Τον Ιούλιο του 2021 η Σλοβενική Προεδρία της ΕΕ παρουσίασε το «Fit for 55», το ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την πράσινη μετάβαση.
Η πανουργία της ιστορίας το ήθελε εκείνη την στιγμή η πολυετής σταθερότητα των τιμών φυσικού αερίου να τελειώνει, και μια εκρηκτική άνοδος στις τιμές να ξεκινά (Dutch Title Transfer Facility, TTF, Εικόνα 1).
Από τα 20 €/MWh περίπου τον Ιούλιο, θα χτυπούσε ένα μέγιστο στα 116 €/MWh τον Οκτώβριο και άλλο ένα στα 180 €/MWh λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2021. Και η λειτουργία του Nordstream 2 μπήκε–ίσως οριστικά;–στο ψυγείο καθώς η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει πυροδοτήσει ένα νέο πολεμικό κλίμα με την Δύση. Στις 7 Μαρτίου, η ενδοημερήσια τιμή του έφτασε μέχρι τα 345 €/MWh και είναι άγνωστο ποια θα είναι η επόμενη κορύφωση.
Γιατί όμως «πανουργία της ιστορίας»;
ΑΠΕ και φυσικό αέριο
Για να λειτουργήσουν οι ΑΠΕ, που είναι διαλείπουσες και ασταθείς, χρειάζονται ηλεκτροπαραγωγoί μονάδες που εξισορροπούν την ζήτηση όταν ο αέρας πέφτει, ή ο ήλιος κρύβεται.
Καθώς η ηλεκτρική ενέργεια των ΑΠΕ δεν έχει πρακτικό τρόπο μεγάλης κλίμακας αποθήκευσης (βλ. «Οι «πράσινες» ενέργειες έχουν μια Αχίλλειο πτέρνα»), οι μονάδες φυσικού αερίου αναδεικνύονται σε ιδανικό–και μάλλον μοναδικό–υποκατάστατο, καθώς μπορούν να αυξομοιώνουν ταχύτατα την παραγόμενη ισχύ τους. Όποιο και να είναι το αφήγημα για την «πράσινη μετάβαση», οι ΑΠΕ είναι το καλύτερο νέο για τους παραγωγούς φυσικού αερίου.
Με δεδομένους τους θεμελιώδεις περιορισμούς αποθήκευσης της ενέργειας των ΑΠΕ (π.χ. σε υδρογόνο ή μπαταρίες), το δίδυμο ΑΠΕ-φυσικού αερίου προορίζεται να αποτελέσει μόνιμο χαρακτηριστικό και όχι μια παροδική φάση της «πράσινης μετάβασης». Και όσο εκτενέστερα υιοθετούμε τις ΑΠΕ, τόσο περισσότερο εξαρτόμαστε από το φυσικό αέριο.
Γι’ αυτό εταιρείες όπως οι Shell, Total, GE, Equinor καθώς και το λόμπι των ορυκτών καυσίμων, είτε επενδύουν ταυτοχρόνως σε αμφότερες, είτε τοποθετούνται ώστε να επωφεληθούν από την προδιαγραφόμενη συμβιωτική τους σχέση.
Αυτό το είχε εξ αρχής προβλέψει ο γερμανικός σχεδιασμός των ΑΠΕ, όπως δείχνει και ο διορισμός του πρώην καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ ως επικεφαλής των μετόχων της Nord Stream AG (2005), ως Προέδρου του ΔΣ της Nord Stream 2 (2016) και ως μέλους στο ΔΣ της Gazprom (4/2/2022). Σχεδόν ταυτοχρόνως με τον τελευταίο αυτό διορισμό (2/2/2022), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμπεριέλαβε και το φυσικό αέριο στην «ταξινομία» των μορφών ενέργειας που συμβάλλουν στην μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα.
Το ενεργειακό κόστος
Καθώς οι μονάδες φυσικού αερίου χρησιμοποιούνται για την ισοστάθμιση των αιχμών ζήτησης, πωλούν την ενέργειά τους στην αγορά εξισορρόπησης, σε τιμές πολλαπλάσιες της προημερήσιας και ενδοημερήσιας αγοράς στις οποίες συμμετέχουν οι μονάδες όλων των τύπων (λιγνιτικές, ΑΠΕ, υδροηλεκτρικές κλπ). Στην Ελλάδα αυτές οι τιμές εξισορρόπησης μπορούν να φτάσουν και τις 4.240 ευρώ ανά MWh, με προοπτική πλήρους απελευθέρωσης το 2024.
