Οι Αρμένιοι και η Ελληνική Επανάσταση

ο Ρήγας Φεραίος μνημονεύει τους Αρμενίους και τους χαρακτηρίζει ως σύμμαχο και αδελφό λαό, συνοδοιπόρο στον αγώνα για την ελευθερία.
Η εξέγερση του Zeitun το 1862. Ιδιωτική συλλογή. (Φωτογραφία από Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images)
Η εξέγερση του Zeitun το 1862. Ιδιωτική συλλογή. (Φωτογραφία από Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images)
Heritage Images via Getty Images

Είναι σαφές από την σχετική βιβλιογραφία και ιστοριογραφία ότι κατά την προετοιμασία και το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, το αρμενικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα δεν είχε εμφανιστεί. Εντούτοις, η ελληνοαρμενική συνεργασία ήταν δεδομένη και ο συμβολισμός της ήτο ισχυρός.

Υπήρχαν, για παράδειγμα, σχέδια για κοινή ελληνοαρμενική εξέγερση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τα οποία υιοθετήθηκαν κατά την διάρκεια του Κρητικού Πολέμου (1645-1669)[1]. Επίσης, στην ελληνική εξέγερση του Μαΐου του 1716 στην Σπιναλόγκα της Κρήτης, ντόπιοι Αρμένιοι σύνδραμαν τους Έλληνες επαναστάτες. Εξήντα από αυτούς φυλακίστηκαν στο φρούριο του Χάνδακα, σύμφωνα με τα αρχεία των οθωμανικών αρχών του Ηρακλείου[2]. Υπάρχουν, επίσης, αναφορές ότι Αρμένιοι της Βεσσαραβίας[3] συμμετείχαν στην Φιλική Εταιρεία η οποία έπαιξε, ως γνωστόν, καθοριστικό ρόλο στην προετοιμασία της Επανάστασης ενώ, στα μνημειώδη έργα του «Θούριος» και «Σύνταγμα της Ελεύθερης Ελλάδος», ο Ρήγας Φεραίος μνημονεύει τους Αρμενίους και τους χαρακτηρίζει ως σύμμαχο και αδελφό λαό, συνοδοιπόρο στον αγώνα για την ελευθερία[4].

Η ελληνική επανάσταση και η ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδος αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους Αρμενίους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπως και για τους χριστιανικούς λαούς των Βαλκανίων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο καθηγητής Ιωάννης Χασιώτης αναφέρει πως το αρμένικο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα είχε περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, έτσι όπως αναπτύχθηκε, με το ελληνικό παρά με οποιοδήποτε άλλο[5]. Βεβαίως, η υποστήριξη της Επανάστασης δεν ήταν επίσημη. Πολλές εξέχουσες προσωπικότητες της θρησκευτικής και πολιτικής ηγεσίας των Αρμενίων αναγκάστηκαν να καταδικάσουν την Επανάσταση φοβούμενοι την βίαιη αντίδραση των Τούρκων, όπως έκανε άλλωστε και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ ο οποίος αναγκάστηκε να αφορίσει τους επαναστάτες. Οι φόβοι αυτοί δεν ήταν υπερβολικοί: στις σφαγές που οι Τούρκοι πραγματοποίησαν στην Κωνσταντινούπολη και την Σμύρνη κατά τα πρώτα χρόνια της επανάστασης πολλοί Αρμένιοι έπεσαν θύματα των τουρκικών λεηλασιών και δολοφονιών εναντίον των χριστιανών[6].

Η πλειοψηφία των Αρμενίων, ωστόσο, τάχθηκε υπέρ του αγώνα των Ελλήνων και εμπνεύστηκε από αυτόν. Κατά την διάρκεια των διωγμών που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη στα πρώτα χρόνια της επανάστασης, οι οικονομικά επιφανείς Αρμένιοι της Πόλης υποστήριξαν το Πατριαρχείο, διέσωσαν ελληνορθόδοξες εκκλησίες και απελευθέρωσαν απαχθείσες Ελληνίδες τις οποίες πουλούσαν οι Τούρκοι[7]. Το 1822, αρμενικό περοδικό στην Καλκούτα της Ινδίας έγραφε ότι «τό ἔθνος τῶν Ἀρμενίων πρέπει νά δράσει ὡς οἱ Ἕλληνες». Κατά τον ίδιο τρόπο, στο τριολέτο του «Συμβουλή προς Αρμενίους», ο καθολικός μοναχός και ποιητής Μανουέλ Τσαχτσαχιάν προτρέπει από την Βενετία τους Αρμενίους να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Ελλήνων. Στην δε Ρωσία, οι Αρμένιοι πραγματοποίησαν εράνους υπέρ των Ελλήνων επαναστατών[8].

Κατά την διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-1878 οι Αρμένιοι ήλπιζαν στην απελευθέρωση της τουρκοκρατούμενης Αρμενίας. Στο πλαίσιο αυτό κυκλοφόρησε στην Τιφλίδα αρμενικό περιοδικό με την αρμενική μετάφραση του Θούριου του Ρήγα Φερραίου[9], αποδεικνύοντας ότι η απελευθέρωση των Ελλήνων συνέχισε να εμπνέει τους Αρμενίους μισό αιώνα μετά την έναρξη της επαναστάσεως. Την ίδια περίοδο μεταφράζονται στα αρμενικά και δημοσιεύονται ξεχωριστά ή συλλογικά τα κείμενα του Ομήρου, του Πινδάρου, του Δημοσθένους και του Σοφοκλέους[10].

