο και στο πεδίο των πολιτισμικών αντιθέσεων όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πλέον μία κοινωνία απόλυτα διχασμένη, ανάμεσα στις συντηρητικές χριστιανικές κοινότητες των Ευαγγελικών και τις σεξουαλικές μειονότητες των Μητροπόλεων.
Αυτές οι πολλαπλές αντιθέσεις έχουν οξυνθεί τόσο ώστε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ήδη για έναν ψυχρό εμφύλιο πόλεμο που διχοτομεί σχεδόν απόλυτα την αμερικανική κοινωνία. Και είναι προφανές ότι, αν δεν υπάρξουν μέτρα άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων· χαλιναγώγησης της πολιτισμικής αλαζονείας ενός σημαντικού μέρους των Δημοκρατικών, και των μειονοτήτων που τους ακολουθούν· ελέγχου των διαρκώς ενισχυόμενων ενόπλων ακροδεξιών ομάδων καθώς και των αντίστοιχων αναρχικών, τότε αυτός ο έρπων εμφύλιος πόλεμος κινδυνεύει να γίνει όλο και θερμότερος. Ας θυμηθούμε τι είχε συμβεί στην Ευρώπη στον μεσοπόλεμο όταν οι ένοπλες φασιστικές ομάδες συγκρούονταν με τους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές.
Εάν μάλιστα ο Τραμπ αμφισβητήσει τα εκλογικά αποτελέσματα και αν οι υπόλοιποι θεσμοί των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως το Ανώτατο Δικαστήριο ή το ίδιο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, τον ακολουθήσουν σε μία τέτοια κατεύθυνση, τότε αυτά τα φαινόμενα μπορεί να εκδηλωθούν πολύ πιο σύντομα .