Το επεισόδιο του περασμένου Δεκεμβρίου είχε έντονα κερδοσκοπικά και ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά με τις κορυφώσεις στην τιμή της κιλοβατώρας να ακολουθούν τις κορυφώσεις της συμμετοχής του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μείγμα (βλ. «Ποιος φταίει για την ενεργειακή ακρίβεια στην Ελλάδα;»).
Επιπλέον, με την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων, η συμμετοχή του φυσικού αερίου θα αυξάνεται σε όλες τις δημοπρασίες (π.χ. προημερήσιες) καθώς θα καλύπτει και ανάγκες βάσης. Προφανώς, το κόστος του θα μετακυλίεται με την σειρά του στο τελικό κόστος της μεγαβατώρας είτε για ανάγκες βάσης είτε εξισορρόπησης αιχμών.
Για προφανείς πολιτικούς και γεωπολιτικούς λόγους το ακριβότερο αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) έχει γίνει πλέον προτιμότερο από το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο–ο Nordstream 2 έχει παγώσει επ’ αόριστον.
Το ενδεχόμενο η Ευρώπη να βασίζεται σε λιγότερες και ακριβότερες πηγές φυσικού αερίου δεν προμηνύει πτώση των τιμών στο άμεσο μέλλον. Η καθ’ όλα πιθανή αύξηση τιμών δεν μπορεί παρά να αποτελέσει παράγοντα αύξησης της τιμής της μεγαβατώρας.
Εδώ λοιπόν ερχόμαστε στις συμπληγάδες πέτρες.
Αφενός, το κλείσιμο μονάδων βάσης (π.χ. λιγνιτικών στην Ελλάδα, πυρηνικών στην Γερμανία) αυξάνει την εξάρτηση από μονάδες φυσικού αερίου σε ολιγοπωλιακά επίπεδα. Αφετέρου, η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου σημαίνει ότι αυτή η ολιγοπωλιακή αγορά θα αγοράζει ακριβότερα την πρώτη ύλη της.
Ο συνδυασμός μπορεί να γίνει εφιαλτικός, οδηγώντας στα ύψη το ενεργειακό κόστος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, καταβαραθρώνοντας την αγοραστική δύναμη των πρώτων και την ανταγωνιστικότητα των τελευταίων. Φαινόμενο που θα παρατηρηθεί, πιθανώς σε διαφορετικές εντάσεις, σε όλη την Ευρώπη.
Για αντιμετώπιση αυτού του κόστους, θα φάνταζε ως αυτονόητη η χρήση ενδογενών και διαφοροποιημένων πηγών ενέργειας, είτε των υπαρχουσών λιγνιτικών, είτε του φυσικού αερίου της ελληνικής ΑΟΖ.
Και εδώ αγγίζουμε το πρόβλημα της συνάντησης της πράσινης ιδεολογίας με την γεωπολιτική.
Το φυσικό αέριο και η ΑΟΖ
Από την, σχεδόν ιστορική, παρέμβασή του στην Κωνσταντινούπολη τον Απρίλιο του 2021, ο κος Δένδιας έχει κάνει πραγματικά άλματα προόδου ως προς τους προκατόχους του, εκθέτοντας διεθνώς και με παρρησία τον τουρκικό νεοθωμανισμό. Μετά από δυο δεκαετίες κουμπαριών και ζεϊμπέκικων, ήταν μια αναζωογονητική δόση ρεαλισμού στην ελληνική εξωτερική πολιτική, την οποία ο ελληνικός λαός καλωσόρισε.
Παραλλήλως, οι πρόσφατες προμήθειες Rafale, η συμφωνία για τις Bellhara και η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία ήταν αποφάσεις που χαιρετίσθηκαν σχεδόν από όλους, καθώς σηματοδοτούσαν την κατανόηση ότι παραβιάσεις όπως του Ορούτς Ρέις δεν ερμηνεύονται πλέον αποσπασματικά, αλλά στο πλαίσιο ενός μακρόπνοου νεοθωμανικού οράματος που στοχεύει τον έλεγχο του Αιγαίου και της ελληνικής ΑΟΖ–βλ. «Γαλάζια Πατρίδα».