Στην ελεύθερη Ελλάδα του 1830 δεν κατοικούσαν Αρμένιοι. Ωστόσο, Έλληνες και Αρμένιοι συμβίωναν στην υπό οθωμανικό έλεγχο Μακεδονία και Θράκη, την Κρήτη, την Κωνσταντινούπολη, την Σμύρνη, την Προποντίδα, την Καππαδοκία, την Κιλικία, την Αντιόχεια, τον Πόντο και τον Καύκασο. Παρά το γεγονός ότι ανήκαν σε διαφορετικά μιλλέτ[11], Έλληνες και Αρμένιοι συμβίωναν σε πανομοιότυπο θεσμικό πλαίσιο[12], αν και η άνθηση της αρμενικής εκπαίδευσης και τυπογραφίας, καθώς και η πολιτικοποίηση των Αρμενίων ακολούθησαν, με κάποια καθυστέρηση, εκείνες των Ελλήνων[13]. Η ειρηνική συμβίωση των δύο κοινοτήτων δεν εμπόδισε, ωστόσο, την ανάπτυξη ενός οικονομικού και κοινωνικού ανταγωνισμού, κυρίως μεταξύ των ελίτ των δύο μιλλέτ[14]. Όπως θα δούμε στην συνέχεια, ο αρμενικός πληθυσμός στην Ελλάδα ολοένα και αυξανόταν με την πάροδο του χρόνου, ιδίως μετά το 1870, με ημερομηνίες-σταθμούς το 1896, το 1909, το 1913-1918 και το 1921-1924.

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Μενεσιάν Βίοι Παράλληλοι; Έλληνες και Αρμένιοι, από τα μιλλέτ στα έθνη-κράτη (Αθήνα: Εκδόσεις του Περιοδικού Αρμενικά, 2024), σ. 29-31.

.
.
.
  1. Hakob S. Anasyan, XVII դարի ազատագրական շարժումներն Արեվմտյան Հայաստանում [Τα Απελευθερωτικά Κινήματα του 17ου αιώνα στην Δυτική Αρμενία] (Γερεβάν: Ακαδημία Επιστημών της Αρμενικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, 1961), σ. 94 κ.ε.

  2. Χρατς Μ. Μπαρτικιάν, Ελληνισμός και Αρμενία (Αθήνα: ’Ιδρυμα Γουλανδρή – Χορν, 1991), σ. 113.

  3. Ιστορική περιοχή η οποία ανταποκρίνεται στην σημερινή Μολδαβία και την περιοχή Μπουντζάκ η οποία αποτελεί το νότιο τμήμα της ουκρανικής Περιφέρειας Οδησσού.

  4. Μπαρτικιάν ό.π., σ. 114-115. Πρβλ. M.N. Hakobyan, «Ռիգասը, նրա ծրագիրը և հայերը» [Ο Ρήγας, το πρόγραμμά του και οι Αρμένιοι], Lraber Hasarakakan Gitutyunneri, αρ. 8 (1971), σ. 39-57.

  5. Ioannis K. Hassiotis, “The Armenian Genocide and the Greeks: Response and Records (1915-23),” στο Richard G. Hovannisian (επιμ.), The Armenian Genocide: History, Politics, Ethics (Basingstoke: MacMillan, 1992), σ. 129-151.

  6. Ιωάννης Κ. Χασιώτης, Αρμένιοι και Έλληνες στις μεγάλες κρίσεις του ανατολικού ζητήματος (1856-1914): Αδελφά έθνη εν μέσω θυέλλης (Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2015), σ. 40-41.

  7. Επιστολή του Δημήτριου Τσολακίδη προς τον Νικόλαο Θ. Σουλλίδη (Κωνσταντινούπολη, 17 Μαΐου 1891). Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη (Αθήνα), Αρχείο Μαυροκορδάτου (Συλλογή 146/67, χ.α.).

  8. Χασιώτης, ό.π.

  9. Μπαρτικιάν ό.π.

  10. Αγκόπ Τζελαλιάν, «Πνευματική Συγγένεια: οι διαχρονικοί δεσμοί Ελλήνων και Αρμενίων μέσα από τη Γραμματολογία», Επτά Ημέρες (Η Καθημερινή), 5 Φεβρουαρίου 1995, σ. 22.

  11. Για τον θεσμό των μιλλέτ βλ. Benjamin Braude, “Foundational Myths of the Millet System,” στο Bernard Lewis (επιμ.) Christians and Jews in the Ottoman Empire (Νέα Υόρκη: Holmes and Meier, 1982), σ. 69–88. Πρβλ. Karen Barkey & George Gavrilis, “The Ottoman Millet System: Non-Territorial Autonomy and Its Contemporary Legacy,” Ethnopolitics, 15, αρ.1 (2016), σ. 24–42. Δες επίσης: Fikret Adanır, “Religious Communities and Ethnic Groups under Imperial Sway,” στο D. Hoerder, D.C. Harzig & A. Shubert (επιμ.), The Historical Practice of Diversity: Transcultural Interactions from the Early Modern Mediterranean to the Postcolonial World (Οξφόρδη: Berghahn Books, 2003), σ. 54–86.

  12. Ιδίως μετά τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Carter V. Findley, “The Tanzimat,” στο Resat Kasaba (επιμ.), The Cambridge History of Turkey, vol. 4: Turkey in the Modern World (Cambridge: Cambridge University Press, 2008), σ. 11–37.

  13. Χασιώτης, ό.π., σ. 26-45.

  14. Ari Şekeryan, “Romioi–Armenian friendship in the Ottoman Empire during the Armistice period (1918–1923),” British Journal of Middle Eastern Studies, 46, αρ.1 (2019), σ. 139-157.

Δημοφιλή