Όλα αυτά είναι επιτυχίες που πρέπει να πιστωθούν στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά των οποίων το τελικό αποτύπωμα κινδυνεύει να μείνει ελλιπές απουσία καταλλήλων αποφάσεων σε άλλους τομείς. Μεταξύ αυτών και ο ενεργειακός.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, είναι παντελώς ακατανόητη η ανακοίνωση του κου Δένδια ότι οι υδρογονάνθρακες της ελληνικής ΑΟΖ δεν είναι προς εκμετάλλευση, κάτι που πρωτοδήλωσε από την–πετρελαιοπαραγωγό!–Σαουδική Αραβία τον περασμένο Απρίλιο, και που επιβεβαίωσε σε ημερίδα για την UNCLOS στην–επίσης πετρελαιοπαραγωγό!–Νορβηγία τον Φεβρουάριο.
Ενδιαμέσως, ο κος Μητσοτάκης από του βήματος της ΓΣ του ΟΗΕ, σκιαγράφησε–όπως πάντα σε άπταιστα αγγλικά–το όραμά του για την Ανατολική Μεσόγειο, κατά το οποίο δεν θα αντιμαχόμαστε για υδρογονάνθρακες, που είναι ένα «αγαθό που αργοσβήνει» (fading commodity).
Ποια τότε η χρησιμότης των Rafale και των Belhara; Τα θέλουμε για στολίδι; Μήπως για να υπερασπισθούμε την αλιεία σαρδέλας–κάτι που παρεμπιπτόντως δεν κάνουμε; Την ΑΟΖ με την Αίγυπτο γιατί την ανακηρύξαμε αν όχι για εκμετάλλευση υδρογονανθράκων; Μόνο για αντίδραση στο τουρκολιβυκό μνημόνιο;
Η ειρωνεία είναι ότι λίγο μετά το διάγγελμα του κου Μητσοτάκη, το «αγαθό που αργοσβήνει» θα ακρίβαινε ιλιγγιωδώς, συμπαρασύροντας τις τιμές του ηλεκτρικού σε όλη την Ευρώπη. Και σε πείσμα αυτών των διακηρύξεων, η Ρεβυθούσα θα εγκαινίαζε την τρίτη της δεξαμενή 95.000 κ.μ., όχι όμως για να αποθηκεύει ελληνικό, αλλά αλγερινό, αιγυπτιακό και αμερικανικό φυσικό αέριο (βλ. πρόγραμμα εκφόρτωσης Ρεβυθούσας). Μήπως το αιγυπτιακό φυσικό αέριο που εξορύσσεται ακριβώς νοτίως της ελληνικής ΑΟΖ δεν μετατρέπει την Ανατολική Μεσόγειο σε «κόλπο του Μεξικού», κατά την προσφιλή φράση του κου Δένδια;
Πλείστα τα ερωτήματα που προκύπτουν από τις παραπάνω αντιφατικές δηλώσεις και κινήσεις.
Μοιράζονται οι κκ. Δένδιας και Μητσοτάκης μια κοινή πεποίθηση περί «πράσινης κυβέρνησης», ή πρόκειται περί εμμονής που επιβάλλει ο κ. Μητσοτάκης;
Πρόκειται περί ειλικρινούς εμμονής αμφοτέρων, ή υιοθετούνται «πράσινα» επιχειρήματα ως φύλλο συκής για μια μελλοντική απεμπόληση των δικαιωμάτων μας στην ελληνική ΑΟΖ;
Θεωρούν οι δύο άνδρες ότι, για να μη γίνουμε «κόλπος του Μεξικού», θα καταφέρουν να επιβάλλουν μορατόριουμ εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων της ελληνικής ΑΟΖ, το οποίο η Τουρκία και οι λοιποί παίκτες θα σεβασθούν; Θα αφήσουν όλοι αυτοί ανεκμετάλλευτο έναν θησαυρό, την ώρα που οι τιμές του «αγαθού που αργοσβήνει» εκτοξεύονται διεθνώς; Θα αφήσει ο Ερντογάν να σκουριάζουν τα πλωτά γεωτρύπανά του; Μήπως τα αγόρασε και αυτός για στολίδι;
Αφήνουν το όλο θέμα κατά μέρους μέχρι την παραλαβή των νέων φρεγατών και του συνόλου των Rafale;
Η δίκη προθέσεων είναι παροιμιωδώς δύσκολη άσκηση, όμως είναι πολύ εύλογο να υποθέσουμε ότι η εμμονή στην «πράσινη μετάβαση» είναι ειλικρινής, κρίνοντας από την παράλληλη πρόοδο της απολιγνιτοποίησης, στην οποία η Τουρκία δεν έχει ανάμιξη.
Ο λιγνίτης
Η Ελλάδα δεν έχει πυρηνικά, έχει όμως λιγνίτη, και η ελληνική κυβέρνηση προωθεί την απολιγνιτοποίηση όσο ψυχαναγκαστικά και η Γερμανία προωθεί την αποπυρηνικοποίηση. Τούτο ποιούσα στερεί από την χώρα μια ενδογενή πηγή ενέργειας, καταφέρνοντας ένα οικονομικό πλήγμα κυριολεκτικώς θανάσιμο.
Με το ράλι τιμών του ηλεκτρικού, καθώς και με τις εξελίξεις στην Ουκρανία που προμηνύουν ένα σκοτεινό τοπίο στην προμήθεια φυσικού αερίου, είναι άραγε αυτή η καλύτερη στρατηγική, ή μήπως συνιστά ένα τυφλό άλμα στο κενό, και μάλιστα χωρίς δίχτυ;
Το κύμα ακρίβειας που βίωσε η Ελλάδα σαφώς οφείλει πολλά στον τρόπο λειτουργίας των ιδιωτικοποιημένων χρηματιστηρίων ενεργείας του target model, και στην απελευθερωμένη – πλην ολιγοπωλιακή – αγορά ενέργειας που θυμίζει εκείνη των τηλεπικοινωνιών.
Είναι όμως εξίσου βέβαιο ότι λόγω της αβεβαιότητας των ΑΠΕ, η εγκατάλειψη μιας φθηνής και προβλέψιμης πηγής ενέργειας βάσης μας αναγκάζει να την υποκαθιστούμε με φυσικό αέριο που είναι ακριβότερο, τόσο διότι χρησιμοποιείται και για την ισορρόπηση των αιχμών κατανάλωσης, όσο και λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων.
Το παγκόσμιο ενεργειακό αποτύπωμα της Ελλάδας είναι μηδαμινό, και ελάχιστη θα ήταν η κλιματική βλάβη αν η Ελλάδα αργούσε μερικά χρόνια να μπει στην «μεταλιγνιτική εποχή». Θα είναι όμως τεράστια η ζημιά αν βιαστεί. Δεν πρέπει πρώτα να προετοιμασθούν οι συνθήκες και–κυρίως–δεν πρέπει να αφήσουμε την αρχή να γίνει από τα ενεργειακά μεγαθήρια, την Κίνα και τις ΗΠΑ;
Η κρίση στην Ουκρανία θα αποτελούσε μιας πρώτης τάξεως δικαιολογία για την αναγγελία μιας τέτοιας καθυστέρησης.
Μια εθνική ενεργειακή στρατηγική
Η παραπάνω συνοπτική παρουσίαση υποδεικνύει ότι ο στρατηγικός σχεδιασμός θα έπρεπε να περιλαμβάνει την διατήρηση του λιγνίτη μέχρι την εξασφάλιση μιας αξιόπιστης και οικονομικής εναλλακτικής για τις ανάγκες βάσεις.
Εξ’ αποκλεισμού προκύπτει ότι η πυρηνική ενέργεια θα μπορούσε να είναι μια ιδανική τέτοια εναλλακτική με μερικά αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα:
Εκπομπές θερμοκηπικών αερίων χαμηλότερες από εκείνες των φωτοβολταϊκών και συγκρίσιμες με εκείνες των αιολικών (IPCC 2014, σελ. 1335).
Απαιτήσεις κατασκευαστικών υλικών (σκυρόδεμα, χάλυβα κλπ) 10-20 φορές μικρότερες ανά παραγόμενη MWh ως προς εκείνες των αιολικών και φωτοβολταϊκών, και χαμηλότερες από οποιαδήποτε άλλη πηγή ενέργειας (DOE Quadrennial Report, Πίνακας 10.4).
Παραγωγή ενεργείας ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο χρησιμοποιούμενης επιφανείας από 4 έως 140 φορές μεγαλύτερη των αιολικών και 600 φορές μεγαλύτερη των φωτοβολταϊκών (Cheng & Hammond, J. Energy Inst., 2017, 90, 201-213).
Χωρίς να είναι διαλείπουσα όπως οι ΑΠΕ, η πυρηνική ενέργεια θα έπρεπε να αποτελεί τμήμα ενός μακρόχρονου παραγωγικού και αναπτυξιακού οράματος–ένα το οποίο η Τουρκία ήδη επιδιώκει με ρωσική τεχνολογία.
Στο ευρύ κοινό κυριαρχεί το στερεότυπο της ανασφαλούς πυρηνικής ενέργειας, βασιζόμενο αφενός στην πρότερη στρατιωτική της χρήση, αλλά κυρίως στα ατυχήματα του Τσερνομπίλ και της Φουκουσίμα.
Όμως η πυρηνική ενέργεια αποδεικνύεται η ασφαλέστερη πηγή που διαθέτουμε, συνυπολογίζοντας ακόμα και τα θύματα αυτών των ατυχημάτων. Με 90 νεκρούς ανά τρισεκατομμύριο kWh, την στιγμή που η αιολική έχει 150 και η ηλιακή 440. Στις ΗΠΑ, όπου δεν υπήρξαν θανατηφόρα πυρηνικά ατυχήματα, είναι μακράν η ασφαλέστερη μορφή ενέργειας, με 0.1 νεκρούς ανά τρισεκατομμύριο kWh (How Deadly Is Your Kilowatt?, Forbes, 10/1/2012).
Και αυτά για την τρέχουσα πυρηνική τεχνολογία, και όχι για τις ενδεχομένως ασφαλέστερες και καθαρότερες τεχνολογίες θορίου ή σύντηξης.
Πρώην αντιπυρηνικοί ακτιβιστές όπως ο George Monbiot και ο Michael Shallenberger ξεπερνούν την–κυρίως συναισθηματική–προκατάληψή τους και κατανοούν ότι μείωση θερμοκηπικών αερίων χωρίς πυρηνική ενέργεια δεν νοείται.
Για την Ελλάδα, απούσης της ενδογενούς τεχνογνωσίας, η ξένη συνδρομή θα ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμη για την επιτάχυνση μιας τέτοιας πορείας. Θα ήταν η ελληνογαλλική συμμαχία στα εξοπλιστικά ένα προσχέδιο για μια συνεργασία στην ενέργεια;
Παραλλήλως, με τις αρετές του φυσικού αερίου στην κάλυψη των αιχμών φορτίου, θα πρέπει να κάνουμε ό,τι θα έκανε οποιαδήποτε άλλη σώφρων χώρα, δηλαδή να μειώσουμε την εξάρτησή μας από τις εισαγωγές. Με δεδομένα τα νέα κοιτάσματα που έχουν ανακαλυφθεί στην ελληνική ΑΟΖ, θα πρέπει να στραφούμε επιτέλους στην εξόρυξη και εκμετάλλευσή τους.
Σε αυτό δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον ρόλο της Τουρκίας, και μια τέτοια προοπτική θα πρέπει να ενταχθεί σε μια γενικότερη γεωπολιτική στρατηγική που θα περιλαμβάνει διεθνείς συνεργασίες, ανακήρυξη ΑΟΖ με την Κύπρο, και ενιαίο αμυντικό χώρο. Τα νέα εργαλεία του ναυτικού και της αεροπορίας μας μπορούν να στηρίξουν έναν τέτοιο στόχο και, στην πορεία, να ανταποδώσουν και το κόστος τους.
Μήπως προαλείφεται μια αναστροφή από την προαναφερθείσα «πράσινη» εμμονή της κυβέρνησης; Τουλάχιστον ως προς το θέμα του φυσικού αερίου, αυτό υπονοεί η αποστροφή του κου Μητσοτάκη για «αξιοποίηση των εθνικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου με οικονομικό ενδιαφέρον» στο διάγγελμά του κατά της ακρίβειας. Και προς τα εκεί δείχνουν διάφορες δημοσιογραφικές διαρροές (βλ. π.χ. εδώ και εδώ). Θα ήταν μια καλή αρχή.
Το βέβαιο είναι ότι τα εθνικά, ενεργειακά, περιβαλλοντικά και παραγωγικά-οικονομικά ζητήματα δεν μπορούν πλέον να αναλύονται αποσπασματικά το ένα από το άλλο, καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε τελείως αδιέξοδες στρατηγικές.
Ίσως αυτοκτονικές.